Λέγεται Memoria, ανήκει τιμή και δόξα στον Ταϊλανδό σκηνοθέτη / οραματιστή, με το αποκλείεται-να-το-θυμηθώ-ποτέ όνομα Apichatpong Weerasethakul, και διαθέτει στον κεντρικό πρωταγωνιστικό του ρόλο το εξωγήινο όν που ακούει στο όνομα Tilda Swinton. Έχει σαν θέμα του, κάτι που θα σε γελάσω και δεν το θέλω, ας πούμε κάτι διαφορετικό, κάτι ονειρικό, κάτι εντελώς φαντασιακό, αλληγορικό και βαθιά φιλοσοφημένο. Ας πούμε δηλαδή πως επί δυόμισι περίπου ώρες βλέπουμε το όν που προαναφέραμε, να περιφέρεται σε διάφορες τοποθεσίες της Κολομβίας, εντός και εκτός πόλεων, κυνηγώντας έναν ήχο. Προσπαθώντας δηλαδή να αναγνωρίσει, να φυλακίσει και ίσως να παρουσιάσει στον έξω κόσμο, κάτι που μόνο αυτό ακούει – και ενίοτε, καμιά φορά, και εμείς.
Ο καλλιτεχνικός διευθυντής του φεστιβάλ, Λουκάς Κατσίκας, μας προειδοποίησε λίγο πριν ξεκινήσει η ταινία, σε μια out of the book εμφάνιση: «Αυτή είναι η αγαπημένη μου ταινία από το πρόσφατο φεστιβάλ των Καννών, είναι κάτι τελείως διαφορετικό από αυτό που ίσως έχετε συνηθίσει και είναι πράγματι βαθιά ειρωνικό που τη βλέπουμε την ίδια ώρα που βγαίνει στις αίθουσες ο Τζέιμς Μπόντ, καθώς μιλάμε για δύο εντελώς διαφορετικά είδη κινηματογράφων. Και ελπίζω μετά, να μη με κυνηγάτε».
Η αλήθειά είναι πως δύο τρεις αγριεμένους μετά τους είδα. Και άλλους τόσους μαγεμένους. Στο ενδιάμεσο, ένα γεμάτο Σινεμά Ideal, να προσπαθεί να κατανοήσει τι είδε και κυρίως τι αισθάνθηκε (αλήθεια τώρα, από πότε έχει ο Ταϊλανδός, στο fun base του, τόσους Αθηναίους;).
Όταν το έργο τελείωσε και τα φώτα άνοιξαν δεν ακούστηκε τίποτα. Ούτε ανάσα μη σου πω. Ούτε γιουχαΐσματα ούτε χειροκροτήματα. Μόνο άνθρωποι να τεντώνονται. Από το πιάσιμο ή τον ύπνο. Δίνω πόντους στο δεύτερο. Αν και τα πολλά υγρά, νυσταγμένα, μάτια τριγύρω μου, έμοιαζαν σχεδόν ανακουφισμένα, από μια διαδρομή γεμάτη με εικόνες που δεν καταλαβαίνεις αλλά αισθάνεσαι. Και όταν αισθάνεσαι, έτσι στα ανέλπιστα, ένα παραπάνω υπαρξιακό βάρος το ‘χεις!
Εγώ κοιμήθηκα στην σκηνή στο ποτάμι. Εκεί που η Tilda ζητά από τον Κολομβιανό μουστακαλή να σταματήσει να καθαρίζει τα κοκκινόψαρα του και να ξαπλώσει για να μπορέσει να δει τα όνειρα του (ή κάτι τέτοιο). Και λέω κάτι τέτοιο, γιατί άλλο δεν θυμάμαι. Μετά βρέθηκα σε ένα δωμάτιο. Ο μουστακαλής προφανώς είχε ξυπνήσει, η Tilda του κρατούσε το χέρι και του μιλούσε για τον ήχο της. Με πολύ κέφι και ξεκούραση πια (καθώς δεν ξέρω και πόση ώρα είχε μεσολαβήσει), τους άκουσα και εγώ!
Η φίλη δίπλα, μου αποκάλυψε αμέσως πως αυτό δεν της είχε ξανασυμβεί στο σινεμά. Ποτέ. Να κλείσει τα μάτια της και να «χαθεί». Ως εντελώς καλοπροαίρετοι θεατές, αποφασίσαμε πως για όλα φταίει ο ήχος. Όχι αυτός που ψάχνει σε όλη την ταινία το ιερό εξωγήινο τοτέμ, αλλά όλο αυτό το ηχητικό σύμπαν που έχει χτίσει ο δαιμόνιος Ταϊλανδός. Με μέτρο και συναισθηματική ακρίβεια ξεσηκώνει πολλά από τα μεταφυσικά ερωτήματα περί μνήμης και ταυτότητας, και σε υπνωτίζει. Αλλιώς δεν εξηγείται. Εγώ κράτησα και μια θέση για το τρόπο που ξεδιπλώνει τις θεματικές του εικόνες. Ο Αγγελοπουλικός ρυθμός μπροστά του είναι σαν και τα εννιά Fast & Furius, σε ένα. Ξεκάθαρα εραστής ενός υπέρμετρου υπερρεαλισμού, ο σκηνοθέτης / οραματιστής, με το αποκλείεται-να-το-θυμηθώ-ποτέ όνομα, αρέσκεται να τοποθετεί την κάμερα του σε μια σκηνή και μετά να πηγαίνει για κολατσιό. Κάποια στιγμή όταν επιστρέφει απλά πατάει το στοπ. Και μετά κάποια άλλη στιγμή πάει στο μοντάζ. Και εκεί αφήνει την ιδιοφυία του ή ότι τέλος πάντων κυκλοφορεί μέσα σε αυτό το κεφάλι, να ξεσπάσει. Το μέτρο εδώ είναι ο μέγας μάγκας και ο μέγας ρυθμιστής. Παράδειγμα. Στην δεύτερη μόλις σκηνή, αυτή με τους συναγερμούς των αυτοκινήτων στο πάρκινγκ, βλέπεις επί ένα αιώνα, το ένα μετά το άλλο να παίρνει μπροστά, δημιουργώντας μια αλλοπρόσαλλη μετα-ηχητική ορχήστρα. Και τότε καταλαβαίνεις πως οι επόμενες ώρες δεν θα σου κάτσουν εύκολα. Πρέπει να «ανοίξεις» και να αφεθείς. Να αφήσεις το θόρυβο της ζωής σου, έξω από αυτή την επαφή. Και δεν πειράζει, ας «κοιμηθείς» και λίγο. Γιατί αν στήθηκες στην ατελείωτη ουρά, λίγο πριν, έτσι από φεστιβαλική περιέργεια, ε, τότε μάλλον δεν ήξερες. Πως η πλοκή εδώ, δεν είναι το μεγάλο ατού της αφήγησης.
Το Memoria, που την θέλει την μεγάλη οθόνη του (στο σπίτι δες καλύτερα τον Bond που λέγαμε), πήρε στις τελευταίες Κάννες το βραβείο της Κριτικής Επιτροπής. Ίσα-ίσα για να υπενθυμίσουν οι Γάλλοι, που πίνουν όλα τα κρασιά τους στην υγειά του σκηνοθέτη / οραματιστή με το αποκλείεται-να-το-θυμηθώ-ποτέ όνομα όνομα, πως υπάρχει κι αυτό το είδος κινηματογράφου, που το αγκαλιάζεις μάλλον περισσότερο με την ακοή, την καρδιά και τη μνήμη, παρά με την όραση!
Υ.Γ. Αν υπάρχει οσκαρικός θεός θα πρέπει να στείλει από τώρα το βραβείο α’ γυναικείου ρόλου στην Tilda Swinton, για τη δουλειά της στο τελευταίο εικοσάλεπτο. Πως το λένε, οι φίλοι, εκεί έξω; Outstanding!