Categories: HOUSE OF PANTS

Μια μέρα αποφάσισα να κλείσω τη τηλεόραση και ταυτόχρονα να βγω από τα σόσιαλ

Μια μέρα αποφάσισα να κλείσω τη τηλεόραση και ταυτόχρονα να βγω από τα σόσιαλ

Πετάω μέγιστο τσιτάτο. «Αν δεν πεθάνεις από έλκος, θα πας σίγουρα από την πολύ πληροφορία». Την ανεξέλεγκτη, τη πολυεπίπεδη, την αποφασιστική. Αυτή που πάει όπου θέλει, που παρασύρει στο διάβα της κι άλλες, που ξεκινά μονάδα και μέχρι να τελειώσεις τη μέρα σου, της έχεις προσθέσει οχτώ και δέκα τριάδες μηδενικών. Συνεχίζω. Στην πολυκατοικία μου μένουν δυο φίλοι. Μαζί ξορκίζουν την ανία της πανδημίας, μαζί μετράνε τις δεκάδες εργατοώρες μπροστά στην 50άρα Sony. Πριν κάποιες μέρες η (πρώτη στο χωριό, σύμφωνα με τα διαφημιστικά της) τηλεφωνική εταιρία πάνω στην οποία στηρίζουν τη ζωή τους, αποφάσισε κάπως αυθαίρετα (προβλήματα στο δίκτυο το ονόμασε), να κάνει break για ένα τριήμερο. Τόσο cool. Οπότε κι αυτοί, οι φίλοι, καθώς είχαν στήσει όλο το «επικοινωνιακό» πάνω της, έπρεπε να επαναπροσδιορίσουν την καθημερινότητα τους. Καθόλου ίντερνετ, καθόλου τηλεόραση (αφού ήταν συνδεδεμένη με το δίκτυο, καθώς η κεραία δεν φτούραγε), καθόλου επαφή με τον έξω κόσμο (άντε να διάβαζαν κάνα τίτλο στα περίπτερα, έτσι όπως περπατούσαν αγκαλιά με το 6 τους, στο τσακίρ κέφι). Τα προγράμματα στα κινητά ήταν άλλης εταιρίας, φτωχά, με data ελάχιστα. Το έριξαν έτσι σε dvd που δεν είχαν δει ποτέ και είχαν αραχνιασμένα σε γωνίες για να στηρίζουν φωτιστικά. Το έριξαν στα επιτραπέζια. Το έριξαν στο φαΐ. Κάθε πρωί και απόγευμα τους πέταγα χαρτάκια κάτω από την πόρτα με τα γεγονότα της πόλης. «Χτες μπήκαν στην Νέα Σμύρνη». «Τα σόσιαλ είναι ο νέος μεγάλος εχθρός». «Η Μαρία Σπυράκη λέει πως απαγορεύεται να εκνευρίζουμε την αστυνομία από τα μπαλκόνια μας. Μη ρωτήσετε ποια είναι η Μαρία Σπυράκη». «Τροχονόμος διώχνει κεντρικό μάρτυρα από δυστύχημα μπροστά στη Βουλή, επειδή δεν φορούσε κράνος». «Η J.Lo χώρισε αλλά μετά βγήκε και είπε πως δεν χώρισε». «Ο Τριαντάφυλλος αισθάνεται μόνος στην τοποθεσία Survivor». «Ο Παύλος παραμένει ακόμη ο πιο συμπαθής παίχτης στο Master Chef».

Ένα χαρτάκι, δύο χαρτάκια, εφτά χαρτάκια και άρχισα να το σκέφτομαι αλλιώς. Τι θα γινόταν αν κατέβαζα ρολά κι εγώ, μέσα στην πιο hardcore κλεισούρα από όσες έχουμε ζήσει; Τι θα (μου) έμενε, πως θα μπορούσα να ζήσω χωρίς πληροφορία, χωρίς άμεση καταγραφή για το τι γίνεται σε αυτή την πόλη, σε αυτή τη χώρα, σε αυτόν τον πλανήτη; Μούτζωσα τον εαυτό μου για το φλερτ με την καταστροφή, χτύπησα ένα 2 και πήγα σουπερμάρκετ. Στην επιστροφή είχα αλλάξει ήδη γνώμη.

Το πείραμα πήγε ως εξής. Όχι facebook, όχι twitter, όχι ειδήσεις, όχι ενημερωτικές εκπομπές, «κανονικής» ή και life style απόχρωσης. Κράτησα μόνο insta για να ξεφεύγω μέσα στην ζωή των άλλων (που παραδόξως πια μοιάζει σε αρκετά σημεία με τη δική μου). Έριξα και τα μούτρα, στα δύο κεντρικά reality, ίσα- ίσα για να δηλώνω παρουσία στο κοινό inbox με Μυρτώ και Γιάννη και να αποφύγω έτσι την όποια μόνιμη εξορία στο μέλλον. Την στιγμή που ο κόσμος (εκτός και εντός τοίχων) καίγεται, το ελληνικό πόπολο ζει μεταξύ Κουζίνας και Αγίου Δομίνικου. Σύμφωνα με τους δύο τρεις «εναλλακτικούς» που ζουν στο μικρόκοσμο μου, αυτό είναι μια συμφωνία κράτους και καναλιών για να μας κρατάνε σε λήθαργο. Θα συμφωνούσα αν τα παίζανε σε λούπα, σερί, μέχρι το 2030. Την Μαριάνθη σε μόνιμη θέση άμυνας, έξω από ένα καλύβι γεμάτο κάμερες και τον Ιωάννη σε μόνιμη μάχη με τον εαυτό του για το ποιος είναι ο καλύτερος μάγειρας, αυτός ή ο καθρέφτης του. Τον εκνευρισμό όλων και την συνήθεια να μιλά ο ένας πάνω στον άλλο.

Το πείραμα θέλει να αποδείξει πως αυτός ο μόνιμος πόνος που νιώθω πλέον στο στομάχι μου δεν είναι μόνο προϊόν της απορίας «που και πως βαδίζομεν κύριοι» αλλά επίσης και ενός βομβαρδισμού από εικόνες και πληροφορίες, ασήκωτες σαν ιστορία, και πολύπλοκες σαν γραμματική της Γαλλικής. Η σκηνή με τους ευτραφείς τελευταίους ανθρώπους του Wall-E, βιδωμένους στην αναπαυτική τους πολυθρόνα, με φαγητά και αναψυκτικά στα πόδια τους και την οθόνη επικοινωνίας «δεμένη» στο χέρι τους, είναι η δική μου λούπα «επικινδυνότητας», ειδικά αν νιώσω ξαφνικά πως το restart είναι η μόνη διέξοδος, ο μόνος δρόμος προς την ελευθερία.

Οι χρήστες που σέβονται τον εαυτό τους, ειδικά σ’ αυτή την περίοδο της ακινησίας, ελέγχουν τους λογαριασμούς τους συνέχεια ή απλά δεν βγαίνουν καθόλου από αυτούς. Μια έρευνα του Πανεπιστημίου Κορνέλ της ΝΥ, από αυτές που σέβονται τον εαυτό τους, θέλησε να δείξει το αυτονόητο και τα κατάφερε. Έβαλε κάποια τζιμάνια σε εμπάργκο για 99 μέρες. Κάθε 33 ημέρες αυτά ήταν υποχρεωμένα να δίνουν ραπόρτο. Στις πρώτες 33 ημέρες τα τρία τέταρτα των «θυμάτων», είχαν αποχωρήσει και επιστρέψει στις σόσιαλ θέσεις τους.

Εγώ άντεξα μία ημέρα. Το ομολογώ. Μέσα σε αυτές τις 24 ώρες βρήκα τον εαυτό μου (#not), ανακάλυψα πως είναι πολύ λάθος να τσεκάρεις τέτοια πράματα μέσα σε εγκλεισμό και πως το κεφάλι παθαίνει μια περίεργη έκλαμψη όταν δεν το γεμίζεις ξαφνικά με data (#yes), θυμήθηκα πως ο Μάρκος- γάτος, αγαπά τις βόλτες στους δρόμους, με λουράκι σαν σκύλος (#not) και βρήκα κρυφά σημεία πίσω από έπιπλα που η σκόνη επιμένει σχεδόν μελοδραματικά (#maybe). Επίσης βρήκα και μια χαμένη σχέση με το χρόνο (πρώτη φορά στο μοτίβο αυτό ήταν η στιγμή που έκοψα το τσιγάρο και δεν ήξερα για μέρες τι να κάνω με τα χέρια μου). Πως γεμίζεις όμως τόσα δευτερόλεπτα, λεπτά και ώρες έξω από την για χρόνια συνήθεια σου; Από την «αναγκαία» περιήγηση σε twitter, facebook και όλα τα υπόλοιπα; Πως «αντέχεις» μακριά από τον τόσο εκνευρισμό που μπορεί να σου δημιουργήσει η ενημέρωση στην τηλεόραση, με τη δική της πλασματική μετάφραση στο τι συμβαίνει εκεί έξω; Και εν τέλει ποιος είναι αυτός ο κόσμος εκεί έξω;

«Δεν πάω πουθενά, μια χαρά φωνές και κίνηση έχει και εδώ» αποφασίζω και την ίδια στιγμή βλέπω την αντίστροφη μέτρηση «επιστροφής στα σόσιαλ» να ξεκινά. Οκ κοιμάσαι λίγο χειρότερα, η ποσότητα του αλκοόλ αυξάνεται στο αίμα σου και οι κρίσεις πανικού στέκονται βράχος στο πλάι σου (κυριολεκτικά και μεταφορικά). Αλλά όλοι οι φίλοι και γνωστοί είναι εδώ, δεν είναι και τόσο καλή εποχή πια για να «είσαι μόνος στην άκρη της προβλήτας και να φυσάει υπέροχα». Μπορούμε εξάλλου, όλοι μαζί να πάμε στον ψυχίατρο (και στην προβλήτα) όταν με το καλό ανοίξουν οι πόρτες.

Σκέφτομαι ένα από δεκάδες βίντεο των τελευταίων ημερών. Δείχνει την «ευγενική» σύλληψη μέσα σε πολυκατοικία κάποιου που «χειροκρότησε ειρωνικά» τους ένστολους «φίλους» του. Το βλέπω ξανά και ξανά. Δεν θέλω πολύ. Αποφασίζω πως τελικά περισσότερο από την υπερπληροφόρηση με ενοχλεί η άγνοια. Το να μην ξέρεις τι γίνεται δύο χιλιόμετρα πιο πέρα. Το να «χάνεσαι» στο δικό σου ολοκαίνουργιο μικροχιλιόμετρο, ειδικά αν δεν έχεις κοντά σου και πάρκο να προκαλεί και να σε ταρακουνά.

«Η πληροφορία είμαι εγώ και εγώ είμαι η πληροφορία» λέει ένας νέος χαρακτήρας στο Matrix 4, μέσα στο κεφάλι μου, λίγο πριν κοιμηθώ. Χωρίς αυτήν δεν υπάρχω μέσα στους τέσσερις συν τέσσερις τοίχους της καραντίνας μου. Ίσως, όταν με το καλό μας αφήσουν πάλι έξω, να το δοκιμάσω πάλι. (#ισως) πάλι και όχι #μέσαγιαπάντα.

Δημήτρης Πάντσος

Share
Published by
Δημήτρης Πάντσος