Κοινωνική και πολιτική πόλωση στην εποχή της «κανονικότητας»: Η ισχύς του δόγματος της δημόσιας τάξης και ασφάλειας

Είναι υπαρκτό το δίλημμα μεταξύ ελευθερίας και ασφάλειας στην ανάπτυξη της κοινωνικής ζωής; Η σχέση μεταξύ των δύο εννοιών είναι συγκρουσιακή ή μήπως επιδέχεται εξισορρόπησης; Και αν είναι το πρώτο, οι άνθρωποι θα προτιμούσαν να ζήσουν «ανελεύθερα» αλλά «ασφαλείς» ή «ελεύθεροι» χωρίς «ασφάλεια»; Σύμφωνα με τα ευρήματα πρόσφατης έρευνας που διεξήγαγε η εταιρία μετρήσεων Prorata, όταν το ζήτημα τίθεται με διλημματικό τρόπο, περίπου τα 2/3 των ερωτώμενων φαίνεται να απαγκιστρώνονται από τη σφαίρα της ασφάλειας και να έλκονται από αυτήν της ελευθερίας.

Η έννοια της ασφάλειας ωστόσο, καθώς και τα όριά της, όπως αυτά υποκειμενικά προσλαμβάνονται σε σχέση με τη σφαίρα της ελευθερίας, παραμένει σχετικά ασαφής. Με ποιον τρόπο διασφαλίζεται η ασφάλεια; Ποια είναι τα ανεκτά όρια για την επιδίωξη της πραγμάτωσής της και με τι συσχετίζεται η αίσθηση απουσίας της;

Ελευθερία και ασφάλεια: Ορισμοί και σύγκρουση

Η έννοια της ελευθερίας είναι πολυσύνθετη και πολυδιάστατη και επιδέχεται πολλαπλούς ορισμούς, με αποτέλεσμα να είναι δύσκολο να γίνει κοινά αποδεκτός ένας συγκεκριμένος. Ένα είναι ωστόσο αναμφισβήτητο: Η έννοια αυτή μεταλλάσσεται στον ρου της ιστορίας. Στις μέρες μας έχουμε σε γενικές γραμμές δεχθεί ότι η ελευθερία έχει ατομική («μπορώ να διαθέτω τον εαυτό μου κατά βούληση»), κοινωνική («μπορώ να εκφράζομαι και να δρω πέραν του εαυτού μου χωρίς το φόβο απειλών και εξαναγκασμών») και πολιτική διάσταση («μπορώ να συμμετέχω στα δημόσια πράγματα»). Και οι τρεις διαστάσεις συστέλλονται και διαστέλλονται στη βάση μιας σειράς τυπικών ή/και άτυπων κανόνων, που έχουν σαφώς αξιολογικό περιεχόμενο. Π.χ. δεν είναι με καθολικό τρόπο θεμελιωμένο, είτε νομικά είτε πρακτικά, το δικαίωμα στην απόφαση να τερματίσει κάποιος τη ζωή του (ατομική διάσταση), να ασκεί τα θρησκευτικά του πιστεύω (κοινωνική διάσταση) ή να επιλέγει αν και πώς θα διαδηλώσει (πολιτική διάσταση). Ο περιορισμός όλων των διαστάσεων της ελευθερίας συνδέεται είτε με την ιδέα του κοινωνικού συμβολαίου, ώστε να διασφαλίζεται η κατά το δυνατόν βέλτιστη κοινωνική συνύπαρξη, είτε με αυτήν της συλλογικής πειθάρχησης, ώστε να εξασφαλίζεται η συνεχής και απρόσκοπτη λειτουργία των όρων αναπαραγωγής του εκάστοτε κυρίαρχου συστήματος. Έτσι, για παράδειγμα, η ελευθερία άσκησης (κάθε μορφής) βίας αφαιρείται από τους πολίτες και ανατίθεται στο κράτος, είτε –κατά τη φιλελεύθερη και τη συντηρητική παράδοση– προς όφελος της «ασφάλειας» και της διατήρησης των θεμελιωδών δικαιωμάτων των πολιτών, είτε –κατά τη μαρξιστική θεώρηση– στο βωμό της «προστασίας» του καπιταλισμού ως τρόπου οργάνωσης της κοινωνικής ζωής. Υπό αυτή την έννοια και ανεξαρτήτως προσέγγισης, το ζήτημα της ελευθερίας και των επιμέρους περιορισμών της μπορεί να ιδωθεί τόσο από τη σκοπιά της συλλογικής διάστασης (δημόσια ελευθερία και σχετικές απειλές) όσο και από τη σκοπιά μιας ατομικής διάστασης (ατομικές ελευθερίες και σχετικές απειλές). Στην πρώτη διάσταση εντάσσονται «απειλές» απέναντι στο εθνικό κράτος, τη φυλή τον δημόσιο χώρο, ενώ στη δεύτερη «απειλές» ως προς τον αυτοπροσδιορισμό, τη ζωή, την ακεραιότητα, την ατομική περιουσία κ.λπ. Πώς όμως γίνονται αντιληπτές οι παραπάνω διαστάσεις στην ελληνική κοινή γνώμη και ποιες κοινωνικές μερίδες είναι διατεθειμένες να θυσιάσουν ποιες έναντι ποιων διαστάσεων; Φοβόμαστε εντέλει περισσότερο τις απειλές –εντός και εκτός εισαγωγικών– ενάντια στα συλλογικά ή τα ατομικά αγαθά; Πώς οδηγηθήκαμε στη μια ή την άλλη κατεύθυνση;

Από την εθνική καθαρότητα στην εθνική προτίμηση

Η συλλογική δημόσια ασφάλεια έχει συνδεθεί με μια σειρά από προκλήσεις της εποχής. Για παράδειγμα, η σύνδεση εγκληματικότητας και πολιτισμικής ετερότητας δεν απουσιάζει από την γκάμα των απόψεων γύρω από τη δημόσια ασφάλεια, ενώ σίγουρα εντείνεται στα αφηγήματα που κυρίαρχα προέρχονται από τη μήτρα της άκρας Δεξιάς. Η ευρωπαϊκή αλλά και η ελληνική εμπειρία της Χρυσής Αυγής ή και άλλων δυνάμεων του χώρου είναι χαρακτηριστική. Στις μέρες μας η πλειοψηφία των ακροδεξιών κομμάτων, έχοντας μερικώς αποστασιοποιηθεί από τα ναζιστικά ιδεολογήματα, προωθεί την «εθνική προτίμηση» έναντι της «εθνικής καθαρότητας». Τα κόμματα αυτά παρουσιάζονται δηλαδή εχθρικά όχι απέναντι σε όσους με βιολογικό τρόπο διαφέρουν από «εμάς» αλλά απέναντι σε όσους δεν μοιράζονται τις ίδιες πολιτισμικές αξίες με «εμάς». Έτσι, η συζήτηση γύρω από την ετερότητα μετατοπίζεται από τη στενή σφαίρα της βιολογίας στην πολιτισμική σφαίρα, πεδίο στο οποίο οι δυτικές δημοκρατίες είναι σαφώς πιο ανεκτικές, επιτρέποντας συσχετίσεις που δύσκολα επιβεβαιώνονται από στατιστικά στοιχεία. Ποιος είναι όμως ο βαθμός διείσδυσης ενός τέτοιου αφηγήματος, σύμφωνα με το οποίο, για παράδειγμα, οι προσφυγικές και μεταναστευτικές ροές συνδέεται με την αύξηση της εγκληματικότητας; Σύμφωνα με τα ευρήματα της σχετικής έρευνας της Prorata, αρκετά μεγάλος, καθώς το 55% της ελληνικής κοινωνίας συνδέει σε κάποιο βαθμό την εγκληματικότητα με το μεταναστευτικό-προσφυγικό ζήτημα, με τους νέους να αποτελούν τη μόνη ηλικιακή κατηγορία που τείνει να διαφοροποιηθεί από τον γενικό κανόνα.

Η σχετική σύνδεση ωστόσο δεν δείχνει να προκύπτει με τρόπο βιωματικό στο μικρο-επίπεδο, καθώς, ενδεικτικά, σχεδόν 9 στους 10 πιστεύουν ότι η γειτονιά στην οποία ζουν είναι μια ασφαλής περιοχή. Ουσιαστικά για μια σημαντικά μεγάλη μερίδα της κοινωνίας η μειωμένη αίσθηση «δημόσιας ασφάλειας» ταυτίζεται στη συγκυρία με την αίσθηση αδυναμίας ελέγχου των προσφυγικών και μεταναστευτικών ροών και μόνο εκ διαθλάσεως με την καταπολέμηση της εγκληματικότητας αυτής καθαυτής. Έτσι, η έννοια της ασφάλειας μοιάζει περισσότερο να λαμβάνει ένα αόριστο και μάλλον εθνοκεντρικό περιεχόμενο, παρά να ανταποκρίνεται σε μια αίσθηση φόβου και ανασφάλειας που βιώνεται ατομικά σε επίπεδο καθημερινότητας. 

Αντιλήψεις για την ασφάλεια και την αστυνομία: Ηλικιακές και ιδεολογικές διαστάσεις

Εντέλει, το αίσθημα ασφάλειας αφορά τα ζητήματα αυτά που υποκειμενικά ο καθένας και η καθεμία εκλαμβάνει ως απειλή και την προσλαμβανόμενη έκταση αυτών (καθόλου, λίγο, αρκετά ή πολύ), αποτυπώνοντας έτσι και την κεντρικότητα, την «επικαιρότητα» της απειλής. Υπό αυτό το πρίσμα, η ελληνική κοινωνία στη συγκυρία δείχνει να φοβάται «αρκετά» ή «πολύ» την επιδείνωση της οικονομίας (63%), την εγκληματικότητα (56%) και τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής (55%) και δευτερευόντως την ακροδεξιά στροφή (50%) ή την αλλοίωση της εθνικής μας ταυτότητας (48%). Ωστόσο, παρατηρούνται σημαντικές διαφοροποιήσεις που σχετίζονται με δύο παράγοντες: την αυτοτοποθέτηση των συμμετεχόντων σε πολιτικούς χώρους και την ηλικία. Τα νεότερα ηλικιακά στρώματα (18 έως 34 ετών) φοβούνται πιο έντονα τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής, την επιδείνωση της οικονομίας και την ακροδεξιά ολίσθηση, ενώ οι μεγαλύτερης ηλικίας άνθρωποι την επιδείνωση της οικονομίας αλλά και την αύξηση της εγκληματικότητας. Παράλληλα, όσοι τοποθετούνται σε ένα χώρο που εκτείνεται από την άκρα Αριστερά έως και τις παρυφές του κέντρου παρουσιάζουν παρόμοιες αντιλήψεις σε συγκεκριμένα θέματα που άπτονται της διαίρεσης «κοινωνικός φιλελευθερισμός/κοινωνικός συντηρητισμός», όπως ο μειωμένος φόβος για πολιτισμική αλλοίωση αλλά και η αυξημένη ανησυχία για μια πιθανή ακροδεξιά στροφή κομμάτων και κοινωνίας.

Η αίσθηση της ασφάλειας, ιδίως στο εσωτερικό της χώρας, σχετίζεται όμως και με τις αντιλήψεις της κοινωνίας απέναντι στις πρακτικές της αστυνομίας, στο χαρακτήρα και στην αποτελεσματικότητά της. Ασκεί η ελληνική αστυνομία υπέρμετρη βία ή όχι; Εκλαμβάνεται εντέλει ως κατασταλτικός μηχανισμός του κράτους που διακατέχεται από αυταρχικές ιδέες ή ως μηχανισμός προστασίας του πολίτη; Σύμφωνα με τα ευρήματα της έρευνας, η πλειοψηφία της κοινωνίας αντιλαμβάνεται την αστυνομία ως μηχανισμό που, αν και όχι πάντοτε αποτελεσματικά, επιδιώκει να προστατεύει τους πολίτες. 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

Εντούτοις, και σε αυτή την περίπτωση, η πολιτική αυτοτοποθέτηση αλλά και η ηλικία διαφοροποιούν καθοριστικά τις σχετικές προσλαμβάνουσες: Για τη συντριπτική πλειοψηφία όσων τοποθετούνται στα αριστερά του πολιτικού φάσματος αλλά και για μια σημαντική μερίδα (αν και όχι πλειοψηφική) όσων τοποθετούν εαυτούς στο κέντρο η αστυνομία εκλαμβάνεται κυρίαρχα ως κατασταλτικός μηχανισμός, που ασκεί υπέρμετρη βία και διακατέχεται από ακροδεξιές αντιλήψεις. Αντίθετα, για τη συντριπτική πλειονότητα όσων τοποθετούνται στα δεξιά του πολιτικού φάσματος, καθώς και για την πλειοψηφική μερίδα του κεντρώου χώρου, η αστυνομία συμπυκνώνει την προσπάθεια της πολιτείας να καταπολεμηθεί το έγκλημα και να προστατευτούν οι πολίτες. Η μόνη ηλικιακή κατηγορία που ευθυγραμμίζεται με τις αντιλήψεις των αυτοτοποθετούμενων στα αριστερά του πολιτικού φάσματος σε σχέση με την ελληνική αστυνομία είναι οι νέοι ηλικίας 18 έως 34 ετών. Φαίνεται εντέλει ότι ο νεολαιίστικος ριζοσπαστισμός στη συγκυρία φορτίζεται με προοδευτικό πρόσημο, ισχυρισμός ο οποίος επιβεβαιώνεται και από την πρόσφατη εκλογική συμπεριφορά της συγκεκριμένης ηλικιακής κατηγορίας.


Ασφάλεια και τάξη: Κοινωνική και πολιτική πόλωση

Εν κατακλείδι, ποια είναι η πηγή των φόβων μας και τι είδους κοινωνικές και πολιτικές συνέπειες θα έχει η αντιφατική πρόσληψη της δημόσιας ασφάλειας; Πιθανότατα οι αιτίες των φόβων πρέπει να ανιχνευθούν στις επιδράσεις που έχει η λανθάνουσα και σχετικά θολή σύνδεση της εγκληματικότητας και της ανομίας με τις προσφυγικές ροές και τις εικόνες μη ενταγμένων στην κοινωνική κανονικότητα συμπεριφορών όπως οι καταλήψεις, οι διεκδικητικού τύπου διαδηλώσεις κ.ο.κ. Ωστόσο, για τη λανθάνουσα αυτή σύνδεση υπάρχουν ευθύνες πολιτικών κομμάτων και ΜΜΕ που, είτε στρατηγικά είτε λόγω διαρθρωτικών ανεπαρκειών του συστήματος και των επαγγελματιών διαχείρισης & διάχυσης της πληροφορίας, προσεταιρίζονται ακροδεξιά αφηγήματα. 

Υπό αυτή την έννοια, το δόγμα της «δημόσιας τάξης και ασφάλειας» που εξυφαίνεται από τους παραπάνω μηχανισμούς μοιάζει να υπηρετεί διττό στόχο: αφενός επιδιώκει την εστίαση της πολιτικής συζήτησης σε ζητήματα ως προς τα οποία οι προοδευτικές δυνάμεις εμφανίζονται παραδοσιακά «αναρμόδιες» και κατά συνέπεια «αναποτελεσματικές», ενώ οι «κατέχουσες» τις σχετικές θεματικές συντηρητικές δυνάμεις πιο αποφασιστικές όσον αφορά την υιοθέτηση αποτελεσματικών πολιτικών. Αφετέρου αποσκοπεί στην εμπέδωση μιας λογικής σύμφωνα με την οποία ό,τι αμφισβητεί ή γενικότερα κινείται εκτός της «νεοφιλελεύθερης κανονικότητας» αποτελεί απειλή για τη δημόσια ασφάλεια και ως εκ τούτου θα πρέπει να πειθαρχείται. 

Ενώ για κάθε κυβέρνηση δυνάμεων της Αριστεράς η διαχείριση ζητημάτων που άπτονται της συλλογικής διάστασης της ασφάλειας, εντός του νεοφιλελεύθερου πλαισίου, χαρακτηρίζεται από προφανείς αντιφάσεις που δυσχεραίνουν την υλοποίηση συνεπών κυβερνητικών πολιτικών, η συγκεκριμένη σφαίρα αποτελεί προνομιακό πεδίο άσκησης πολιτικής για τα συντηρητικά κόμματα, στα οποία αποδίδεται «θεματική αρμοδιότητα». Με τον παραπάνω ισχυρισμό ευθυγραμμίζονται και τα ευρήματα της έρευνας, σύμφωνα με τα οποία η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ θεωρείται ότι «δεν τα πήγε πολύ καλά» στον τομέα της δημόσιας ασφάλειας, σε αντίθεση με αυτή της Νέας Δημοκρατίας, που εκτιμάται ότι θα τα πάει σχετικά καλά – και σε κάθε περίπτωση καλύτερα από την προηγούμενη. 

Ωστόσο, παρά τη γενική υπεροχή της νέας κυβέρνησης στον συγκεκριμένο τομέα, οι προσδοκίες είναι πολύ χαμηλές, καθώς μόλις το 9% εκτιμά ότι θα τα πάει «πολύ καλά», ποσοστό υποπολλαπλάσιο της εκλογικής επιρροής της ΝΔ.

Τι σηματοδοτούν όμως τα παραπάνω; Τι πρέπει να αναμένουμε το επόμενο διάστημα;

Η πιο ακραία πολιτική εκδοχή της άκρας Δεξιάς, η Χρυσή Αυγή, μοιάζει να ολοκλήρωσε τον πολιτικά ορατό κύκλο της κατά τις βουλευτικές εκλογές του 2019. Εντούτοις, οι ιδέες της έχουν ήδη μπολιαστεί σε σημαντική μερίδα της κοινωνίας, χρωματίζοντας εν μέρει το νέο τοπίο αλλά και έχοντας μια διαιρετική ισχύ ικανή να εδραιώσει το επόμενο διάστημα δύο διακριτούς –αν και με αντιφάσεις στο εσωτερικό τους– πόλους: από τη μια πλευρά, έναν προοδευτικό κοινωνικό πόλο ο οποίος αντιλαμβάνεται το δόγμα της δημόσιας τάξης και ασφάλειας είτε ως απόπειρα κατασταλτικής θωράκισης της νεοφιλελεύθερης κανονικότητας είτε ως συγκυριακή ακροδεξιά ολίσθηση, δίνοντας έμφαση σε ποιοτικές και συλλογικές/κοινωνικές διαστάσεις της ασφάλειας/ανασφάλειας. Και από την άλλη πλευρά, έναν συντηρητικό κοινωνικό πόλο ο οποίος αντιλαμβάνεται το συγκεκριμένο δόγμα ως αναγκαία προσπάθεια για τη διασφάλιση της συγκεκριμένης εκδοχής της σταθερότητας και της αναχαίτισης του σχεδιασμένου ή μη –αλλά σε κάθε περίπτωση υπαρκτού, κατ’ εκείνον– «αφελληνισμού» της χώρας. 

Παρά το υπό διακύβευση μέγεθος των κοινωνικών πόλων που έχει ήδη φανεί ότι συγκροτούνται στη βάση μιας σειράς ζητημάτων που αφορούν μεταξύ άλλων και το ιδεολογικό επίπεδο, όπως είναι το ζήτημα της δημόσιας ασφάλειας, μένει να φανεί αν η αντανάκλασή τους σε πολιτικό επίπεδο θα αποτυπωθεί με τρόπο συμπιεστικό για τα μικρότερα –ενδιάμεσα ή ευρισκόμενα στα άκρα του ΣΥΡΙΖΑ και της ΝΔ– πολιτικά κόμματα ή όχι. Τα χαρακτηριστικά άλλωστε του κομματικού συστήματος της νέας περιόδου δεν έχουν ακόμη αποκρυσταλλωθεί προς μια κατεύθυνση σταθεροποίησης του δικομματισμού ή προς έναν σχετικό κατακερματισμό. Υπό αυτή την έννοια, είναι φανερό πως «το παιχνίδι παίζεται ακόμα».

Το κείμενο περιλαμβάνεται στο 2ο Δελτίο Πολιτικής Συγκυρίας του Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ, που δημοσιεύεται στο www.enainstitute.org
POPAGANDA

Share
Published by
POPAGANDA