«Είμαι 56 χρονών και θα έπρεπε να ξέρω καλύτερα,» έλεγε χθες βράδυ στον Jimmy Kimmel ο Gary Oldman, στο μέσο της τρίλεπτης απολογίας του για τα σχόλια κατά της πολιτικής ορθότητας και της ιεράς αγελάδας του σημιτισμού, σε πρόσφατη (εξαιρετική) συνέντευξή του στο Playboy. Και η τρεμάμενη φωνή, το περιφερόμενο βλέμμα του κι αυτή η χειρονομία του στη λάθος πλευρά του στήθους, όταν ψάχνει την καρδιά του για να προσφέρει απ’ τα βάθη της την ειλικρινή του συγγνώμη, σε κάνουν να διπλοσκέφτεσαι τι είναι ακριβώς αυτό που θα έπρεπε να ξέρει καλύτερα, πριν φτάσει να αποκαλεί τον εαυτό του an a-hole. Να μετρήσει τα λόγια του ή να προσέξει ενάντια σε ποια κοινωνική ομάδα τα στρέφει; Γιατί αν διαβάσει κανείς όλες τις επτά χιλιάδες περίπου λέξεις που έχει ξεδιαλέξει απ’ τη συνομιλία τους ο David Hochman, η Anti-Defamation League που κάθεται και κοιτάει ποιος θα τσαλακώσει την εικόνα της εβραϊκής κοινότητας να τον καλέσει να απολογηθεί, θα έπρεπε να είναι η τελευταία που προσβαλλόταν απ’ τα λόγια του Oldman.
«Η κοινή λογική δεν είναι και τόσο κοινή» είχε πει πριν μερικούς αιώνες ο Βολταίρος, και το γεγονός ότι η φράση του παραμένει απελπιστικά επίκαιρη όσο κι αν τα χρόνια περνούν μαμά, δείχνει πως κάποια πράγματα στην ανθρώπινη κατάσταση δεν πρόκειται ν’ αλλάξουν ποτέ. Το μόνο που αλλάζει ίσως, είναι ο βαθμός στον οποίο κοινωνικές ομάδες θέτουν και μανιπουλάρουν κοινωνικές συνθήκες και (μέσω αυτών) κοινωνικά σύνολα, σε σημείο τέτοιο που η γλώσσα χάνει την αξία της, οι φράσεις χάνουν το νόημά τους και οι λέξεις ποινικοποιούνται ως ιδιώνυμα αδικήματα, περίπου όπως οι κουκούλες στις διαδηλώσεις. «Στα περασμένα Όσκαρ, αν δεν ψήφιζες το 12 Χρόνια Σκλάβος θεωρούσουν ρατσιστής» λέει ο Oldman στη συνέντευξη (κάτι που λέγαμε και εμείς πριν μερικούς μήνες εδώ στην Popaganda) και συνεχίζει να καταδεικνύει το περίσσευμα υποκρισίας στην χολιγουντιανή κοινωνία, αναφέροντας ότι αν είσαι κωμικός παρουσιαστής στη νυχτερινή αμερικανική τηλεόραση και κάνεις χαβαλέ με τη σεξουαλική ταυτότητα του Seth MacFarlane, αυτό είναι λιγότερο κατακριτέο απ’ το να αποκαλέσει ο Alec Baldwin έναν παπαράτσι «αδερφή» επειδή του έχει σπάσει τα ούμπαλα με το stalkάρισμά του.
«Take a fucking joke» λέει ο Oldman στη συνέντευξή του και ακούγεται σαν κάτι που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει και ο Σταύρος Διοσκουρίδης στο χθεσινό του κείμενο για τον αντανακλαστικό χλευασμό των «νηφάλιων» των social media απέναντι στους «κρετίνους» που τόλμησαν να θεωρήσουν την πρόκριση της Εθνικής σαν μια χαρμόσυνη αφορμή εκτόνωσης, αντί για στάχτη στα μάτια των λαών από τα πούρα του καπιταλισμού. Take a fucking punch θα μπορούσε να συμπληρώσει, όταν αργότερα αναφέρεται στο αστείο πανηγύρι που αποκαλείται Χρυσές Σφαίρες, «ένα ασήμαντο event με 90 ανύπαρκτους που την παίζουν, όπου όλοι μεθοκοπάνε κι αλληλογλύφονται» και αντί να το μποϋκοτάρουν, mediaδες και celebritάδες σύσσωμοι το αγκαλιάζουν και το παρουσιάζουν για σοβαρό, αληθινό και αυθύπαρκτο κινηματογραφικό γεγονός. Φάση εξίσου απογοητευτική για τον Oldman με αυτή που επικρατεί στο διεθνές star system, όπου «ήρωας για τους νέους σήμερα είναι ένα βλαμμένο που δεν μπορεί ούτε να τραγουδήσει, ούτε να γράψει, παρά πάει και κουνάει τον κώλο της και κάνει twerking μπροστά σε 11χρονα». Λίγο αργότερα, πετάει κι ένα «fuck the Pope» για όποιον είχε μείνει ανερυθρίαστος.
Το να ασχοληθεί η Ένωση Ανταποκριτών Ξένου Τύπου που διοργανώνει τις Χρυσές Σφαίρες ή να αρχίσουν οι σταρλετίτσες του US Billboard να ψάχνονται να εγκαλέσουν τον Oldman να ανακαλέσει ή να τον αφορίσει η Καθολική Εκκλησία, είναι το ίδιο με το να πάρει μια PRιτζού έναν αρχισυντάκτη να του τα ψάλλει επειδή ένας Πρωϊμάκης έγραψε μια κακή κριτική για την παράστασή της: μόνο αφορμή για ανέκδοτα μπορεί να γίνει. Όταν όμως ο Oldman πιάνει στο στόμα του τον σημιτισμό και ακόμη χειρότερα υπερασπίζεται τον πιο πρόσφατο απ’ τους μαυρολισταρισμένους του στόχους, το πράγμα κάνει τζιζ. Άλλωστε, το όνομα του Mel Gibson είναι για το χολιγουντιανό σύστημα πιο καταραμένο και απ’ όσο ήταν εκείνο του λόρδου Voldemort στο σύμπαν του Harry Potter, ως γνωστόν. Ακόμη και αν το θέμα του Oldman δεν ήταν οι απόψεις του Gibson ή το δικαίωμά του να τις έχει καν, αλλά η βιαιότητα με την οποία λιθοβολίστηκε και εξοστρακίστηκε απ’ το σύστημα εξαιτίας τους, ήταν αρκετό να προκαλέσει τη μήνη της ADL για το ότι τόλμησε να αγγίξει το ιστορικό και να αναφερθεί στη βαθιά επιρροή που έχει η εβραϊκή κοινότητα στα υψηλά κλιμάκια της αμερικανικής βιομηχανίας του θεάματος.
Επιρροή που ο Oldman δεν την νιώθει βέβαια για πρώτη φορά. Στα τέλη του 2000, με σερί ταινιών πίσω όπως το JFK του Oliver Stone, το Dracula / Δράκουλας του Francis Ford Coppola, το True Romance / Ιλιγγιώδης Έρωτας του Tony Scott, τα Leon και The Fifth Element / Το Πέμπτο Στοιχείο του Luc Besson και το Air Force One του Wolfgang Petersen, ο Gary Oldman είχε μέσα σε μια δεκαετία χολιγουντιανής καριέρας τσιμεντώσει το όνομά του ως ένας απ’ τους πλέον χαμαιλεόντιους, αξιόπιστα αναπάντεχους δευτερορολίστες της τότε βιομηχανίας. Και με το ρόλο του ως βασικός αντίπαλος της φιλελεύθερης γυναίκας υποψηφίου για την προεδρεία των ΗΠΑ στο The Contender του Rod Lurie, το 2000 ο Oldman ήταν έτοιμος για μεγάλα πράγματα.
Στημένη υπό τη στουντιακή φροντίδα της DreamWorks, φρέσκια από τον βραβειακό θρίαμβο του American Beauty / Αμερικανική Ομορφιά την προηγούμενη χρονιά, η ταινία ήταν προορισμένη για οσκαρική πορεία, κι ο Oldman φαινόταν κομμένος και ραμμένος για την πρώτη του υποψηφιότητα. Η ταινία όμως ούτε κόπηκε ούτε ράφτηκε ακριβώς στα μέτρα του Oldman, που θεώρησε ότι ο ρόλος του υποβιβάστηκε απ’ το τελικό μοντάζ και σήκωσε τα όπλα με αρκετή μανία ώστε να τα στρέψει ενάντια στον επικεφαλής της DreamWorks, τον Steven Spielberg. Πιθανότατα τον ισχυρότερο Εβραίο του χολυγουντιανού κυκλώματος από καταβολής του Hollywood, την εβραϊκή καταγωγή του οποίου δεν παρέλειψε να προσθέσει στη λεκτική δαντέλα προσβολών με την οποία τον στόλισε.
Η οσκαρική του καμπάνια φυσικά πετάχτηκε απ’ το παράθυρο, την υποψηφιότητά του πήρε αντί γι’ αυτόν ο ευρέως συμπαθής (συμπρωταγωνιστής του) Jeff Bridges και ο Oldman έμεινε εκτός χολιγουντιανού συστήματος σχεδόν για μια πενταετία, μέχρι να τον πάρουν υπό τις φτερούγες τους δυο απ’ τους πιο φωτισμένους σκηνοθέτες του σύγχρονου στουντιακού συστήματος: ο Alfonso Cuaron που τον έμπασε στον κόσμο του Harry Potter και ο Christopher Nolan που του έδωσε τον δεύτερο χαρακτηριστικότερο Β’ ρόλο του ανανεωμένου Batman του. Με καλή διαγωγή και εμβληματικές ερμηνείες, ο Oldman ξεκίνησε αργά και σταθερά την αναγέννησή του, εμπλουτίζοντας την πορεία του στα δυο mega-franchises με εμφανίσεις σε μερικές δευτερευούσης ερμηνευτικής σημασίας μπλοκμπαστεριές τύπου Kung Fu Panda 2 και Book of Eli / Ο Εκλεκτός, για να φτάσει στην αριστουργηματικής ακρίβειας και οικονομίας ερμηνεία του στο Tinker Tailor Soldier Spy, που του χάρισε την όψιμη πρώτη του οσκαρική υποψηφιότητα.
Φέτος, που κλήθηκε να ηγηθεί της ανθρώπινης αντίστασης στην εισβολή του Dawn of the Planet of the Apes, στη μεγαλύτερη εμπορική στιγμή της καριέρας του, ο Oldman πήγε και στραβοπάτησε μόνος του. Η ADL τον εγκάλεσε για διαιώνιση του στερεοτύπου που θέλει τους Εβραίους να καταστρώνουν σχέδια κατάληψης των ισχυρών αμερικανικών βιομηχανιών, ο Oldman δημοσίευσε απολογία στην οποία απορρίπτει όλα όσα είπε ως προσβλητικά, αναίσθητα κι απαράδεκτα, η ADL χαρακτήρισε την απολογία του ανεπαρκή και ο ηθοποιός κατέληξε σε μια θλιβερή τρίλεπτη ερμηνεία σε εθνικής εμβέλειας δίκτυο, να προσπαθεί να μαζέψει ακόμη και το πρώτο του κλάμα όταν γεννήθηκε. Γιατί, έλα, ολόκληρο blockbuster είναι στημένο αποκλειστικά πάνω του και είναι και 56 χρονών. Θα ‘πρεπε να ξέρει καλύτερα.