Categories: ΣΙΝΕΜΑ

Ελληνικό Σινεμά: Καλός ο Ειδικός Φόρος, αλλά και λίγη ειδική σοβαρότητα δε θα έβλαπτε

Ο Νίκος Περάκης είναι 71 ετών. Είναι λογικό η όραση του να είναι κάπως θολωμένη. Κι όταν σε συνέντευξη Τύπου διαβάζει τυπωμένα σε χαρτί τα νούμερα του Σώματος Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος για την επιζήμια δράση του Gamato.info, τον δικαιολογείς που βλέπει τρίδιπλα τα μηδενικά, και που τα 230 χιλιάρικα απ’ τα «διαφυγόντα κέρδη» τα λέει για δισεκατομμύρια – έτσι κι αλλιώς, και τα δύο νούμερα στην ίδια σφαίρα σουρεαλισμού κινούνται. Η υπόλοιπη κινηματογραφική κοινότητα όμως, πάσχει από την ίδια πρεσβυωπία, ή απλώς από πεισματική εθελοτυφλία; 

Όποιος θέλει να βλέπει τον εχθρό στην πειρατεία, την κυβερνητική αναλγησία, ή την ευρωπαϊκή συνομωσία, έχει κάθε δικαίωμα να το κάνει. Στη χώρα μας, την ομορφότερη χώρα του κόσμου, με αυτό το μοναδικό φαινόμενο του ανεστραμμένου συνδρόμου της Στοκχόλμης, όπου πάντα μάς φταίνε αυτοί απ’ τους οποίους εξαρτόμαστε, το blame game ήταν πάντα αγαπημένο σπορ – γι’ αυτό και είμαστε τόσο καλοί. Για την κινηματογραφική κοινότητά όμως, το άθλημα πάει να απογειωθεί, με τον πιο εύκολο στόχο να είναι πάντα αυτοί που εξασφαλίζουν τη συντήρησή της: κατ’ αρχήν το κράτος, και ύστερα οι θεατές. Διότι, φταίει το κράτος που δεν μας δίνει αρκετά λεφτά, οι θεατές που δεν πάνε αρκετά σινεμά, κι οι πειρατές που μας κλέβουν απ’ το στόμα τη μπουκιά.

Όλα αυτά σε πρώτη ανάγνωση, φαίνονται ωραία και σωστά: η ταινία Ο Εχθρός Μου, του Γιώργου Τσεμπερόπουλου, έκοψε 17 χιλιάδες εισιτήρια στις αίθουσες, και μέτρησε πάνω από 100 χιλιάδες παράνομες θεάσεις σε διάφορες ιστοσελίδες. Τα νούμερα είναι ισοπεδωτικά. Δίκιο έχει ο κάθε Τσεμπερόπουλος να γίνεται ταύρος με την πειρατεία, γιατί κι εμένα αν μου έλεγαν ότι το κείμενό μου θα το διαβάσουν ένα εκατομμύριο αναγνώστες, αλλά σε σελίδες άλλες απ’ αυτήν εδώ, ε θα πήγαινα να τους βρω να τους ζητήσω από ένα ευρώ να αγόραζα την Popaganda και να μου μένανε και ρέστα. Αλλά όπως όλοι ξέρουμε, το πράγμα δεν δουλεύει έτσι ακριβώς: αν ο Εχθρός Μου δεν έβγαινε στο internet, την ταινία δε θα την έβλεπαν (17+100=) 117 χιλιάδες θεατές. Άντε να την έβλεπαν δυο-τρεις χιλιάδες παραπάνω. Αν θέλουμε να είμαστε απλόχεροι δηλαδή.

Σε περίπτωση που απορείς γιατί, η απάντηση είναι απλή: ο κόσμος, όντως, απλά δεν πάει σινεμά. Ο μέσος Έλληνας διαχρονικά, απ’ τις προ ADSL εποχές, βλέπει μισή ταινία το χρόνο στο σινεμά. Μισή ταινία το χρόνο, είναι 50 λεπτά της ώρας. Που είναι περίπου όσος χρόνος χρειάζεται ο Γιώργος Λάνθιμος κι ο κάθε Λάνθιμος να ξεκινήσει από το Μετς, να πάει στο Σύνταγμα, να πάρει το μετρό και να φτάσει στο αεροδρόμιο, για να πάρει την πρώτη πτήση για Αγγλία. Εκεί που, σε αντίθεση με την Ελλάδα, ο κόσμος έχει κινηματογραφική παιδεία, όπως λένε κι οι Έλληνες κινηματογραφιστές, και έχουν κι εδώ τα δίκια τους: η σχέση του Έλληνα με το σινεμά είναι ευκαιριακή και φευγαλέα, κι αυτό δεν χρειάζεται στατιστική για να το δεις, αρκεί να πας σ’ ένα κινηματογραφικό φεστιβάλ. Δες πόσοι θα μείνουν έξω από μια sold out προβολή, και ρώτα τους την άλλη βδομάδα αν πήγανε να δούνε την ταινία σε κανονική διανομή. Οι εννιάμισι στους δέκα θα σου πούνε όχι.

Σε Ιρλανδία και Αγγλία, ο Αστακός προβάλλεται σε πάνω από 80 οθόνες αυτή τη στιγμή. Στην Ελλάδα, το άνοιγμα της ταινίας στριμώχτηκε σε 8 οθόνες όλες κι όλες.

Κινηματογραφική παιδεία ζητάνε λοιπόν οι κινηματογραφικοί φορείς της χώρας, και μακάρι να ήταν τόσο απλό όσο να έρθει ο όποιος Υπουργός, να ανοίξει τα κεφάλια των θεατών, και να τα γεμίσει Parajanov. Δυστυχώς όμως, το ίδιο το κινηματογραφικό κύκλωμα κρατάει τη μισή χώρα χωρίς πρόσβαση σε ταινίες όπως το Leviathan, τον Νόμο της Αγοράς, τα 45 Χρόνια, το Δικαστήριο, ή το Αρκαδία Χαίρε – τις ταινίες δηλαδή που απ’ όλες τις κινηματογραφικές φωνές έχουν χαιρετιστεί ως οι καλύτερες του έτους, και αν μη τι άλλο, είναι αυτές που θα προσέφεραν μια κάποια κινηματογραφική εκπαίδευση στον Έλληνα. 

Πόσες απ’ αυτές παίχτηκαν στην πόλη σου, αγαπητέ Βολιώτη; Ηρακλειώτη; Γιαννιώτη; Ερωτικέ Σαλονικιέ με το φεστιβάλ σου το σένιο

Μην πάμε μακριά, η μισή χώρα είναι χωρίς πρόσβαση στον Αστακό. Του Γιώργου Λάνθιμου. Που βραβεύτηκε στις Κάννες.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Σε Ιρλανδία και Αγγλία, ο Αστακός προβάλλεται σε πάνω από 80 οθόνες αυτή τη στιγμή. Με ένα δεκαπενθήμερο προβολών πίσω του, προβλέπεται να ξεπεράσει το 1 εκατομμύριο ευρώ σε εισπράξεις, και την ίδια ώρα ετοιμάζεται να απλωθεί στην Γαλλία, όπου με το καλησπέρα σας θα προβληθεί σε πάνω από 120 οθόνες. 

Στην Ελλάδα, το άνοιγμα της ταινίας στριμώχτηκε σε 8 οθόνες όλες κι όλες. Το οποίο, βέβαια, δεν είναι απαραίτητα κακή στρατηγική απ’ τον διανομέα: οι ουρές έξω απ’ τις sold out αίθουσες πάντα κάνουν ωραίο γκελ στα social media, κι είναι μεγάλη η κουβέντα που μπορεί να στηθεί γύρω απ’ το πόσο οφελείται μια εξειδικευμένη ταινία από ένα τέτοιο είδος περιορισμένης διάθεσης. Είναι ένα πράγμα όμως να οργανώνεις στρατηγική για να ιντριγκάρεις το κοινό, κι ένα άλλο πράγμα να αδιαφορείς για το μεγαλύτερο κομμάτι του. 

Και δεν μπορείς να μην αναρωτιέσαι για τον κινηματογραφικό σχεδιασμό στη χώρα και τη σοβαρότητα της κοινότητας που τον εφαρμόζει, όταν οι 8 αυτές αίθουσες είναι μοιρασμένες σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη (μοιρασμένες κατ’ ευφημισμό, η αναλογία είναι 7 προς 1), κι όλη η υπόλοιπη Ελλάδα μένει να μετράει τα συνεχή δημοσιεύματα περί επαναφοράς του Ειδικού Φόρου στα κινηματογραφικά εισιτήρια. 

Κι έτσι, ερχόμαστε στο πιο καυτό απ’ τα θέματα των ημερών: τον Ειδικό Φόρο υπέρ του Κινηματογράφου, τον οποίο στη συνέχεια θα αποκαλούμε ΕΦ.

Φωτογραφία: Γιάννης Δρακουλίδης / FOSPHOTOS

Ο ΕΦ, που ήταν ενσωματωμένος στα κινηματογραφικά εισιτήρια απ’ τη δεκαετία του ‘80, ήταν τα τελευταία χρόνια ο βασικός χρηματοδοτικός μηχανισμός της ελληνικής κινηματογραφίας: από την (όχι πλήρη, αλλά σημαντική) αποσαφήνιση της λειτουργίας του ΕΦ με τον νόμο Γερουλάνου του 2010, το 12% του κάθε κινηματογραφικού εισιτηρίου (ανεξαρτήτως εθνικότητας της ταινίας) πήγαινε στο Υπουργείο Πολιτισμού. Απ’ το ποσό που μαζευόταν στο τέλος του χρόνου, το 20% παρέμενε στο Υπουργείο για τη χρηματοδότηση της «πολιτιστικής πολιτικής στον τομέα του κινηματογράφου», διατύπωση τόσο ασαφής ώστε για το ότι πήγαινε πχ σε διάφορα μικρά κιν/κά φεστιβάλ, κιν/κες λέσχες και λοιπές περιφερειακές δράσεις εκπαιδευτικού χαρακτήρα, η μόνη σου εξασφάλιση ήταν το να σταυρώνεις τα δάχτυλά σου και να κάνεις μια ευχή. Το υπόλοιπο 80% μεταφερόταν στο Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου για τη χρηματοδότηση των ελληνικών παραγωγών και των λοιπών του δράσεων.

Απ’ αυτό το 80% του ΕΦ, τα τελευταία χρόνια έφτανε στην αγορά ένα ποσό της τάξης των 4 εκατομυρίων ευρώ, σύμφωνα με τον Πάνο Παπαχατζή, βετεράνο παραγωγό με πλήθος κινηματογραφικών credits αρκετά ευρύ, ώστε να καλύπτει όλη τη γκάμα απ’ τις πρώτες ταινίες του Γιάννη Οικονομίδη, ως τις τελευταίες του εμπορικού ελληνικού κύματος τύπου Η Κληρονόμος. Απ’ αυτά τα 4 εκατομμύρια ευρώ, με διάφορες ακολουθίες αλγορίθμων που στόχευαν στην δίκαιη μοιρασιά της πίτας σε όλη την αγορά, χρηματοδοτούνταν: οι παραγωγοί που έφτιαχναν ελληνικές ταινίες κρατώντας σε μια κάποια κίνηση την όλη κινηματογραφική οικοτεχνία, οι αιθουσάρχες που προβάλανε ελληνικές ταινίες περιμένοντας κανέναν θεατή να πάει στα ταμεία, και εμμέσως απ’ αυτούς τους δύο, οι διανομείς, που στην πορεία είχαν εξελιχθεί να είναι και παραγωγοί και αιθουσάρχες (η Odeon κι η AudioVisual είναι δυο χαρακτηριστικές περιπτώσεις καθετοποίησης), φροντίζοντας να βάζουν δάχτυλο και στα τρία βάζα με το μέλι.

Ο μέσος Έλληνας διαχρονικά, απ’ τις προ ADSL εποχές, βλέπει μισή ταινία το χρόνο στο σινεμά. Μισή ταινία το χρόνο, είναι 50 λεπτά της ώρας. Που είναι περίπου όσος χρόνος χρειάζεται ο Γιώργος Λάνθιμος κι ο κάθε Λάνθιμος να ξεκινήσει από το Μετς, να πάει στο Σύνταγμα, να πάρει το μετρό και να φτάσει στο αεροδρόμιο, για να πάρει την πρώτη πτήση για Αγγλία. 

Αυτή η ολιστική προσέγγιση παρασάγγας απέχει απ’ την κρατικοδίαιτη εικόνα που μπορεί να χτυπάει κόκκινο στο μυαλό σου βέβαια, κι ως προς αυτό σημείωσε ότι 4 εκατομύρια ευρώ στοίχισε επισήμως μία και μόνη ταινία φέτος στην παραγωγή της Μεγάλης Βρετανίας: ο Αστακός του Γιώργου Λάνθιμου.

Με το ποσό που χρειάστηκε για να γυριστεί μία και μόνη σοβαρών διεθνών προοπτικών ταινία στην Αγγλία, χρηματοδοτείται ολόκληρη η παραγωγή 10-15 ταινιών το χρόνο στην Ελλάδα. Αυτό, για να μην μεγαλοποιούμε τα πράγματα. 

Όπως και να’χει πάντως, κι όποιο κι αν ήταν το ποσό, μπορεί κανείς να πει ότι αυτός ο ΕΦ ήταν η ενσάρκωση της βούλησης του νομοθέτη να εξασφαλίσει μια κάποια χρηματοδότηση στην ντόπια κινηματογραφία. Η οποία ενσαρκωμένη βούληση, ήταν άμεσα συνδεδεμένη με την πρωτοβουλία του θεατή – πήγαινες να δεις τον τελευταίο Iron Man; Βοηθούσες να γίνει μια ελληνική ταινία. Πήγαινες να δεις μια ελληνική ταινία; Βοηθούσες να γίνει η επόμενη. Και να φτάσει ως τις αίθουσες, για να μπορέσεις να τη δεις. 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Τον Ιούλιο του ‘15, στα πλαίσια της αναπροσαρμογής των συντελεστών ΦΠΑ, το εισιτήριο του κινηματογράφου περνάει από την κλίμακα του 13% σ’ αυτήν του 23%, το σινεμά γίνεται το μόνο πολιτιστικό προϊόν με πλήρη φορολογικό συντελεστή, και ο φόβος κατάρρευσης των ήδη κατακρεμνισμένων κινηματογραφικών εισπράξεων προκαλεί τη μήνη της κινηματογραφικής κοινότητας. Έναν μήνα μετά, ο πρώτην Υπουργός Πολιτισμού Νίκος Ξυδάκης, δηλώνει εμβρόντητος όταν η κυβέρνησή του, ανάμεσα στα υπόλοιπα του (Πρώτη Φορά Αριστερού) Μνημονίου Γ’, καλείται να ψηφίσει την κατάργηση του ΕΦ, ως φόρο υπέρ τρίτων.

Χωράει μεγάλη κουβέντα για το κατά πόσο ο ΕΦ ήταν, τεχνοκρατικά, όντως «φόρος υπέρ τρίτων», και κατά πόσο ο κος Ξυδάκης μέλησε να κάνει κατανοητή την ειδική φύση ενός τέλους που ίσχυε και ισχύει σε όλες σχεδόν τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συμπεριλαμβανομένων της Γαλλίας, της Ισπανίας, της Σουηδίας και της Κύπρου, όμως η συγκεκριμένη κατάργηση συμπεριλαμβανόταν στη λίστα των προαπαιτούμενων από το Μνημόνιο Α’, το οποίο κατά πώς φαίνεται, απ’ όλο το περισπούδαστο πολιτικό μας προσωπικό, μόνο ο Χρυσοχοΐδης δεν είχε διαβάσει. 

Φυσικά εάν είχε διατηρηθεί ο ΕΦ, το κινηματογραφικό εισιτήριο θα έφτανε να έχει φορολογία της τάξης του (23+12=) 35%, το οποίο πέραν των άλλων αποτελεί και ένα κάποιο λογιστικό σφάλμα. Η τράμπα όμως του ΕΦ με την αύξηση του ΦΠΑ (αφαιρέθηκε το 12% και προστέθηκε ένα 10%), ουσιαστικά απελευθέρωσε τα 4 εκατ. ευρώ που δεσμεύονταν για τον κινηματογράφο, και τα έφερε στις αγκάλες του μεγάλου δημόσιου κορβανά. Εξέλιξη αρκετά ταιριαστή και για μια (Αριστερή) κυβέρνηση που στράγγιξε τα ταμειακά διαθέσιμα του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου τον περασμένο Απρίλη (τότε που μάζεψε και όποιο άλλο αποθεματικό μπορούσε να βρει), και για έναν Υπουργό Πολιτισμού που δεν έκανε τίποτα για να το εμποδίσει. 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Οι κινηματογραφικοί φορείς της χώρας πέρασαν στην αντεπίθεση, οργανώνοντας διεθνή καμπάνια υποστήριξης της επαναφοράς του ΕΦ, χτυπώντας πόρτες Υπουργών κι Αντιπροέδρων της Κυβέρνησης, και διεκδικώντας τα κεκτημένα τους με ζέση τέτοια, που έχει να επιδείξει ο χώρος απ’ την εποχή των Κινηματογραφιστών στην Ομίχλη: αυτών που κατάφεραν την κατάργηση των Κρατικών Βραβείων Ποιότητας κλειδώνοντας μια και καλή στο χρονοντούλαπο των κλισέ τη διαβλητή μορφή τους, και σκορπίζοντας στον άνεμο τα μερικές εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ των χρηματικών επάθλων που τα συνόδευαν. 

Ως εκ θαύματος, η κυβέρνηση υποσχέθηκε να εξετάσει το ενδεχόμενο να προτείνει στους Θεσμούς να ξαναδούν τον ΕΦ, μήπως και τον επαναφέρουν. Επαίρονται λοιπόν οι παραγωγοί, μετά το σθεναρό τους lobbying, για τη δέσμευση της κυβέρνησης να τον αναστήσει. Και νιώθει μια κάποια ασφάλεια ο φίλος Πατρινός, πως όταν πάει να δει τον καινούριο Bond ή τους επόμενους Transformers, θα βοηθήσει το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου να χρηματοδοτήσει μια ελληνική ταινία. Το πρόβλημα είναι, ότι πιθανότατα θα πρέπει να ταξιδέψει σε άλλη πόλη για να τη δει.

Και να πληρώσει και διόδια και ΦΠΑ για τη βενζίνα. Να κινηθεί η αγορά εν γένει ρε παιδί μου. 

Ιδού πώς μαζεύονται λοιπόν, τα δις των διαφυγόντων του gamato. 

Φωτογραφία: Γιάννης Αντύπας / FOSPHOTOS

Ως επιμύθιο, ένα ενδιαφέρον ντεσού, ενδεικτικό της σχέσης του κράτους με το σύγχρονο ελληνικό σινεμά: το Μάη του ‘15 ο Νίκος Ξυδάκης ταξίδεψε στις Κάννες, για να παραβρεθεί στην ειδική, επετειακή προβολή του Z, του Κώστα Γαβρά. Δικαίως έκανε βέβαια τόσο δρόμο ο άνθρωπος, καθότι και πρώτη προβολή να το ‘χεις δει το Ζ, και την special έκδοση να ‘χεις σε DVD, άλλη χάρη παίρνει μια ταινία αν τη δεις επίσημα στις Κάννες. Η ταινία όμως που *δεν* είδε επίσημα (κι ούτε ανεπίσημα, εξ’ όσων γνωρίζει ο υπογράφων) στις Κάννες ο τότε Υπουργός Πολιτισμού, ήταν ο Αστακός, του Γιώργου Λάνθιμου

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Εν γένει προκύπτει ένα θέμα για το πώς η ντόπια κινηματογραφική κοινότητα αντιμετωπίζει τον Έλληνα όχι μονάχα ως θεατή, αλλά και ως χρηματοδότη του μέσω του Ειδικού Φόρου. Και πώς δεν είναι φόρος υπέρ τρίτων, όταν εισπράττεται απ’ όλες τις αίθουσες της επαρχίας, για να απολαύσουν τους καρπούς του μονάχα οι θεατές της Αθήνας. 

Αλλά δεν πάει στο διάολο, σάμπως τι, ελληνική ταινία είναι ο Αστακός; Εντάξει, πήρε λεφτά απ’ το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, έχει Έλληνα σκηνοθέτη, έχει Έλληνα σεναριογράφο, Έλληνα δ/ντη φωτογραφίας, Έλληνα μοντέρ, κι έναν Έλληνα παραγωγό. Αλλά όλοι Εγγλέζικα μιλάνε.

Μ’ εμάς τι γίνεται, τους Έλληνες!

Παρεμπιπτόντως, την Πέμπτη βγήκε στις αίθουσες η φουλ ελληνική ταινία Forget me Not, του Γιάννη Φάγκρα. Στις αίθουσες είπα; Λάθος, στην αίθουσα. Μία. Πανελλαδικά.


Στο κείμενο αναφερόταν ότι οι αίθουσες προβολών της ταινίας Αστακός στη Θεσσαλονίκη, στη δεύτερη βδομάδα προβολής της μειώνονται από 1 σε 0, όπως προκύπτει από διάφορες ιστοσελίδες που παρέχουν προγράμματα προβολών. Με τη δημοσίευση του άρθρου η εταιρεία διανομής μάς ενημέρωσε ότι η ταινία συνεχίζει να προβάλεται στη μία και μόνη αίθουσα που την προέβαλε στη Θεσσαλονίκη. Επιπλέον, εξακολουθεί να μην προβάλεται σε άλλη πόλη της επαρχίας, κάτι που πρόκειται να αλλάξει την τρίτη εβδομάδα, αν και ειναι ακόμη ασαφές το πώς.
Ιωσήφ Πρωϊμάκης