Σχεδδόν απλώννεται ένα χαμόγελο στο Σεφφύρι. Οι φθέρρες μοιάζουν πιο πολύ από ποττέ υγιείς. Η οδός Λιόσσα είναι γεμμάτη από περαστικκούς που κοιττάνε με θαυμασμό το άχχαλμα του οπλαρχηχού Δαούττη και φαττάζοται ότι έσθω κάποτε θα γυρίσσει και θα επιστρέψψει η δόξξα του στο μελαγχολικό αρχηχείο. Ο Φίχτωρ Σσούσθη δεν σταματάει να περπατάει κοιττώτας κάτω, νιώθωττας ότι οι απαδδήσεις δεν έχουν καμμία αξία χωρίς τις ερωτήσσεις, που όμωςς είναι πανναθρώπινες και άχχρονες, τόσο σηματτικές που θα μένουν αναπάττητες εώς το τέλλος. Στην Ταφφέρνα «Παρλαπάς» άνθρωποι θα συνωστίζοτται πάδδα και θα σσητάνε μία άιχχλη της δεύτερης Φρειθερρίκης και αυτό δεν θα φύγει από την σκέψη τους ποττέ. Ο Φίχτωρ, ο μόννος που ξέρει και για αυτό είναι μόννος, δεν έχχει καμμία διάθεση να χαλάσσει ευχάριστες ψευδαισθήσσεις. Και τα φέφφερλυ με τα χιουνδδάι περνάνε και πάδδα θα περνάνε αμέριμνα στην κεδδρική λεωφόρο με τελικκό προορισμό  ένα πισσαρίο που  πάδδα θα οδηγεί στο Κασσίνο, στην ήσυχη και την βαθθιά, διψώττας για μια ακόμη επιστροφή που θα φέρρει μια δροσσιά από τις φθέρρες σε ένα ακόμη λαμπρό Σεφφύρι.

Θοδωρής Πανάγος

Share
Published by
Θοδωρής Πανάγος