B.D.Foxmoor: «Δεν έφυγα από το Πέραμα και το πληρώνω»

Πρέπει να ήταν 2008 όταν πήγα και βρήκα τον Μιχάλη Μυτακίδη. Είχαν προηγηθεί αρκετά τηλεφωνήματα, κανένα από τα οποία δεν οδήγησε στο επιθυμητό αποτέλεσμα (το φιξάρισμα της συνέντευξης), όχι τόσο γιατί δεν ήθελε να μιλήσει, αλλά γιατί δεν ήθελε και πάρα πολύ (είναι ειδοποιός η διαφορά), ίσως γιατί του είχα πει εξαρχής ότι η μεταξύ μας κουβέντα θα ήταν μόνο ένα – πιθανότατα το πιο σημαντικό, αλλά πάντως μόνο ένα – από τα κομμάτια ενός μεγάλου ρεπορτάζ που θα έκανα για το Πέραμα, που τότε, λίγο πριν το τέλος της πρώτης δεκαετίας της τρίτης χιλιετίας, ακόμη και όσοι δεν είχαμε γεννηθεί και μεγαλώσει εκεί αλλά το επισκεπτόμασταν τις Κυριακές με ήλιο γιατί μας γοήτευε, ίσως και βλακωδώς, το «εξωτικό» κουλέρ λοκάλ της περιοχής (αυτό το mashup ελληνικής επαρχίας αν και μόλις 20 λεπτά από το κέντρο της Αθήνας, hip hop, τιμημένης ναυτεργατιάς και κυριλέ, πλην κακόγουστων, σομόν πολυκατοικιών δυο βήματα μακριά από μονοκατοικίες του 50 αλλά και τα μισοχτισμένα σπίτια εκεί, στην πλαγιά, με τις τρύπιες στέγες από ελενίτ) μπορούσαμε να καταλάβουμε ότι κυρίως για όσους έμεναν μόνιμα εκεί, ο τόπος τους δε θα ήταν ποτέ ξανά ο ίδιος, γιατί η Ναυπηγοεπισκευαστική Ζώνη δε «ζούσε» πια (ή έστω φυτοζωούσε) και οι ακροδεξιοί φαίνονταν ότι βρίσκονταν για τα καλά στην αρχή μιας πορείας που όλοι ξέρουμε που τους οδήγησε.

Τότε, λοιπόν, είχα περάσει τρείς ημέρες στο Πέραμα. Είχα μιλήσει με περίπου είκοσι άτομα. Από γέροντες εργάτες της Ζώνης που έχασαν τη δουλειά τους λίγο πριν από τη σύνταξη, μέχρι συνομήλικούς μου που δεν την έχασαν, αλλά δεν την είχαν κιόλας ακριβώς, αφού δούλευαν όποτε και όπου έβρισκαν κανένα ξέμπαρκο μεροκάματο, κι από πιτσιρικάδες που δεν πήγαιναν σχολείο για να παίζουν με περιστέρια μέχρι κάποιους άλλους που ήθελαν να αριστεύσουν για να σπουδάσουν με υποτροφία στο Καποδιστριακό. Τελευταίο άφησα τον B.D. Foxmoor. Την τρίτη μέρα του ρεπορτάζ, πήγα και τον βρήκα.

Η πόρτα στο «αρχηγείο» του low bap που έμοιαζε κάτι ανάμεσα σε σπίτι, δισκάδικο και στούντιο, ήταν ορθάνοιχτη, ο Μιχάλης καθόταν σε μία μεγάλη μαύρη πολυθρόνα, διάφοροι μπαινόβγαιναν κρατώντας βινύλια, και όταν τελικά μπήκα κι εγώ και του είπα ποιος είμαι και τι θέλω, μου είπε ότι εκτίμησε πολύ που πήγα και τον βρήκα, κόντρα στα όχι που μου είχε πει. Δύο ώρες περίπου αργότερα, και καθώς από τη θέση του συνοδηγού στο ταξί κοιτούσα πότε τα μεγάλα καζάνια στα δεξιά μου και πότε τις «φαβέλες του Περάματος» απέναντι, κοιτούσα δηλαδή τα μέρη που είχα περάσει περίπου τις 40 από τις προηγούμενες 72 ώρες, είχα στο μυαλό μου πολλά από όσα μου είχε πει ο B.D.Foxmoor, χωρίς κατ’ ανάγκη να συμφωνώ απόλυτα μαζί του, ήμουν όμως σίγουρος ότι θα τα θυμόμουν χωρίς καν να χρειαστεί να απομαγνητοφωνήσω τη συνέντευξη.

Πράγματα σαν κι αυτά:

Για μένα το Πέραμα είναι μία χρονορωγμή που έχει να κάνει με το πως ένας άνθρωπος λειτουργεί μέσα στη φυλακή του. Εγώ, ακόμη και αν νιώθω σε αυτό το μέρος φυλακισμένος, τουλάχιστον κατάφερα να φτιάξω το κελί μου όπως θέλω, να προαυλίζομαι όπως θέλω και να μη με πειράζει κανένας από τους συγκρατούμενούς μου. 

Το να επικαλούνται οι Χρυσαυγίτες τη δημοκρατία, είναι από μόνο του μεγάλη αντίφαση. Επειδή έγιναν κυριλέ και κατεβαίνουν στις εκλογές; Να τους έχει αυτή η δημοκρατία, έτσι όπως είναι, και να τους χαίρεται. Εγώ με τους φασίστες θα είμαι στη σέντρα μέχρι τα 80 μου.

Περίπου έξι χρόνια μετά από τότε, ήρθε και με βρήκε ο Μιχάλης. Στο κέντρο της Αθήνας. Μακριά από το Πέραμα. Όχι όμως τόσο μακριά όσο θα ήθελε. Γιατί αυτή η «φυλακή» (του) δεν τον χωράει πια.

Φαντάζομαι θα ήταν πολύ ψυχρά όλα αν ξεκίναγαν από μια αλήθεια. Καλύτερα να ξεκινούν από ένα ψέμα και να καταλήγουν σε μια αλήθεια.

Χρησιμοποιώντας τον ίδιο κώδικα, γιατί το hip hop κώδικας είναι, ό,τι υπερβάσεις και να κάνεις, όσο και να το σχεδιάσεις, παραμένει ο ίδιος κώδικας. Όταν ανακαλύπτεις ότι τα πράγματα μέσα σου τρέχουν πιο γρήγορα, εκεί είναι το δίλημμα. Θα αποφασίσεις να κάνεις τη μεγάλη υπέρβαση που συνήθως έχει κόστος, γιατί υπάρχει τίμημα σε κάθε τέτοια κατάσταση, ή θα μείνεις στα σίγουρα, όπου πια μπορεί να μην είσαι εσύ; Όταν το ένιωσα αυτό, άρχισα να κάνω παράλληλα πράγματα, και μέσω αυτών βρήκα την όρεξη για τον αρχικό κώδικα. Δούλευε το ένα για το άλλο. Aπέκτησα κίνητρο καινούργιο να γράψω.

Είμαι ένας άνθρωπος που του αρέσει να ζορίζει τα πράγματα, να υπάρχει πάντα μια επικινδυνότητα.

Ήθελα και στον κόσμο που με ακούει και μπορεί να νιώθει σιγουριά για το τι μπορεί να έρθει, να υπάρχει το στοιχείο της έκπληξης. Τους έχω δει να έρχονται σε αμηχανία με κάποια πράγματα. Αλλά όχι, δεν παίρνω τόσο στα σοβαρά τι θα ήθελε ο άλλος από μένα, γιατί ελπίζω ότι με τα χρόνια έχει φτιαχτεί μια σχέση. Αν με αφορά κάτι εμένα, θα αφορά και κάποιους άλλους.

Δεν έφυγα από το Πέραμα και το πληρώνω. Το πληρώνω γιατί έμεινα μόνο εγώ εκεί. Έφυγαν όλοι οι υπόλοιποι. Γλιτώσανε.

Είναι μια μεγάλη αντίφαση. Ένα μέρος φτιαγμένο από πρόσφυγες απ’ όπου όλοι κάποτε θέλαμε να φύγουμε και όλοι ξαναγυρίζαμε. Εμένα το όνειρο μου εδώ και χρόνια είναι να βρω ένα πραγματικά καλύτερο μέρος και να σηκωθώ να φύγω. Όμως πάντα με κρατάνε πράγματα που δε μπορώ να κατανοήσω πια. Πριν έλεγα ότι δε μπορώ να τα ελέγξω, τώρα πια έχουν γίνει και ακατανόητα.

Οι γειτονιές μας είναι μαύρη αφήγηση, δε μπορεί να ζήσει άνθρωπος, δεν υπάρχει ποιότητα ζωής. Τώρα τελειώσαν όλα.

Το στήριγμα μας και οι ρίζες μας ήταν οι παλιοί του τόπου. Αυτοί είχαν μέσα τους απίστευτο μεράκι, απίστευτη όρεξη για ζωή. Ήταν πρόσφυγες που είχαν κάνει το Πέραμα απάγκιο τους και το είχαν αποδεχτεί. Με τις διηγήσεις αυτών μεγαλώσαμε. Η μνήμη η δικιά μας – και αυτό είναι το τραγικό – δεν έχει φτιαχτεί από εικόνες και παραστάσεις, έχει φτιαχτεί από αφηγήσεις. Και όταν η μνήμη σου είναι φτιαγμένη από αφηγήσεις, κάποτε θα βρεις τηn πραγματικότητα μπροστά σου και θα ‘ναι σκληρή. Σ’ εμάς αυτό συνέβη τώρα.

Συναντήσαμε ένα Πέραμα σαν να μην έχει περάσει ποτέ από εκεί πρόσφυγας. Έχει γεμίσει φασίστες που θεωρούν φυσιολογικό αυτό που τους συμβαίνει. Και παλιά υπήρχαν τρεις-τέσσερις αλλά οι ίδιοι έλεγαν ότι δεν είναι φυσιολογικοί. Τώρα το θεωρούν φυσιολογικό, άνθρωποι με ρίζες Μικρασιάτικες. Διάφορα τραγελαφικά που τα ζεις καθημερινά. Πριν από μερικά χρόνια δε μπορούσα να το φανταστώ. Θεωρούσα ότι είχα γνώση των καιρών, αλλά πιαστήκαμε στον ύπνο όλοι. Δεν χωράνε εξυπνάδες με αυτή την ιστορία. Θα ταλαιπωρούμαστε πολλά χρόνια ακόμη.

Δεν με ενδιαφέρει αν μπορώ και τη βγάζω εκεί ή δε μου κάνουν κακό. Το χειρότερο είναι ότι λένε πως με σέβονται ή με αγαπάνε. Είναι τραγικό. Πραγματικά, όμως, θέλω και για τα παιδιά μου, να βρω έναν τόπο άλλον. Αλλά είναι πολύ δύσκολο γιατί είμαι ένας άνθρωπος που είχε εναποθέσει όλη τη ζωή του γύρω από αυτή την ιστορία. Φαντάσου πόσο καιρό θα μου πάρει, αν τα καταφέρω, τελικά να φύγω.

Κάποιοι μου το χρεώνουν σαν μετάλλιο ότι μένω ακόμη στο Πέραμα, αλλά αυτή τη λογική της μιζέριας την ξέρω. Κρύβει μέσα της μια μικροαστική αγαλλίαση, από αυτόν που δε μένει στο Πέραμα, απλά παραδέχεται σε σένα ότι είσαι ακόμα όπως ήσουν, και προσπαθείς να του δώσεις να καταλάβει ότι δεν είσαι όπως ήσουνα. Είμαι πολύ πιο μπροστά από εκεί που ήμουν αλλά δε μπορώ να ζω εδώ γιατί ο τόπος πάει πίσω.

Είμαι από τη φύση μου αισιόδοξος. Δε θα μπορούσα να κάνω καινούργια πράγματα συνέχεια, αν δεν υπήρχε μια μορφή αισιοδοξίας, απλά στηρίζω αλλού τις ελπίδες μου.

Ο τίτλος του καινούργιου δίσκου είναι Cosmos Alivas, μια φράση που χρησιμοποιούν οι Μάγιας για να αποδείξουν ότι ο κόσμος έχει τη δυνατότητα και το ταλέντο να αυτοκαταστρέφεται και να αυτοδημιουργείται, οτιδήποτε και να συμβαίνει γύρω του και κάτω από οποιοδήποτε συνθήκες. Θεωρώ ότι σε αυτό το στάδιο είμαστε τώρα.

Δεν πιστεύω ότι υπάρχει δημιουργός. Θεωρώ όμως ότι τα πάντα δίπλα μας, αυτά που λέμε «περιβάλλον» ή «φύση», μπορεί να φέρει σε αμηχανία τον καθέναν από εμάς.

Το είδος μας δεν έχει εξελιχθεί και όλη αυτή η μούφα της προόδου δεν μου λέει τίποτα γιατί είναι βήματα προς την αποτυχία.

Νομίζω είναι η μοίρα του ανθρώπου όσο υπάρχει, να παλεύει για να επιβιώσει.  Απλά έχει πολλά ταλέντα να στήνει παράλληλες πραγματικότητες.

Το τι πιστεύει ο καθένας σαν λύση για τους φασίστες, δε νομίζω ότι τους αφορά όλους. Δε σου κρύβω ότι αυτό που έχω στο μυαλό μου, δε θα το ξεστομίσω ποτέ, γιατί το θεωρώ πολύ βαρύ. Είναι από αυτά που μπορώ να στηρίξω όμως στη ζωή μου. Η λύση για μένα, από αυτή την ιστορία δεν έχει να κάνει με υπομονή. Δε θα το πω όμως ποτέ, ειδικά τώρα που ξέρω πως κάποιοι άνθρωποι, θα πιαστούν αν μου φύγει κάτι.

Στην επόμενη σελίδα: Γιατί δε μπορείς να αντιμετωπίσεις τους εθνικοσοσιαλιστές συντηρητικά, παραδοσιακά.

Page: 1 2 3

Θεοδόσης Μίχος

Ο Θεοδόσης Μίχος γεννήθηκε στον Βόλο το 1979. Ζει στο κέντρο της Αθήνας από το 1998. Εργάζεται ως δημοσιογράφος (είναι συνιδρυτής της Popaganda) και ραδιοφωνικός παραγωγός (καθημερινά 8-10πμ στον Best 92.6). Είναι συγγραφέας των βιβλίων Κράτα το σόου (2016) και Η Αλκμήνη και οι άλλοι (2020).

Share
Published by
Θεοδόσης Μίχος