Categories: ΠΡΟΦΙΛ

Κάθε βράδυ ο Γιάννης Στάνκογλου κάθεται στο μπαλκόνι του, πίνει ρακή, καπνίζει και κάνει τον απολογισμό του

«Αν έπρεπε να πω κάτι γι’ αυτόν είναι ότι και να τον άφηνες στην άκρη του κόσμου θα έβρισκε τρόπο να επιβιώσει», κατέληξε η Σ. φυσώντας τον καπνό της, καθισμένη κάπως άβολα στην ξύλινη καρέκλα της κουζίνας. Μιλούσε για κάποιο φίλο. Ένα τέταρτο αργότερα, μετρώντας τα βήματά μου προς το σπίτι του Γιάννη Στάνκογλου, κάτω από το βλέμμα των περίεργων χρωματιστών πλασμάτων που ζουν τη δική τους καθημερινότητα ως γκράφιτι στους τοίχους του Ψυρρή, σκεφτόμουν μήπως ανήκει κι εκείνος στους ανθρώπους με αυτή την ικανότητα. Δεν είναι δύσκολο να συναρμολογήσεις μια εικόνα για ένα δημόσιο πρόσωπο, ενώνοντας στιγμιότυπα της δουλειάς και των δηλώσεών του – το στοίχημα μιας συνάντησης εκ του σύνεγγυς ωστόσο παραμένει ένας προκλητικός και ευχάριστος γρίφος.

Τα έχει πει, σκεφτόμουν καθώς έμπαινα στο μικρό παλιό ασανσέρ μιας στοάς όπου γίνονταν έργα, ελπίζοντας να μην έκανα λάθος στη διεύθυνση μιας και με μια πρώτη ματιά το κτήριο έμοιαζε υπό κατασκευή ή τέλος πάντων όχι και τόσο κατοικήσιμο. Για τα ανήσυχα νεανικά χρόνια με τις μηχανές και τις αλητείες, για το ταξίδι ζωής στη Νέα Υόρκη, τη μακροχρόνια σχέση του που κατέληξε σε μια όμορφη οικογένεια, τα έχει πει όλα αυτά και έχει πει πολλά περισσότερα μέσω της δουλειάς του. Για το Forget Me Not, την ταινία στην οποία πρωταγωνιστεί, ταξίδεψε στην Αλάσκα και τη Νέα Ορλεάνη και δε μπορεί παρά να έχει να διηγηθεί ιστορίες και από εκεί.

Μια κόκκινη πόρτα ανοίγει με φόρα. «Γειά σου, έλα μέσα», μου λέει ο Γιάννης Στάνκογλου και αυτό το «μέσα» (ένα ευρύχωρο λοφτ με εκατοντάδες αντικείμενα, μεταξύ των οποίων και πολλά παιδικά παιχνίδια) κλέβει για λίγα δευτερόλεπτα την παράσταση, ώσπου να καταλάβεις ότι από τα μεγάλα παράθυρα μπορείς να δεις σχεδόν όλο το ιστορικό κέντρο από ψηλά. Σε μια γωνία του γεμάτου με φυτά μπαλκονιού, υπάρχει ένας μικρός καναπές και μια πολυθρόνα. Το σημείο, μοιάζει κάπως με παρατηρητήριο. «Θέλεις λίγο τσίπουρο;» με ρωτάει ο Γιάννης χαμογελώντας, ενώ βάζει για τον εαυτό του σε ένα ποτηράκι. «Πάμε έξω καλύτερα», λέει αυτή τη φορά. Στο παρατηρητήριο με την ωραία θέα.

«Η αλήθεια είναι ότι έχω αγαπήσει πολύ την περιοχή, έχω γνωρίσει πια σχεδόν όλους τους ανθρώπους που δουλεύουν και ζουν στο Ψυρρή. Σαν γειτονιά πέρασε διάφορα στάδια αλλά αυτός είναι κι ένας από τους λόγους που μου αρέσει. Από την άλλη θα προτιμούσα ένα πιο καθαρό σκηνικό, όχι μόνο για τα παιδιά, αλλά και για μένα, ρε παιδί μου. Μ’ αρέσει που στην Ευρώπη αυτές οι γειτονιές είναι κάπως κρυμμένες, δεν είναι φάτσα φόρα στο κέντρο της Αθήνας. Όχι ότι έχω θέμα, έχω μεγαλώσει με αυτές τις καταστάσεις, αλλά μ’ αρέσει να βλέπω πεζοδρόμια που μπορεί να περπατήσει ο οποιοσδήποτε», λέει χαζεύοντας τους περαστικούς της Αθήνας, της πόλης στην οποία αλωνίζει από την εφηβεία του. Γκάζια με τα μηχανάκια, βόλτες στο κέντρο, Παναθηναϊκός, ξενύχτια, δρόμος και δουλειές, πολλές και διάφορες, οικοδομή, delivery. Και ξαφνικά, η υψηλή τέχνη του θεάτρου.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

«Είχα δυο τρεις γνωστούς από δραματικές σχολές και τα πράγματα που έλεγαν στις συζητήσεις τους με ερέθισαν, με έφτιαξαν. Είπα “οκ, έχω κάνει τόσα, ας το κάνω κι αυτό”. Ακόμα και λίγο πριν τελειώσω τη σχολή δεν ήμουν σίγουρος ότι ήθελα να γίνω ηθοποιός. Όταν πια έπαιξα στο Ηρώδειο σε μικρό ρόλο στον Κοριολανό του Σαίξπηρ, είπα “ωραίο είναι αυτό, μ΄άρεσε”. Και τελικά όχι μόνο μου άρεσε, αλλά του έδωσα και πολύ περισσότερη σημασία από όση πίστευα ότι θα του δώσω. Τώρα που το σκέφτομαι, βέβαια, πριν μπω στη δραματική σχολή, για περίπου ένα οκτάμηνο, διάβαζα όλη μέρα κι όλη νύχτα, δεν έκανα τίποτα άλλο. Ανακάλυψα τον Ντοστογιέφσκι, τον Καμύ, τον Κάφκα.  Γενικά πιστεύω ότι αυτό που με έχει διαμορφώσει πιο πολύ στη ζωή μου είναι τα διαβάσματα και τα ταξίδια μου στο εξωτερικό».

Ένα ταξίδι αναψυχής στο εξωτερικό είναι σίγουρα μια εμπειρία. Ένα ταξίδι στη Νέα Υόρκη για να ακολουθήσεις τον άνθρωπό σου, αφήνοντας πίσω μια σειρά από επαγγελματικές προτάσεις για δύο χρόνια είναι μια εντελώς άλλη υπόθεση. Αλλά το έκανε, γιατί – όπως και με τη δραματική σχολή – σκέφτηκε πως η αφορμή για μία ωραία περιπέτεια είναι κρίμα να πάει χαμένη.

«Γνώρισα ανθρώπους που ήξεραν καλά την πόλη και πήγα σε μέρη που αλλιώς ίσως να μην είχα πάει. Έβλεπα τους Gogol Bordello πριν γίνουν γνωστοί, συγκροτήματα, μουσικές απίστευτες, περπατούσα πάρα πολύ, έκανα rollerblades σε όλο το Μανχάταν για να πάω στη σχολή μου, ήπια για πρώτη φορά καθαρό αψέντι σε ένα μπαράκι στο Μπρούκλιν, άφησα τα πρώτα μου χρήματα πλάι σε έναν άστεγο που κοιμόταν ένα βράδυ. Δούλεψα σερβιτόρος στο It’s Greek to Me και σαν ηθοποιός στο Closer που ανεβάσαμε στο Ίδρυμα Ελληνικού Πολιτισμού».

Με αφορμή το Closer, σκέφτομαι το χαρακτήρα της Alice, που στην ταινία παίζει η Νάταλι Πόρτμαν. Μια περίεργη γυναίκα που αλλάζει χώρα, ταυτότητα και χρώμα μαλλιών επανεφευρίσκοντας τον εαυτό της από το μηδέν. Η απόλυτη ελευθερία και ο απόλυτος τρόμος μαζί – η ευλογία και το τίμημα του να αποχωρίζεσαι τις δικλείδες ασφαλείας σου. «Δεν το κάνουν όλοι οι άνθρωποι. Είναι μια διαδικασία που θέλει μεγάλη πεποίθηση. Εδώ πολλοί άνθρωποι δεν το κάνουν με τον ίδιο τους τον εαυτό, να ξεκουνηθούν, πόσο μάλλον να κάνουν ένα ταξίδι και να το αφήσουν να τους αλλάξει».

Άραγε σε τι διαδικασία τον έβαλε το ταξίδι στην Αλάσκα και την Νέα Ορλεάνη που έκανε πριν εφτά χρόνια για το Forget Me Not; Η κάμερα του Γιάννη Φάγκρα γέμισε με αργά πλάνα φυσικών τοπίων, ανεμοδαρμένα μερόνυχτα σε ένα καράβι και την ιστορία ενός δύτη, του Άλεξ αλλά η ταινία πέρασε τη δική της οδύσσεια μέχρι να βρει το δρόμο της για τις κινηματογραφικές αίθουσες. «Είναι μια ταινία δρόμου πέρα απ’ το δρόμο, σαν ένα μεγάλο όνειρο. Μου αρέσει πολύ ο Φάγκρας σαν σκηνοθέτης, δουλέψαμε καλά μαζί. Ζήσαμε μια απίστευτη εμπειρία ταξιδεύοντας ένα μήνα πάνω σε ένα καράβι, αλλάζοντας συνέχεια λιμάνια. Τρώγαμε και κοιμόμασταν στο καράβι, συνεργείο και ηθοποιοί, ένας από τους ηθοποιούς ήταν και ο μάγειρας του πλοίου και έτσι ζούσαμε όλοι μαζί. Περάσαμε και δυσκολίες, με τεράστια κύματα και σχεδόν όλο το συνεργείο να ξερνάει. Σε ένα ταξίδι που κάναμε πνίγηκαν τέσσερα άτομα από ένα καράβι που έφυγε λίγες ώρες μετά από μας. Σκέφτομαι ότι κι εμείς ίσως να είχαμε άγνοια κινδύνου αλλά τελικά τα καταφέραμε και κάναμε μια ταινία μέσα σε όλο αυτό».  

Αγαπάω όλους τους ρόλους μου όμως, δεν πα να ‘ναι το χειρότερο κωλόπαιδο, ο χειρότερος μαλάκας, σεξομανής, τρελός, παρανοϊκός. Προσπαθώ να δω τι είναι αυτό που τους οδηγεί. Πάντα βρίσκω κάτι, αυτό που με μαθαίνει τη δουλειά μου και το να είμαι λίγο παραπάνω άνθρωπος

Ο Άλεξ, ο χαρακτήρας που υποδύεται ο Στάνκογλου, είναι Έλληνας δύτης που αναλαμβάνει ακραίες αποστολές αλλά έχει ξεμείνει, ή μάλλον έχει βαλτώσει, στη Νέα Ορλεάνη. Πίσω στην Ελλάδα, μια γυναίκα που έχει εγκαταλείψει (και που υποδύεται η πραγματική γυναίκα του, Αλίκη ΔανέζηΚνούτσεν) του στέλνει διάφορα email. Είναι μια οδύσσεια με μια «Πηνελόπη που δεν κάθεται στ’ αυγά της». «Στη Νέα Ορλεάνη ήταν άλλη φάση. Πήγα μια βδομάδα νωρίτερα για να προετοιμαστώ, να δω ποιος είναι αυτός ο Άλεξ. Είναι μια πόλη που σε βάζει στη διαδικασία να βγεις, να χορέψεις, να γνωρίσεις κόσμο. Γύρισα, γνώρισα ανθρώπους που είναι μέσα στα κλαμπ, στα στριπτιζάδικα, είδα και άκουσα συγκροτήματα τζαζ να τζαμάρουν στο Spotted Cat, ένα πολύ μικρό μπαράκι όπου μπαίνει όποιος θέλει και παίζει και είναι μαγεία. Πολύς ιδρώτας, αλκοόλ, μάγια, βουντού. Πράγματα που δε θα φύγουν ποτέ απ’ τη μνήμη μου». Καθώς τελειώνει τη φράση του, έχει ακουμπήσει τα πόδια του στα κάγκελα και κοιτάζει κάπου μακριά. Μάλλον στα μέρη που περιγράφει.

«Είμαι πάρα πολύ προσαρμοστικός, μερικές φορές περισσότερο απ’ όσο θα χρειαζόταν. Αν δεν ήμουν δεν θα μπορούσα να κάνω όλα αυτά που έχω κάνει μέχρι τώρα στη δουλειά μου και στις σχέσεις μου. Η συγκατοίκηση δεν είναι εύκολη υπόθεση. Πρέπει να δίνεις στον άλλο περιθώριο να κάνει αυτό που θέλει, για να σου το ανταποδώσει και ο άλλος. Έχει σημασία να μπορείς να αλλάζεις, καταλαβαίνεις περισσότερα. Στα κοινωνικοπολιτικά βέβαια, είμαι πάντα κόντρα και πάντα κάτι που τη δίνει. Αλλά στην τέχνη μου αρέσει, να ακούω, να μεταμορφώνομαι, να αλλάζω, να με αλλάζει ο άλλος, να έχω σχέση και επαφή την ώρα της δημιουργίας, των ρόλων, των έργων».

Από ρόλους, άλλο τίποτα. Τα χρόνια που ακολούθησαν την επιστροφή του από την Νέα Υόρκη, ο Γιάννης «έχτισε» μια γερή θεατρική παρουσία, δεν αρνήθηκε την τηλεοπτική αναγνωρισιμότητα και ακόνισε τα ερμηνευτικά του εργαλεία στο σινεμά. «Εδώ και τρία χρόνια δεν βλέπω καν τηλεόραση. Δεν έχω κλείσει τα χαρτιά μου αλλά δεν με έχει ενθουσιάσει κάποια πρόταση τελευταία. Προτιμώ να κάνω σινεμά ή κάτι άλλο που θα με τραβήξει και ας είναι λίγα τα λεφτά. Κάνω μικρού μήκους σε πιτσιρικάδες που δεν έχουν λεφτά, κάνω περάσματα σε μεγάλους σκηνοθέτες γιατί θεωρώ ότι υπάρχει ανάγκη για κάτι τέτοιο και μαθαίνω κι εγώ μέσα απ’ αυτό. Μπορεί ένα σενάριο να είναι χάλια και όταν μιλήσω με το δημιουργό να με πείσει γιατί πιστεύει σε αυτό που κάνει. Πιστεύω στην πίστη. Αν μου δίνεται η δυνατότητα να μεταμορφώνομαι, να κάνω κάτι άλλο, όπως έγινε για παράδειγμα στο Xenia του Πάνου Κούτρα, το προτιμώ».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Καθώς μιλάει, ανακατεύει τα μαλλιά του. Η εμφάνισή του υπήρξε πάντα μια από τις ισχυρές μεταβλητές της «εξίσωσης» – τουλάχιστον από πλευράς κοινού. Διατρέχοντας τους ρόλους του ωστόσο, παρατηρεί κανείς μια έξυπνη διαχείρισή της προς την κατεύθυνση της υποκριτικής «αδείας», αφήνοντας στα κλικς και τα εξώφυλλα μια μερίδα ναι μεν γενναιόδωρη, αλλά σε καμία περίπτωση καθοριστική. «Μπορώ να είμαι και αυτό, όπως μπορώ να υποδυθώ και μια τρανσέξουαλ, για παράδειγμα. Δε με ενοχλούσε το “ζεν πρεμιέ”, απλώς με τυποποιούσε. Με ενοχλεί στις περιπτώσεις που ο άλλος βλέπει μόνο αυτό. Ό,τι νιώθω πως με τυποποιεί, το θέλω μακριά μου γιατί δεν είμαι μόνο ένα πράγμα ούτε σαν άνθρωπος, ούτε σαν ηθοποιός». Οι ρόλοι του, που απλώνονται σε ένα ευρύ φάσμα ανθρώπινων χαρακτηριστικών, λειτουργούν ως απτή επιβεβαίωση.

Αναρωτιέμαι αν η περίεργη φύση της δουλειάς του, που απαιτεί ψυχικά και συναισθηματικά ανοίγματα, που επιβάλλει την ταύτιση αλλά ζητά την αποστασιοποίηση, τον «στοίχειωσε» σε κάποιες περιπτώσεις. «Έχει συμβεί κάποιοι ρόλοι να με επηρεάσουν παραπάνω, αλλά είναι κάτι που το δούλεψα και πλέον δε με ενδιαφέρει. Συμβαίνει όταν ένας ρόλος είναι αρκετά έντονος και δύσκολος. Ο Καραμανίδης, για παράδειγμα, στο Τανγκό των Χριστουγέννων. Είχε ένα πράγμα στρυφνό, σκληρό που με επηρέασε, μου βγήκε και μένα στο έξω μου με κάποιον τρόπο. Τους αγαπάω όλους τους ρόλους μου όμως, δεν πα να ‘ναι το χειρότερο κωλόπαιδο, ο χειρότερος μαλάκας, σεξομανής, τρελός, παρανοϊκός. Προσπαθώ πάντα να δω τι είναι αυτό που τους οδηγεί. Και πάντα βρίσκω κάτι το οποίο ρε παιδί μου είναι αυτό που με μαθαίνει και τη δουλειά μου και το να είμαι λίγο παραπάνω άνθρωπος».

Μιλώντας για τη δουλειά, επιστρέφω στην υπόθεση εργασίας που είχα στο μυαλό μου λίγο πριν μου ανοίξει την πόρτα του σπιτιού του. Στο ζητούμενο της προσαρμογής με σκοπό την επιβίωση. Ειδικά σε μία εποχή σαν τη σημερινή. Ειδικά σε μία χώρα σαν την Ελλάδα. «Κάνω πολλές δουλειές ταυτόχρονα, πάντα έκανα, αλλά τώρα ακόμα περισσότερο. Και είμαι τυχερός που μπορώ να το κάνω (σ.σ. φέτος θα τον δούμε σε δύο θεατρικές παραγωγές και επτά ταινίες). Έκανα πέρυσι μια παραγωγή, την παράσταση για τον Αρθούρο Ρεμπώ και ενώ είχε επιτυχία, οικονομικά σχεδόν μου βγήκε σε κακό, ανέβηκε η φορολογία μου χωρίς να βγάλω λεφτά. Δεν υπάρχει αξιοκρατία, ούτε δικαιοσύνη. Οκ, εγώ πληρώνω τους φόρους μου αλλά να έχω κοινωνικές παροχές, ένα δρόμο σωστό να μην πέφτω με τη μηχανή μου, να μη μου γλιστράει το καρότσι. Δε θέλω να φύγω απ’ την χώρα, είναι η καλύτερή μου εδώ, αλλά τελευταία το έχω σκεφτεί πολλές φορές. Δεν είναι ότι δεν έχω ελπίδα. Αλίμονο αν δεν είχα, με δυο μικρά παιδιά. Αλλά υπάρχει μια πολύ μυστήρια και δύσκολη κατάσταση αυτή τη στιγμή και μπορούμε να την πολεμήσουμε μόνο κάνοντας συντρόφους, ανθρώπους δηλαδή που ψάχνουν το κάτι διαφορετικό και παλεύουν γι’ αυτό».

Έχει αρχίσει να σουρουπώνει, τα σπίτια φωτίζονται το ένα μετά το άλλο, η Αθήνα φαντάζει πιο ήσυχη. Ένα μηχανάκι περνάει με μεγάλη ταχύτητα από το στενό. «Δε σου λείπει καθόλου ο παλιός σου τρόπος ζωής; Έχεις φίλους που ζουν ακόμα έτσι;» τον ρωτάω. «Κοίτα, οι φίλοι της ηλικίας μου δε ζούνε έτσι όπως ζούσανε και αν το έκαναν δεν θα μπορούσα πια εγώ να επικοινωνήσω μαζί τους. Μου αρέσει πλέον πολύ η επικοινωνία, να βγαίνω με τον άλλο, να μιλάμε για ό,τι μας απασχολεί. Εντάξει, δε βγαίνω όσο έβγαινα, αλλά δε με ενοχλεί, ίσα ίσα κάθε φορά που καμιά φορά βγαίνω και τα “σπάω” σκέφτομαι “πω πω καλύτερα να μην είχα βγει, να διάβαζα ένα βιβλίο ή να έβλεπα μια ταινία”. Μεγαλώνω και μ’ αρέσει, δεν έχω κανένα πρόβλημα».

Δεν είναι ότι κουράστηκε, απλώς τα χρόνια που πέρασαν μετατόπισαν τα καταφύγιά του σε άλλα, νέα πράγματα, όπως συνήθως συμβαίνει στους ανθρώπους – είναι αυτό που λένε ωρίμανση, αλλά δεν χάθηκε ο κόσμος αν αφήσουμε κάτι χωρίς ορισμό. «Τα καταφύγιό μου είναι η οικογένειά μου. Το σπίτι μου, τα βιβλία μου, τα ταξίδια μου. Ουρουγουάη, Κολομβία, Βραζιλία με θέατρο, Γουατεμάλα, Ταϊλάνδη, Μαλαισία, Λάος με backpacks, Κένυα, Αίγυπτο, Συρία, Τουρκία, Ρωσία, Χονγκ Κονγκ για φεστιβάλ κινηματογράφου και Ευρώπη. Θα ήθελα να ξαναπάω στο όρος Σινά με τα παιδιά μου. Επίσης θα ήθελα να αφήσω κάπου τα παιδιά, να νοικιάσω ένα αυτοκίνητο και να διασχίσω όλη την Αυστραλία με τη γυναίκα μου ακούγοντας Dylan και Tom Waits».

Τώρα πια έχει σχεδόν νυχτώσει και του λέω μια ιστορία. Σε ένα μακροσκελές προφίλ (διά χειρός του κορυφαίου κριτικού θεάτρου, Τζον Λαρ) του Αλ Πατσίνο στο περιοδικό New Yorker, ο ηθοποιός περιέγραψε ένα «ευλογημένο» απόγευμα, όπου κάθισε σε ένα παγκάκι, σε κεντρικό πάρκο της Βοστώνης και για μία ώρα δεν τον αναγνώρισε κανείς. Χαζεύοντας τους περαστικούς, έκανε ένα βήμα πίσω από το θρύλο, και κοίταξε τη ζωή του με τα μάτια του δεκαπεντάχρονου εαυτού του, που συνήθιζε να κάθεται στο ίδιο παγκάκι. «Στη ζωή μου δε θα άλλαζα σχεδόν τίποτα. Ίσως θα διάβαζα περισσότερο. Δεν θα ξοδευόμουν στα απλά πράγματα και θα μάθαινα περισσότερα. Δε θα ‘βγαινα για να πάω να πιω, θα ‘βγαινα για να δω μια ταινία. Αυτό που κάνω δεν το έχω μετανιώσει, αυτό με φτιάχνει, με κρατάει όπως είμαι. Και αυτό θα είμαι μέχρι τελευταίας ρανίδας του αίματός μου, όπως λέει και αυτός ο ηλίθιος όρκος στο στρατό. Έτσι θα είμαι για τα πιστεύω μου, γιατί αυτό με κάνει ευτυχισμένο και με κάνει να συναντώ ανθρώπους σαν εμένα. Η πίστη είναι για μένα. Όχι η κακώς νοούμενη πίστη του πατρίς-θρησκεία-οικογένεια, μια πίστη άλλη. Δεν πιστεύω στο Θεό, αλλά σε αυτό το κάτι που υπάρχει μέσα μου, έξω μου, στα αστέρια, στον ουρανό, ακόμα και εκεί στην κουρτίνα. Και προσεύχομαι. Πολύ συχνά κλαίω με ένα σύννεφο, με ένα δειλινό, με τη βροχή. Κάθομαι εδώ, σ΄αυτό το μπαλκόνι, πίνω ρακή, καπνίζω και κάνω τον απολογισμό μου». Είναι η ώρα να τον αφήσω μόνο του.

Ιωάννα Παναγοπούλου

Η Ιωάννα Παναγοπούλου γεννήθηκε στην Αθήνα το Σεπτέμβριο του '93. Σήμερα ολοκληρώνει τις σπουδές τις στο τμήμα Επικοινωνίας και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου.

Share
Published by
Ιωάννα Παναγοπούλου