Don’t Panikoval: 4.600 λέξεις με τον Γιάννη Νένε

Πως αισθάνεσαι τώρα που τα περισσότερα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης περνάνε από το χαρτί στην οθόνη;  Κοίτα, το χαρτί θα παραμείνει φετίχ. Εγώ όταν το ανακάλυψα το χαρτί σαν φετίχ το ανακάλυψα, δηλαδή τα Μίκι Μάους και οι Βαβέλ και όλα αυτά, φετίχ ήταν. Θυμάμαι έτρεχα στο σύνταγμα να αγοράσω Melody Maker και NME, μετά είχα γραφτεί συνδρομητής και όταν ερχόταν με το ταχυδρομείο πάθαινα υστερία. Στάθηκα τυχερός σε όλη την ιστορία μου μέχρι τώρα γιατί τα περιοδικά  στα οποία δούλεψα, είχαν αυτή την αίσθηση, άλλα πολύ, άλλα λιγότερο. Το Κλικ στην αρχή, ήταν ένα τέτοιο περιοδικό, δηλαδή ήθελες να το φυλάξεις. Σαν επαγγελματίας, πώς το νιώθεις. Εννοώ γράφεις κάτι, το οποίο δεν έχει θέση πουθενά πια. Δεν έχει τη θέση στην τουαλέτα του αλλουνού. Κοίτα, άρχισα έτσι για να καταλήξω ότι τώρα πάλι, το χαρτί θα παραμείνει ως είναι, φετίχ. Έτσι δηλαδή θα ξαναβρούν το χώρο τους οι επιμελημένες εκδόσεις, αυτές που θέλεις να κρατάς ή λες θα το διαβάσω αργότερα. Ούτως ή άλλως το ψηφιακό, εμπεριέχει την ταχύτητα με την οποία καταναλώνει και τις ειδήσεις του. Άρα, έτσι το αντιμετωπίζω, το ψηφιακό και έτσι το χαρτί. Η διαφορά είναι ότι όταν γράφω ένα ψηφιακό κείμενο που θ’ ανέβει κάπου χρησιμοποιώ άλλη γλώσσα και φοβάμαι ότι δεν είμαι ο εαυτός μου. Δηλαδή τι αλλάζεις; Όταν γράφω τη στήλη μου  χρησιμοποιώ το πρώτο πρόσωπο να στο πω σχηματικά και αυτή είναι η έννοια των στηλών, δηλαδή διαβάζεις την υπογραφή κάποιου και τι έχει γράψει. Αντίθετα ένα θέμα μπορεί και να μη σε νοιάξει ποιός το έχει γράψει, μπορεί να το δεις στο τέλος θέλω να πω. Οι ρυθμοί και η γλώσσα του ψηφιακού, ακόμα δεν είναι δικοί μου, δεν τους έχω εμπεδώσει καλά. Ξέρεις ότι υπάρχει ένας  γενικότερος κανόνας. Υπάρχει μία ισοπεδωτική αίσθηση της ταχύτητας και του όγκου. Τα like δεν σ’ ενδιαφέρουν; Μ’ ενδιαφέρουν στο βαθμό που θα βρεθεί κάποιος να μου το πει. Το να πάρει π.χ. τόσα hits και τόσα like δεν με πολυνοιάζει ίσως γιατί δεν έχω και πολλά like ή hits, παίζω στα πολύ ρηχά. Και ζούμε και στη δικτατορία των like. Ναι, ναι πάρα πολύ. Με αγχώνει λίγο αυτό.  Αυτό μας κάνει καλύτερους ή χειρότερους επαγγελματίες στο δημοσιογραφικό κομμάτι; Ο σωστός επαγγελματίας πρέπει να ξέρει να διαβάζει τι σημαίνουν αυτά τα reads.  Δηλαδή μία πληθώρα hits σε ένα θέμα που από τη φύση του έχει ξεκινήσει να εκμαιεύσει τέτοια κινητικότητα, πρέπει να ξέρεις να το αναγνωρίζεις, δηλαδή ότι έχει τη λέξη γυμνή στον τίτλο, ξέρεις ότι θα πας να διαβάσεις τα reads. Νομίζω ότι μας κάνει πιο σκληρούς, πιο γρήγορους. Και κυνικούς. Ναι πρέπει να δοθεί το επόμενο παρόμοιο θέμα γρήγορα. Εσύ τι ξεκίνησες να διαβάζεις μικρός;  Κλασσικά τα εικονογραφημένα, κόμικς, Μίκυ Μάους, όλα αυτά. Διάβαζα και τα λεγόμενα εξωσχολικά, δηλαδή όταν είχα ανακαλύψει τον Καζαντζάκη, στα δώδεκα, νόμιζα ότι έκανα κάτι απαγορευμένο που το διάβαζα. Στο σχολείο τι τύπος ήσουνα; Το καλό παιδί που έγινε ροκάς, δηλαδή έπαιζα σε πολλά ταμπλό. Περνούσα και για βολικός, λίγο φλώρος, αλλά ήμουν βαριά στο ροκ. Και τα στέκια και οι παρέες μου. Οπότε αυτό ήταν ένας ελιγμός νομίζω. Σε ποιo σχολείο πήγες; Στου Ζωγράφου, Δεύτερο Αρρένων. Και που έβγαινες; Κοίτα, το σπίτι μου ήταν στους Αμπελόκηπους οπότε πλατεία Μαβίλη και Μιχαλακοπούλου.  Υπήρχε ένα ροκ κλαμπ που λεγόταν Bedlam, γενικά άλλαζε όνομα. Λεγόταν για δυο τρεις μήνες  Bedlam ή Piper. Αυτό ήταν προς το Γουδί ψηλά στη Μιχαλακοπούλου, ήταν το μόνο κοντινό μαγαζί που έπαιζε ροκ, γιατί τότε ήμασταν στη λαίλαπα της ντίσκο, όπου πηγαίναμε έπαιζε. Δεκαετία του ’80 μιλάμε τώρα; Τέλη ’70 και αρχές ’80 όπου έπαιζαν όλοι αυτά… Bee Gees και Diana Ross και δεν ξέρω γω τι… Είχε και η ροκ μια κατιούσα τότε. Όχι δεν είχε κατιούσα, είχε σκάσει το New Wave. Ήταν η εποχή που άρχισαν να ανακαλύπτουν το video clip, οπότε αμέσως όλοι άρχισαν να ωραιοποιούνται γενικώς. Δηλαδή,οι Police ήταν ένα ναρκισσιστικό γκρουπ, όταν είχαν έρθει στο Σπόρτινγκ. Ήταν μάλιστα και η πρώτη συναυλία μετά από πόσα χρόνια,  που γινόταν, με την έννοια ενός ονόματος  που είναι επίκαιρο να παίξει στην πόλη. Μεσημέρι κιόλας. Ήταν το γεγονός της ζωής μου τότε αυτό. Οπότε rock and roll στο Piper. Rock and roll στο Piper. Υπήρχε η Jackie O, η Κουίντα στη Φωκίωνος Νέγρη, το Bears club στην πλατεία Αμερικής. Υπήρχαν τότε οι σταρ djs. Όχι όχι… Ήξερες ότι το μαγαζί παίζει τη μουσική που σου αρέσει. Rock μη νομίζεις. Ήταν εκείνο το μείγμα New Wave και Roxy music. Τα μπαρ ήταν τόσο εξειδικευμένα και τότε;  Είχαν το κοινό τους. Εγώ μεγάλωσα στο Decadance, το περιβόητο στο λόφο του Στρέφη . Το κοινό ήτανε mix θα το έλεγες και gay friendly. Μεγαλώνοντας οι μουσικές μου επιλογές άρχισαν να γίνονται πιο περιθωριακές και μαζί και τα μαγαζιά που ήθελα να δοκιμάζω, δηλαδή στα 17 περίπου μπήκα στα ρεμπέτικα και στα blues, οπότε άρχισα να πηγαίνω τότε σε ρεμπετάδικα σε blues συναυλίες και ενδυματολογικά νομίζω με είχε επηρεάσει αυτό, δηλαδή φόρεσα μαύρο γιλέκο με άσπρο πουκάμισο. Σε χαρακτήριζε η μουσική; Αν θα με ρωτούσες τι ήμουνα,  θα σου πω ροκ. Ακόμα και τώρα σαν εύκολη απάντηση αυτό δίνω. Μετά, αρχίζοντας να διευρύνω τους μουσικούς μου ορίζοντες μπήκανε και άλλα πράγματα μέσα, και μετά ήμουν αρκετά τυχερός ώστε αυτό να γίνει ένα μέρος της δουλειάς μου, οπότε και γι’ αυτό το λόγο, άρχισα πια να ρουφάω πληροφορίες.Τώρα που δεν υπάρχουν πια ξεκάθαροι αυτοί οι διαχωρισμοί, που όλα είναι σαλάτα. Παλιά έβλεπες κάποιον και από το ντύσιμό του καταλάβαινες τι μουσική ακούει. Αυτό πιστεύεις, όχι αν είναι καλύτερο, είναι όμως λίγο πιο εξισορροπητικό όσον αφορά τις κουλτούρες και τις τάσεις. Δηλαδή ότι περιμένεις από οτιδήποτε να ακούσεις κάτι καλό. Είναι λίγο πιο ελεύθερο και λίγο πιο παιχνιδιάρικο θα έλεγα, γιατί αρχίζεις και τον ανιχνεύεις τον άλλον, τον εξερευνείς… Δεν έχει ταμπέλα δηλαδή. Ναι. Από την άλλη είναι και λίγο στερητικό και σου στερεί τις καλές κόντρες. Πάντα όταν είσαι οπαδός ενός είδους, είναι καλύτερο, νιώθεις το σινάφι σου, κ.λπ. Προφανώς όμως υπάρχουν άλλοι κώδικες τώρα αναγνώριση και  η μουσική μάλλον έχει περάσει σε δεύτερη μοίρα. Και δεν μπορείς να πεις πια ότι θα κάνεις ένα θέμα που πριν από δέκα χρόνια θα έσκιζε. Π.χ. “οι φυλές της οποιαδήποτε πόλης”. Υπάρχουν ακόμη φυλές, αλλά αυτές ξεχωρίζουν από τις ιντερνετικές τους διαθέσεις και όχι ενδυματολογικά. Αυτό το κομμάτι με τις φυλές το έχεις κάνει πολλές φορές. Κοίτα, το κάναμε στο Κλικ τότε που άρχιζε πραγματικά να ισχύει αυτό, μάλλον ήταν στο αποκορύφωμά του, και είχε πλάκα. Το κακό είναι ότι πολλοί το πήραν πολύ σοβαρά. Όλο ήταν ένα παιχνίδι, δηλαδή όπως λέμε αυτό το μπαρ παίζει την τάδε μουσική, λέμε τι φάτσες κυκλοφορούν στην πόλη. Γενικά όλη αυτή την ιστορία του Κλικ κάποιοι την πήραν πολύ σοβαρά, μέχρι ένα όριο βέβαια χρονικό του Κλικ, γιατί μετά όντως έγινε σοβαρή υπόθεση. Τότε η κουλτούρα της πόλης την είχε ανάγκη μία τέτοια διάταξη – τοποθέτηση, γιατί τότε η Αθήνα άρχιζε να αποκτάει τις γειτονιές της με την πιο ευρεία έννοια και τα στέκια. Άρχισε να ξεφεύγει και να αναπτύσσεται, εννοώ σαν ποπ κουλτούρα και η περιφέρεια. Μέχρι τότε ήταν οι γειτονιές με τα γκρουπ που έπαιζαν στα γκαράζ και το κέντρο. Οπότε με την άνθιση των media και του MTV, ναι, δημιουργήθηκαν και οι φυλές. Τώρα που η Αθήνα έχει γίνει μόνο αυτό; Μόνο φυλές; Παράγει τίποτε άλλο; Ή έτσι το βλέπουμε όσοι έχουμε δουλέψει χρόνια στα free press, η κουλτούρα των μπαρ, η κουλτούρα των φυλών, αν πας σ’ αυτό είσαι hipster, αν πας σ’ αυτό είσαι τρέντουλο κ.λπ. Παλιά δεν έπαιρνες μια εφημερίδα για να δεις που θα βγεις. Αυτό ακριβώς κάνει, αυτή τη φιλολογία όπως λες, να μην είναι σημαντική, να το πω έτσι, γιατί υπάρχει ακριβώς έτοιμη, δηλαδή είναι προκάτ, ακόμα και τα στέκια ξεκινούν σχεδιάζοντας να γίνουν έτσι ή αλλιώς. Απ’ αυτή την άποψη δεν μ’ ενδιαφέρει όλη αυτή η θεματολογία. Πιστεύω ότι η Αθήνα γεννάει πια  διαφορετικές ευαισθησίες, που έχει να κάνει με τον τρόπο που πολλοί αγαπούν ή δεν αγαπούν αυτή την πόλη. Αυτό βέβαια δεν μπορείς να πεις ότι χωρίζει τους Αθηναίους, αλλά νομίζω ότι θα είναι αυτό που θα δημιουργήσει τις επόμενες φυλές, δηλαδή η ευαισθησία του καθενός πάνω στο τι δίνει αξία. Έχει να κάνει και λίγο με τα social media. Eίναι πολλοί που βγάζουν ψυχούλα και στα social media. Χολή βγάζουν στα social media. Ναι βέβαια έχει να κάνει. Τα social media είναι το καινούριο Κλικ. Δημιουργούν μόδες ανεβοκατεβάζουν, βγάζουν δημάρχους φοβάμαι… Συμβαίνει όντως αυτό; Αν δεν μπαίνεις στο Twitter καθόλου σε απασχολεί ότι είναι ένας τύπος που έχει 50.000 followers, δεν τον ξέρει η μάνα του αν δεν μπει στο Twitter και δεν ξέρεις αν κατευθύνει ή όχι κάτι; Κοίτα να δεις. Με απασχολεί το ότι οι πολιτικοί πια, κάνουν δηλώσεις μέσω του Twitter και ότι ο τρόπος που οι πολιτικοί και πολλοί από τους χρήστες, αντιμετωπίζουν τα social media σαν μια ιδιωτική συνομιλία με sms. Δεν αναγνωρίζουν το μέγεθος της απήχησης που μπορεί να έχει κάτι που γράφουν και με την καλή και με την κακή έννοια. Αυτό με απασχολεί. Τα social media γενικά στο αν παίζουν ρόλο ή όχι, εντάξει έτσι συμβαίνει, αυτή είναι η ποπ κουλτούρα σήμερα, είναι τα social media. Εσύ με το Twitter είχες φάει ένα κόλλημα μια περίοδο. Ναι. Τώρα όχι. Περνάω μια περίοδο που σκέφτομαι, νιώθω ότι είμαι και λίγο μεγαλύτερος πια για το Twitter  δεν έχω τα αντανακλαστικά που θα ήθελα για να είμαι στο Twitter, το κρατάω γιατί είναι διασκεδαστικό, δυστυχώς ή ευτυχώς με πολλούς φίλους μου μιλάμε από κει όπως και από το Facebook. Θέλει και λίγο τη συνεχή εξυπνάδα το Twitter. Το επιβάλει. Η ποσότητα των ψηφίων, των χαρακτήρων και ότι πρέπει να πεις τσιτάτο, δημιουργεί άλλου είδους κλίμα απ’ ότι είναι το Facebook όπου εκεί πια είναι σαν να πίνεις φραπέ με τις ώρες. Αλλά δεν νομίζω ότι η Αθήνα επηρεάζεται απ’ αυτά, δηλαδή οι συνιστώσες που υπάρχουν στην υπόλοιπη ζωή της πόλης, είναι με τόση βία εκφραζόμενες που δημιουργούν, δηλαδή έχουν τη δική τους δυναμική.

Στην επόμενη σελίδα:  Ποτέ δεν έβαλα τη δουλειά μου πάνω από την προσωπική μου ζωή, άσχετα αν μου στέρησε πάρα πολλά χρόνια και ώρες.

Page: 1 2 3

Σταύρος Διοσκουρίδης

Ο Σταύρος Διοσκουρίδης γεννήθηκε το Μάιο του 1983 στην Αθήνα. Παράλληλα με τις σπουδές του στις Πολιτικές Επιστήμες ξεκίνησε και την ενασχόληση του με τη δημοσιογραφία. Είναι από τα ιδρυτικά μέλη της Popaganda. Επίσης από το 2008 «διατηρεί» την εκπομπή Λατέρνατιβ μαζί με τον Παναγιώτη Μένεγο (08.00-10.00, Εν Λευκώ 87.7) .

Share
Published by
Σταύρος Διοσκουρίδης