Don’t Panikoval: 4.600 λέξεις με τον Γιάννη Νένε

Σπουδές τι έκανες; Γραφίστας και animation. Τότε δεν ήταν κάτι σημαντικό. Είχα γραφίστες στην οικογένεια και είχα πάρει και τα πρώτα βήματα. Είχα και μια κλίση στη ζωγραφική και στο σκίτσο, οπότε ήταν λίγο προβλεπόμενο. Απλώς όλοι νόμιζαν ότι θα ακολουθούσα καμιά φιλοσοφική ή κάτι τέτοιο, γιατί διάβαζα. Διάβαζα εξωσχολικά όμως δεν διάβαζα πολύ στο σχολείο… Ήμουνα μέσα σε διάφορα φάνζιν και μαθητικά έντυπα. Τι θέμα είχανε; Τα μαθητικά έντυπα ήταν η κοινωνία του σχολείου, της τάξης. Ποια συναυλία διοργανώνει το πιο τμήμα, μερικές μουσικές ειδήσεις. Οδηγός τάξης, οδηγός γειτονιάς. Μουσικές συναυλίες, κάτι ψιλά για δίσκους. Περισσότερο μας ένοιαζε να βγει και να μοιραστεί, έβγαιναν σε πολύγραφο. Τα φανζίν τα άλλα ήταν πιο σκληρά, πιο γαμηστερά. Μετά στα 17, 18 περίπου μπήκα στη συντακτική επιτροπή του περιοδικού Αμφί και κει πια άρχισα να ασχολούμαι, να παρακολουθώ και από κοντά και τη διαδικασία έκδοσης ενός περιοδικού, πρακτικά δηλαδή, και ήταν επίσης συναρπαστικό και καθοριστικό γι’ αυτό που θα έκανα αργότερα. Τότε βέβαια ήταν οι εποχές με το rapidograph και με τις φωτεινές τράπεζες που γινόταν το μοντάζ με κόλα, Έριξα πολλά ξενύχτια για το Αμφί και με γαλούχησε και με πολλούς τρόπους. Η εργατικότητα σε έχει φάει; Όχι. Ποτέ δεν έβαλα τη δουλειά μου πάνω από την προσωπική μου ζωή, άσχετα αν μου στέρησε πάρα πολλά χρόνια και ώρες. Δεν μπερδεύεις τη δουλειά σου με την προσωπική σου ζωή; Ναι αυτά τα δύο μπερδευόντουσαν πολύ, αλλά όσο δούλευα, όσο ήταν ευχάριστο γιατί ήμουνα με φίλους ή γιατί πίναμε την ώρα που δουλεύαμε, λέω παραδείγματα τυχαία, αυτό ήταν οκ. Ποτέ όμως δεν έβαλα τη δουλειά μου πάνω από τη ζωή μου, γι’ αυτό και τώρα είμαι ένας απλός εργαζόμενος, δεν έχω ούτε περιουσιακά στοιχεία, ούτε τίποτα τέτοιο, και θα έλεγα ότι δεν κυνήγησα και καριέρα, ούτε έχω. Δε μπορείς να πεις ότι δεν έχεις καριέρα. Έχω φίλους που δημιουργήθηκαν από τη δουλειά, δεν λες ότι έχω καριέρα, τουλάχιστον εγώ έτσι θέλω να το βλέπω και γι’ αυτό είχα και τις απορίες μου γι’ αυτή τη συνέντευξη. Με το ραδιόφωνο ήσουνα από αυτούς τους κλασσικούς που ακούγανε Πετρίδη κ.λπ. Πετρίδη άκουγα από την πρώτη μέρα που ξεκίνησε η εκπομπή. Σημείωνα πια τραγούδια παίζει, γιατί πίστευα ότι υπάρχει μία μυστική σειρά που ενώνει τα τραγούδια, ότι υπήρχε κάποιος λόγος που τα παίζει με αυτή τη σειρά, το ανέλυα πάρα πολύ, αλλά ούτε φανταζόμουνα ποτέ ότι θα κάνω ραδιόφωνο, τότε ήταν ανήκουστο αυτό. Είχα πάει στο στούντιο, τον έβλεπα, με ήξερε, έστελνα γράμματα στο Ποπ και Ροκ. Μετά με το ραδιόφωνο ασχολήθηκα ξαφνικά το ’86, όταν άνοιξε ο Τοp Fm. Με βάλανε υπεύθυνο ξένου ρεπερτορίου και μου δώσανε μία απογευματινή καθημερινή εκπομπή. Απέναντι στον Πετρίδη σχεδόν. Ήταν αμέσως μετά τον Πετρίδη, άρχιζα στις 5 εγώ. Μετά άρχισε λίγο λίγο το νυχτερινό ραδιόφωνο, πέρασα από το Κανάλι 15, μετά άνοιξε ο Κλικ και έμεινα στον Κλικ μέχρι το 2000 που έφυγα. Σου λείπει τώρα το ραδιόφωνο; Μου λείπει. Για αυτό χάρηκα που ξεκινάω τώρα τα Σαββατοκύριακα στον Kosmos. Ας ξαναπάμε στην εποχή του Κλικ. Ήταν μια κοσμογονία τότε. Ένιωθες ότι πήγαιναν καλά όλα τότε στον κόσμο, ή υπήρχαν πράγματα που ήθελες να αλλάξεις με τη δημοσιογραφία; Αυτό που θέλαμε να αλλάξουμε τότε ήταν να μπει η φαντασία, η ποικιλία και η πληροφορία στη ζωή μας. Αυτό μας έλειπε. Δηλαδή όταν ήμουνα 20 και 23 έβλεπα τα ξένα περιοδικά και έλιωνα.Το πιο έξυπνο πράγμα που υπήρχε από έντυπο στην Ελλάδα ήταν ο Ταχυδρόμος και όλοι διάβαζαν τα in  και  out  του Άρη Δαβαράκη. Με το Κλικ γράφαμε πιο προσωπικά, γράφαμε αστεία, δεν φοβόμασταν τη γλώσσα, θέλαμε διαφορετικές φωτογραφίες, και ναι πιστεύαμε ότι αλλάζουμε κάτι. Δεν λέω τον κόσμο, αλλά πιστεύαμε ότι αλλάζουμε κάτι κάνοντας αυτό το πράγμα. Τότε ήταν πιο εύκολο να προκαλέσεις; Ναι, η έκφραση έχει αλλάξει τώρα, έχει γίνει πιο επιθετική και προκλητική. Τότε είχαμε ακόμα το γνώθι σ’ αυτόν, δηλαδή ξέραμε ότι έπρεπε να λογοδοτήσουμε σ’ ένα κοινό, σε κάποια αρχή που θα το διάβαζε, αυτό που θα γράφαμε ή θα λέγαμε. Υπήρχαν standards που λέγαμε δεν μπορούμε να τα ξεπεράσουμε. Η γλώσσα μας είχε αποδεσμευτεί από την προηγούμενη γλώσσα των εντύπων. Οι άλλοι πως σας αντιμετώπιζαν; Τα στελέχη του Ταχυδρόμου για παράδειγμα. Δεν πρόλαβαν πολλά. Εγώ όταν πήγα στο Κλικ μου ζήτησαν να πάψω να είμαι στον Ταχυδρόμο, γιατί ήταν μία ενέργεια που συνέβαινε σε ένα αντίπαλο συγκρότημα. Δεν θεωρούσαν όμως τότε τον Τερζόπουλο επί της ουσίας αντίπαλο, γιατί είχε καταφέρει εκείνο το καταπληκτικό κατά τη γνώμη μου στάτους, του να είναι ένα αξιοπρεπές εκδοτικό συγκρότημα με περιοδικά τη Γυναίκα, το Μίκι Μάους και αυτά που είχε βγάλει παλαιότερα, που όμως δεν απείλησε ποτέ κανέναν από τους μεγαλοεκδότες. Το σέβονταν και λόγω της ιστορίας και λόγω των εκδόσεων που έκανε που ήταν πάντα και πολύ επιμελημένες και είχε κάνει και πολλές σε εισαγωγικά επιπόλαιες κινήσεις βγάζοντας περιοδικά που ο ίδιος τα ήθελε να είναι έτσι, όπως ήταν το Icon, που δεν το προλάβατε. Ήταν περιοδικά βιβλιοθήκης με φωτογραφία, ήταν coffee table books. Έβγαζε κατά καιρούς κάτι τέτοια.  Άλλωστε και η η Λάουρα ντε Νίγκρις αυτό που έκανε με την ελληνική μόδα, αυτό που έκανε τη Γυναίκα να μοιάζει με τη Vogue δεν είναι λίγο, δεν υπήρχε ελληνική μόδα ήταν οι σχολικές ποδιές και τα τεντόπανα που έκαναν οι Έλληνες σχεδιαστές. Άρα το συγκρότημα ήταν ένα βασίλειο και νιώθαμε πολύ προστατευμένοι εκεί πέρα, νιώθαμε τολμηροί, ήταν πολύ γρήγορη η επιτυχία. Το Κλικ είχε γίνει κερδοφόρο από το έκτο τεύχος, από τον έκτο μήνα κι εμείς ήμασταν πολύ νέοι για να σκεφτούμε και κάτι κακόβουλο εναντίον μας. Δεν είχαμε καιρό, όλα ήταν ok. Την ψωνίζεις όμως με αυτή την ιστορία; Όσο μπορείς να την ψωνίσεις από τα καθημερινά ξενύχτια και τα ποτά. Δεν την ψωνίσαμε, δεν υπήρχε κάτι επί του οποίου να την ψωνίσουμε. Μπορούσες να είσαι πειθαρχημένος σε αυτή τη δουλειά και να μην έχεις και τα καθημερινά ξενύχτια; Tonotil. Πάντως ήταν λίγο σταρ στα κλαμπ όσοι δουλεύανε στο Κλικ, σαν να πηγαίνει ο Χατζηνικολάου αντίστοιχα. Ναι πάρα πολύ. Δεν μπορείτε να φανταστείτε τι γινότανε. Υπήρχε άφθονη προσφορά με το που μπαίναμε, ό,τι μπορείς να φανταστείς από σέρβις. Μπας και τους γράψετε κάτι.Το υπολόγιζαν πολύ. Και ότι είναι must να σ΄ έχουμε στο μαγαζί μας. Ναι σε έδειχναν. Τότε άνθιζαν και οι φωτογράφοι, την έστηναν στα club και όχι μόνο στα εμπορικά και στα πιο περιφερειακά και underground και τραβούσαν. Αυτό επηρεάζει την ποιότητα της δουλειάς σου. Δεν ξέρω πως το είχα καταφέρει κοιμόμουνα στις 5, 6, 7 το πρωί, στις 11 ήμουνα στο γραφείο, τελείωνα τη δουλειά, κατέβαινα στον κάτω όροφο που έκανα εκπομπή μέχρι τις 10 και μετά ξανακανονίζαμε το επόμενο ξενύχτι. Είναι αστείο που το λέω, αλλά έπαιρνα Tonotil. Πως τα θυμάσαι σήμερα όλα αυτά; Καταρχάς έχω πολλές φωτογραφίες από αυτή την περίοδο γιατί τότε κυκλοφορούσα με μία φωτογραφική μηχανή κρεμασμένη στο λαιμό μου που έχει χαλάσει γιατί έχουν χυθεί άπειρα ποτά επάνω της . Έχω δηλαδή ντοκουμέντα αυτής της εποχής που έχουν πλάκα. Θαυμάζω την κράση μου, την αναπολώ. Περάσαμε ωραία, δεν μου λείπει, νιώθω ότι το έκανα. Ίσως ήταν και γιατί από ένα σημείο και μετά δεν μπορούσα να κάνω το clubbing που ήθελα, δηλαδή… Τώρα που υπάρχει το Facebook και βγαίνω εγώ ένα βράδυ και γίνομαι σκατά και με φωτογραφίζει κάποιος και βγαίνει μια φωτογραφία μου στο facebook εγώ ημίγυμνος, να τραγουδάω… Κάποιος φίλος σου εννοείς… Ναι, και την ανεβάζει, κάνουνε like  από κάτω, κάνουν πλάκα ορισμένοι κ.λπ. Πιστεύεις ότι επηρεάζει τον τρόπο που με αντιμετωπίζουν ως επαγγελματία δημοσιογράφο αυτό; Αν υπήρχε τότε το Facebook θα μπορούσατε να κάνετε τα ίδια πράγματα; Εγώ νομίζω ότι το Facebook ευνοεί και στο να κάνεις κάτι τέτοια, δηλαδή τα selfies είναι ένα αποτέλεσμα του φαινομένου Facebook.  Τότε δεν  φωτογράφιζαν εμάς, φωτογράφιζαν τους γνωστούς φατσικά, όποιους ήξεραν από την τηλεόραση. Δεν ήμασταν σταρ δημοσιογράφοι, δεν υπήρχε αυτό είδος τότε. Το έντυπο ήταν πετυχημένο, εμείς δεν ήμασταν, ίσως ήμασταν σαν ομάδα, κι έτσι κι αλλιώς κυκλοφορούσαμε τότε και σαν ομάδα. Ήμασταν τρεις τέσσερις κολλητοί που κρατούσαμε το περιοδικό και αναγκαστικά κάναμε και παρέα… ήμασταν αδέρφια πια. Ποιοι ήταν αυτοί; Η Κιντή, ο Πανόπουλος, ο Παναγιώτης ο Γιωργόπουλος που δεν γράφει πια, κάποιοι μακαρίτες, ήταν και γκίνια γενιά, είχαμε και το AIDS μόλις είχε σκάσει. Πάντως και στα γραφεία υπήρχε η φήμη ότι γινόταν πάρτι. Τα γραφεία, ναι υπήρχε αυτό το πάρτι, κάποια στιγμή είχαν βάλει και απέραντα ξύλινα πατώματα και γυάλινα διαχωριστικά που έκαναν τον κρότο να σκάει στ’ αυτιά σου, ο Κωστόπουλος έβαζε στη διαπασών τον Κλικ FM να παίζει. Ήταν και η χώρα λίγο έτσι τότε; Δηλαδή μια κατάσταση δυνατή μουσική, πάρτι, λεφτά ερχόντουσαν από παντού είχαμε κλείσει ορισμένα μικρά κεφάλαια, υπήρχε ένας αναβρασμός, η ιδιωτική τηλεόραση σιγά σιγά ερχόταν.  Ναι υπήρχε ένα κλίμα νέων πραγμάτων που έρχονται. Και ο νεοπλουτισμός. Ο νεοπλουτισμός εκεί έσκασε. Εμείς χαιρόμασταν να ξέρουμε ότι δεν ήμαστε μέρος αυτού του κλίματος. αυτής της ατμόσφαιρας. Έτσι κι αλλιώς παιδιά ήμασταν 23 χρονών, 24, 22. Τι να ψωνιστούμε, ποιο κλίμα ευμάρειας, το πάρτι θέλαμε. Δεν υπήρχαν και τα like τότε… Δεν υπήρχαν και τα like ναι. Υπήρχε ένα καλό feedback που το παίρναμε από τις κυκλοφορίες από την αλληλογραφία στο περιοδικό, από την ανταπόκριση στις εκπομπές με τα τηλέφωνα, αυτοί που μα ήξεραν ήταν ιδιαίτερα ενθουσιώδεις μαζί μας…

Στην επόμενη σελίδα: Η διαφορά του Κλικ από το Nitro και το νέο lifestyle. 

Page: 1 2 3

Σταύρος Διοσκουρίδης

Ο Σταύρος Διοσκουρίδης γεννήθηκε το Μάιο του 1983 στην Αθήνα. Παράλληλα με τις σπουδές του στις Πολιτικές Επιστήμες ξεκίνησε και την ενασχόληση του με τη δημοσιογραφία. Είναι από τα ιδρυτικά μέλη της Popaganda. Επίσης από το 2008 «διατηρεί» την εκπομπή Λατέρνατιβ μαζί με τον Παναγιώτη Μένεγο (08.00-10.00, Εν Λευκώ 87.7) .

Share
Published by
Σταύρος Διοσκουρίδης