Δεν υπάρχει πιο επικίνδυνο ζευγάρι λέξεων απ’ το «καλή δουλειά» που συνοδεύει το συγκαταβατικό χτύπημα στην πλάτη της μετριότητας, εξηγεί κάποια στιγμή ο JK Simmons σε μια απ’ τις πιο στοιχειωτικές ερμηνείες της καριέρας του. Και σ’ αυτή τη φράση συνοψίζει όλη την ουσία του Whiplash, της ιστορίας ενός πιτσιρικά drummer που θα κάνει ό,τι χρειαστεί για να ξεφύγει απ’ τη μετριότητα του γύρω κόσμου του, η οποία δεν πρέπει να έχει κάνει ακόμη προβολή στην μακρά φεστιβαλική πορεία της στην οποία να μην έχει κερδίσει εκστατικά χειροκροτήματα απ’ όποιο είδος κοινού κι αν έχει βρεθεί απέναντί της: είτε είναι οι ψημένοι φεστιβαλιστές του Sundance, είτε οι στραβωμένοι κριτικοί των Καννών, είτε το μικτό ακροατήριο των Νυχτών Πρεμιέρας, είτε βέβαια οι δημοσιογράφοι που την είδα σήμερα, λίγο πριν την βρετανική πρεμιέρα της ταινίας στο Φεστιβάλ του Λονδίνου.
Η ταινία, που γέμισε την αίθουσα περισσότερο από κάθε άλλη του φεστιβάλ ως ώρας, ακολουθεί κατά βάση τη δομή της τυπικής αμερικανικής βιογραφικής ταινίας: το έμφυτο ταλέντο συναντά ανυπέρβλητες δυσκολίες επιπέδου συμπαντικών συνωμοσιών, τρώει τα μούτρα του με άγριο τρόπο, αλλά απομονώνεται, εξιλεώνεται και τις ξεπερνά, για να φτάσει στον άξιό του θρίαμβο. Το Whiplash ωστόσο, έχει το ευτύχημα να μην είναι το βιογραφικό παραμύθι κανενός, κι αυτό απελευθερώνει τον σκηνοθέτη και σεναριογράφο του, Damien Chazelle απ’ το να πρέπει υποκύψει στους κανόνες καλής συμπεριφοράς που μετατρέπουν τα biopics σε αγιογραφίες. Κι ακόμη κι αν δεν κάνει τελικά καμιά ιδιαίτερη τομή στη σεναριογραφική αψίδα και δομή του είδους του, ακριβώς επειδή δεν περιορίζεται απ’ τις βιογραφικές τροχοπέδες, o Chazelle σε κερδίζει με την ειλικρίνεια των χαρακτήρων του, τον κυνισμό του ρεαλισμού του, κι αυτήν την ασυγκράτητη, διαολεμένη ενέργειά που σε παρασέρνει.
Βέβαια, το ότι δεν είναι biopic, που στην αμερικανική βιομηχανία μεταφράζεται σε οσκαρικό δόλωμα, δεν σημαίνει ότι η ταινία δεν έχει βιογραφικά στοιχεία, ή οσκαρικές προοπτικές. Γι’ αυτά μίλησε ο Chazelle στην Popaganda, που τον ξέκλεψε για ένα δεκάλεπτο, λίγο πριν την επίσημη προβολή της ταινίας.
Πόσο βιωματική είναι η ιστορία του Whiplash; Ήμουν κι εγώ jazz drummer σε ένα διαγωνιστικό σύνολο όταν ήμουν στο λύκειο. Ήταν ένα ειδικό πρόγραμμα, στα πρότυπα των προγραμμάτων των ωδείων, με έναν πολύ σκληρό καθηγητή και μια ατμόσφαιρα πάρα πολύ ανταγωνιστική. Οπότε υποθέτω πως, αν ήθελα να περάσω κάτι στην ταινία, ήταν αυτό το είδος του φόβου που νιώθεις σε μια τέτοια ατμόσφαιρα, και πόσο αντίθετο είναι αυτό το πράγμα σε σχέση με ό,τι έχουμε στο μυαλό μας για την τέχνη. Και γι’ αυτού του είδους την τέχνη ιδιαίτερα. Ξέρεις, έχουμε την jazz στο μυαλό μας ως κάτι πολύ απελευθερωτικό, όπου επικοινωνείς σε επίπεδο συναισθήματος με τον κόσμο, και όντως σε αυτό καταλήγει, αλλά στο επίπεδο της εκπαίδευσης, στο επίπεδο της ωμής κατάκτησης της τεχνικής, πριν μπορείς να κάνεις τους αυτοσχεδιασμούς κι όλα αυτά τα πράγματα που συνήθως συνδυάζουμε με την jazz, υπάρχει αυτό το στοιχείο της απόλυτης αυστηρότητας και πειθαρχίας, και μιας στρατιωτικού τύπου σκληρότητας, την οποία αισθάνομαι ότι δεν έχουμε αρκετά υπόψιν μας, και δεν την βλέπουμε αρκετά στο σινεμά, ακόμη και σε ταινίες για μουσικούς. Υπάρχει δηλαδή πάντα αυτή η εντύπωση ότι απλώς σηκώνεσαι απ’ το κρεβάτι και ξαφνικά αρχίζεις να αυτοσχεδιάζεις εξωπραγματικά σολαρίσματα. Αυτό που δεν βλέπουμε όμως αρκετά στις ταινίες, είναι ο βαθμός της εξάσκησης και της προετοιμασίας που προϋποθέτει όλο αυτό. Και βέβαια ο τρόμος που σου προκαλεί το να μην μπορείς να κατακτήσεις την τεχνική που χρειάζεσαι.
Ο τρόπος που έχετε σκηνοθετήσει την ταινία, εκτός απ’ την εγκεφαλικότητα της επιμονής που απαιτείται, τονίζει πάρα πολύ και τις σωματικές της συνέπειες. Υπάρχουν σκηνές που σχεδόν μοιάζουν σα να βγήκαν από ταινία για μποξ, για παράδειγμα. Ναι, απόλυτα. Για την ακρίβεια, μ’ αυτήν ακριβώς την ιδέα ξεκίνησα την ταινία, το να δείξω την σωματικότητα του να παίζεις μουσική. Ξέρεις, ειδικά στη σημερινή εποχή της ηλεκτρονικής μουσικής, όπου πολύ μεγάλο κομμάτι της μουσικής που παράγεται, δεν φτιάχνεται ακριβώς με σωματική συμμετοχή, η ιδέα της τεχνικής του μουσικού, οι απαιτήσεις που έχει απ’ το σώμα το να παίζεις μουσική, νομίζω ότι είναι κάτι το πολύ ενδιαφέρον. Νομίζω έχει υποτιμηθεί για παράδειγμα ο τρόπος που οι τρομπετίστες διαλύουν τα χείλη τους για να μάθουν τρομπέτα, ή οι πιανίστες καταστρέφουν τα δάχτυλά τους, ή οι drummers διαλύουν τα χέρια τους και τα γεμίζουν πληγές –έτσι θυμάμαι τα δικά μου χέρια, συνεχώς καλυμμένα με ξεραμένο αίμα.
Οπότε αυτή η οπτική σε φέρνει όντως στο χώρο των αθλητικών ταινιών, και όντως ήθελα να τραβήξω τέτοιους παραλληλισμούς, γιατί είναι πολλές οι ταινίες που ασχολούνται με την εγκεφαλική, ή τη συναισθηματική πλευρά της τέχνης, που είναι βέβαια εξίσου σημαντική, αλλά σήμερα είναι πιο σημαντικό να τονίσουμε και την ωμή σωματικότητα και τη σκληρότητα της δουλειάς και της εξάσκησης που χρειάζεται και τις συνέπειες που έχει στο σώμα σου απλώς και μόνο το να φτάσεις σε ένα τέτοιο ανταγωνιστικό επίπεδο. Αλλά επίσης και την οργή που νιώθεις μερικές φορές ως μουσικός, όταν προσπαθείς να κάνεις κάτι σωστά, και δεν μπορείς να το πετύχεις. Νομίζω είναι ένα συναίσθημα που μοιράζονται πολλοί μουσικοί: είναι σαν να χτυπάς το κεφάλι σου στον τοίχο και ο τοίχος να μην υποχωρεί. Κάπως έτσι είναι όταν δεν μπορείς να πετύχεις ό,τι είναι αυτό που προσπαθείς να πετύχεις. Και ναι, υπάρχουν σε πολύ μεγάλο βαθμό σωματικές απαιτήσεις και είναι πολύ μεγάλος ο βαθμός της οργής που προκύπτει απ’ αυτές τις απαιτήσεις, κι αυτό για ‘μένα δεν απέχει πολύ από πράγματα που βλέπεις στο Raging Bull / Οργισμένο Είδωλο (1980), για παράδειγμα.
Η σεναριακή δομή της ταινίας σας δεν απέχει πολύ απ’ αυτό που βλέπουμε στα biopics, αλλά η ταινία δεν βασίζεται ακριβώς σε κάποιου τη ζωή. Υπήρχαν στοιχεία απ’ αυτού του είδους τις ταινίες που θέλατε να εισάγετε και στο Whiplash; Ένα πράγμα που κάνουν εξ ορισμού τα biopics και το οποίο με ενδιέφερε, είναι το origin story, ας πούμε. Η ιδέα δηλαδή του πώς κάποιος έγινε αυτός ο κάποιος. Υπάρχει ολόκληρη παράδοση σε αυτό, το The Motorcycle Diaries / Ημερολόγια Μοτοσυκλέτας (2004) για παράδειγμα, για το πώς ο Che Guevara έγινε ο Che Guevara, και ούτω καθεξής. Αυτού του είδους οι αφηγήσεις είναι πολύ ενδιαφέρουσες για ‘μένα, γιατί έχω την αίσθηση ότι υπάρχει γενικά ένα μεγάλο ερωτηματικό γύρω απ’ το από πού προέρχονται όλοι αυτοί οι μεγάλοι καλλιτέχνες. Για παράδειγμα, γίνονται πολλές αναφορές στον Charlie Parker κατά τη διάρκεια του Whiplash, αλλά υπάρχει πάντα μια υπόνοια για το ότι στην πραγματικότητα δεν ξέρουμε πώς ακριβώς ο Charlie Parker, που στην εφηβεία του δεν ήταν κανένας ιδιαίτερα αναγνωρισμένος σαξοφωνίστας –ακόμη κι οι πιο γάτοι απ’ τους τζαζίστες της εποχής δεν είχαν δει κάτι σπουδαίο σ’ αυτόν–, πώς αυτός έφτασε μέσα σε ακριβώς δύο χρόνια να χαιρετίζεται ως ο μεγαλύτερος μουσικός του πλανήτη.
Ξέρεις, όλο αυτό κάνει την ιστορία του να μοιάζει σαν μια εκδοχή του Φάουστ. Το ίδιο και με τον Robert Johnson, για τον οποίο υπάρχει ακριβώς αυτός ο μύθος, ότι πούλησε την ψυχή του στο διάβολο για να γίνει σπουδαίος κιθαρίστας. Υπάρχει όλη αυτή η μυθολογία λοιπόν, και νομίζω ότι περισσότερο απ’ το να δω συγκεκριμένες βιογραφικές ταινίες και τις τεχνικές τους, αυτό που έκανα ήταν να κοιτάξω τις βιογραφίες συγκεκριμένων μουσικών και ιδιαίτερα σαν κι αυτούς που σου ανέφερα, και να ασχοληθώ κυρίως με την πρώιμη ζωή τους και τα κομμάτια που λείπουν. Το να προσπαθήσω να δω πώς μπορώ να γεμίσω αυτά τα κενά, αυτό ήταν που με ενδιέφερε περισσότερο.
Τα biopics γενικά πάντως θεωρούνται οσκαρικά δολώματα, όπως άλλωστε κι οι ιστορίες για outsider που μετατρέπονται σε φαβορί. Πώς αισθάνεστε για την οσκαρική πορεία που έχει αρχίσει να φαίνεται ότι θα ακολουθήσει η δική σας ταινία; Εντάξει, κοίτα, θα δούμε. Για την ώρα, το ένα πράγμα για το οποίο είμαι σίγουρα πολύ ευγνώμων και χαρούμενος, ό,τι κι αν γίνει στη συνέχεια, είναι πως η ταινία μας, μια ταινία για έναν jazz drummer, μπόρεσε να επικοινωνήσει με ανθρώπους που δεν είναι απαραίτητα μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο. Γιατί, ξέρεις, είναι ένας κόσμος πολύ συγκεκριμένος κι εσωστρεφής κατά κάποιο τρόπο. Αλλά νομίζω πως η ταινία κατάφερε να μιλήσει σε ακόμη πιο ευρύ κοινό, σε μεγάλο βαθμό χάρη και στον JK Simmons και τον Miles Teller, τους δυο πρωταγωνιστές, οι οποίοι την εξανθρώπισαν και την οικουμενικοποίησαν σε βαθμό πολύ μεγαλύτερο απ’ αυτόν που κατάφερνε μόνο του το σενάριό της.