Ο Socos ξεκαθαρίζει: Η μουσική είναι μία

Με έναν τόσο δραστήριο μουσικό είναι δύσκολο να μην «συναντηθείς» κάποια στιγμή, είτε μέσω της προσωπικής του πορείας, είτε μέσω των πολλών συγκροτημάτων που έχει φτιάξει ή συμμετάσχει στις περίπου δύο δεκαετίες που δισκογραφεί.  Οι Live Project Band, που δεν υπάρχουν πια, είναι μάλλον το σχήμα που μεγάλωσε το κοινό του, κυρίως χάρις στο Kafka, το δίσκο- prog ογκόλιθο που ακόμα κι αν δεν είναι κοντά μου ηχητικά, ήταν μια σπάνια φιλόδοξη κατάθεση που απλωνόταν σε τρία cd και είχε κυκλοφορήσει σε μια απ’ τις πιο ωραίες συσκευασίες που έχω συναντήσει ποτέ μου.

Στην πορεία, επιδεικνύοντας μια απίστευτη ικανότητα μουσικής μεταμόρφωσης, κυκλοφόρησε αρκετούς δίσκους (σόλο ή με τους Live Project Band) με το εύστοχο Αντάρτικο Πόλεων να είναι αυτό που ξεχωρίζει. Όμως τέσσερα χρόνια πριν, άνοιξε ένας νέος κύκλος που, όπως θα διαβάσετε παρακάτω, σήμανε την έναρξη μιας τριλογίας που βασίζεται στο δύσκολο «σπορ» της μελοποίησης. Με τον Πουλικάκο να αναλαμβάνει τα φωνητικά, ο Socos απέδειξε πως κατέχει την απαραίτητη ευαισθησία που χρειάζεται για να τα «βάλεις» με τα λόγια του Εγγονόπουλου και το Η Ύδρα των Πουλιών ήταν μια απόλυτα επιτυχημένη προσπάθεια. Και φτάνουμε στο σήμερα, με την κυκλοφορία του δεύτερου μέρους της τριλογίας, με τίτλο Το πρώτο απ’το δεύτερο και το δεύτερο απ’το τρίτο (Puzzlemusik). Εδώ ο Socos βάζει δύσκολα στον εαυτό του, «ακουμπώντας» έναν απ’τους πιο εμβληματικούς ποιητές της χώρας, τον Ντίνο Χριστιανόπουλο, ο οποίος έχει αποτελέσει έμπνευση πολλών μουσικών στο παρελθόν όπως ο Σαββόπουλος και ο Κουγιουμτζής. Κι αν δεν έφτανε μόνο αυτό, επιλέγει να το κάνει με τον ακριβώς αντίθετο τρόπο που χαρακτήριζε το Kafka. Βασισμένος μόνο στην κιθάρα του, καλεί τον Μαρίνο Τζιάρο (παιδικός του φίλος και μέλος των Live Project)και καταφέρνει να γράψει έναν άκρως εθιστικό δίσκο που είναι με ευκολία ένας απ’τους καλύτερους δίσκους της φετινής, εγχώριας σοδειάς και ένας απ’τους καλύτερους δίσκους «μελοποίησης» που έχουμε ακούσει τα τελευταία –πολλά- χρόνια. Ο Τζιάρος είναι βέβαια η μεγάλη έκπληξη, αφού αποδεικνύεται ικανότατος ερμηνευτής καταφέρνοντας να δώσει ζωή στις λέξεις του Χριστιανόπουλου. Για την επίδοση του στο Ρήμαγμα και μόνο, του αξίζουν θερμά συγχαρητήρια.

Με τα παραπάνω ως αφορμή, στείλαμε μερικές ερωτήσεις στον Socos που αφορούσαν αποκλειστικά τη συγκεκριμένη δουλειά, αν και είναι προφανές πως έχει πράγματα να πει. Κλείνοντας, οφείλω να ομολογήσω πως δεν ήξερα ότι συμμετείχε στους Νεκρούς Μπακογιάννηδες, τους πιστούς του Dead Kennedys ευαγγελίου.

Μια (προφανής) ερώτηση που δεν μπορώ να αποφύγω, αφορά το αδιαμφισβήτητο γεγονός πως επιθυμείς να αλλάζεις συνέχεια το μουσικό σου ύφος. Από τους hardcore Requiem μέχρι σήμερα, στην ακουστική μελοποίηση του Χριστιανόπουλου. Είναι μια ανάγκη, απλά μια ανησυχία, αποφυγή επανάληψης, κάτι άλλο; Μάλλον τίποτα από όλα αυτά! Η μουσική είναι μια. Αν σε γοητεύει, σε γοητεύει σε όλες της τις μορφές. Μόνο τα ηχοχρώματα αλλάζουν. Ίσως αυτό να με έλκει. Το να θέλω να εκφραστώ κάθε φορά με ένα διαφορετικό ηχόχρωμα. Από την άλλη, σίγουρα το πώς εκφράζεσαι έχει να κάνει με μια πληθώρα παραμέτρων και συνθηκών της δεδομένης στιγμής. Στους requiem ήμουν 16 – 20 χρονών. Στους νεκρούς μπακογιάννηδες 25, στους live project 35, και πάει λέγοντας. Σε κάθε ηλικία έχεις άλλες ανάγκες, άλλα εξωτερικά ερεθίσματα, άλλα επίπεδα θυμού και διαφορετική ποιότητα εστίασης αυτών. Συνεχίζει πάντως να με συγκινεί ο σκληρός ήχος κι αυτό, αν κάποιος έχει ανοιχτό μυαλό και αυτί, μπορεί να το διακρίνει στο άλμπουμ με τα ποιήματα του Χριστιανόπουλου. Το “Όσο με πληγώνεις” για παράδειγμα, είναι χαρακτηριστικό δείγμα stoner. Αρκεί να το παίξεις με μια ηλεκτρική κιθάρα και λίγο fuzz!

Είναι η δεύτερη φορά (αν δεν έχω χάσει κάτι) που επιχειρείς να μελοποιήσεις Έλληνες ποιητές. Πόσο στενή είναι η σχέση σου με την ποίηση; Όχι δεν έχεις χάσει κάτι. Είναι η δεύτερη στάση μιας τριλογίας. Δεν νομίζω ότι μπορώ πλέον να ορίσω τη σχέση μου με οτιδήποτε. Σε προλαβαίνω και σου λέω να μην με ρωτήσεις τίποτα για το τρίτο μέρος της τριλογίας, δεν θα σου αποκαλύψω τίποτα.

Γιατί επέλεξες αυτή τη φορά το Ντίνο Χριστιανόπουλο; Ποιες αρετές σε γοητεύουν στο έργο του; Δεν μπορώ να σου απαντήσω σε αυτό. Μάλλον αν με ρωτήσεις γιατί μου αρέσει η θάλασσα το ίδιο θα σου πω. Η γοητεία ασκείται απόλυτα εσωτερικά και δεν έχει λέξεις. Ή τουλάχιστον δεν θέλει να μπει σε στενά νοήματα λέξεων. Έχεις κουμπώσει ποτέ τρυπάκι; Άντε να το περιγράψεις με λέξεις…

 

Επικοινώνησες μαζί του πριν ξεκινήσεις την απόπειρα; Έχω την εντύπωση ότι δεν εκτιμάει και πάρα πολύ τις μελοποιήσεις. Αν ναι, πως θα περιέγραφες τη συνομιλία σας; Επικοινώνησα όταν είχαμε τελειώσει τις ηχογραφήσεις, κάπου μέσα στο 2012, του εξέφρασα την επιθυμία να κάνω αυτή τη δουλειά και του έστειλα μια κόπια με το υλικό αμιξαριστο. Όταν τον Απρίλιο, πήραμε την απόφαση να κυκλοφορήσουμε το άλμπουμ, τον επισκεφτήκαμε μαζί με τον Μαρίνο στη Θεσσαλονίκη. Είχαμε μια πολύ ενδιαφέρουσα κουβέντα, με τις όποιες ενστάσεις είχε για τη μουσική μου γλώσσα. Το ευτυχές είναι ότι δεν ένιωσε πουθενά ότι το έργο μας προσβάλει το δικό του, και έτσι μας έδωσε την ευχή του που ήταν το ηθικώς ζητούμενο και την ενυπόγραφη άδεια που ήταν το τυπικό. Είχαμε συμφωνήσει με τον Μαρίνο ότι αν μας έδινε άδεια άλλα δεν συμφωνούσε, κάτι το οποίο έχει κάνει στο παρελθόν, δεν θα κυκλοφορούσε η δουλειά.

Αν στις μελοποιήσεις του Εγγονόπουλου επέλεξες ως βασικό μέσο έκφρασης την απαγγελία (μέσω του Δημήτρη Πουλικάκου), τώρα κάνεις κάτι που φαντάζει πιο δύσκολο: προσπαθείς να «ντύσεις» τις λέξεις του ποιητή. Ήταν πράγματι δύσκολο να κάνεις πιο «τραγούδια» αυτή τη φορά; Τι σε οδήγησε αυτή την επιλογή; Δεν καταλαβαίνω γιατί η Ύδρα των Πουλιών συνοδεύεται από τον χαρακτηρισμό της απαγγελίας. Το μεγαλύτερο μέρος του έργου στηρίζεται σε μελωδικές γραμμές, οι όποιες μάλιστα σε πολλά σημεία είναι ιδιαίτερα απαιτητικές. Στις μελοποιήσεις του Χριστιανόπουλου, το δύσκολο αν θέλεις ήταν το γυμνό του πράγματος. Μια κιθάρα και δυο φωνές. Η μια μάλιστα σε περίεργο έως και άχαρο, σε εισαγωγικά,  ρόλο. Το δύσκολο ήταν να στηθεί η κιθάρα με έναν τρόπο που να ακούγονται όλες οι φωνές και η ρυθμικότητα μιας φουλ μπάντας. Προσωπικά έχω την αίσθηση ότι το πετύχαμε. Οι λέξεις του ποιητή δεν χρειάζονται το δικό μου ντύσιμο. Η ποίηση όταν είναι ποίηση είναι άρτια και πλήρης από μόνη της. Αυτό που κάνει κάποιος που βάζει τις λέξεις δίπλα από τους ήχους του, είναι μάλλον μια έκφραση θαυμασμού προς το ίδιο το ποίημα και μια αποτύπωση του τι εικόνα προκαλεί αυτό. Αν ήμουν ζωγράφος μάλλον θα ζωγράφιζα κάτι, έχοντας στο νου μου τις εικόνες ενός ποιήματος.

Είχες εξαρχής τη φωνή του Μαρίνου Τζιάρου στο μυαλό σου; Με τον Μαρίνο μοιραζόμαστε μουσική, με ότι αυτό συνεπάγεται, από το 1993. Ο πρώτος λόγος που ήθελα να κάνω αυτό το έργο με τον Μαρίνο, ήταν η ανάγκη μου να τον ευχαριστήσω, κάτι σαν ένα δώρο που ο χρόνος ποτέ δεν θα αλλοιώσει. Ο δεύτερος λόγος είχε να κάνει με τους live project. Κάποια στιγμή με κούρασε το γεγονός ότι κανείς δεν ήξερε για παράδειγμα, ποιος έπαιζε τύμπανα σε αυτή την μπάντα. Ο Αντωνιάδης είναι ένας από τους καλύτερους ντράμερ που έχω γνωρίσει, ποτέ όμως δεν υπήρξε μια αναφορά στο παίξιμο του. Ο κόσμος ασχολούταν μόνο με την Μαρία και εμένα. Αυτό με κούρασε απίστευτα, χωρίς να είναι βέβαια ο λόγος που η μπάντα σπλίταρε. Πιστεύω πολύ στη φωνή του Μαρίνου και στον ίδιο τον Μαρίνο ως άνθρωπο. Ήθελα να του δώσω την ευκαιρία να εκτεθεί σε κάτι πολύ απαιτητικό. Χωρίς φωνητικές ακροβασίες και στουντιακή επεξεργασία. Ήθελα να τον φέρω αντιμέτωπο με τις πολύ ισχυρές εικόνες που εκφράζει η ποίηση του Χριστιανόπουλου, και με έναν τρόπο που τελικά δεν μπορούμε εμείς να κρίνουμε την όποια επιτυχία του.

Έλαβες υπόψη σου τις αντίστοιχες απόπειρες που είχαν προηγηθεί απ’το Χατζιδάκι, τον Κουγιουμτζή ή το Σαββόπουλο; Όχι, όπως δεν το έκανα και με τις μελοποιήσεις πάνω στον Εγγονόπουλο.

Τι σχεδιάζεις για το άμεσο μέλλον; Βιώνω αυτή τη περίοδο, αυτό που κάθε μουσικός θα ήθελε. Ένα σχήμα μέσα στο οποίο πέντε άνθρωποι, συμφωνούν και αναζητούν μαζί μια μουσική ταυτότητα πάνω σε κοινή ιδεολογική βάση. Έχουμε ηχογραφήσει το πρώτο μας άλμπουμ και προσπαθούμε με τα όποια μέσα διαθέτουμε να δρομολογήσουμε την εξέλιξη αυτού του εγχειρήματος. Από φθινόπωρο μάλλον θα έχουμε κυκλοφορία και συναυλίες.

 

Γιώργος Μιχαλόπουλος

Share
Published by
Γιώργος Μιχαλόπουλος