Στις 9 Απριλίου του 1821 γεννιέται ο Σαρλ Μποντλέρ
Ο πατέρας του πέθανε όταν ο Μποντλέρ ήταν μόλις έξι ετών και η μητέρα του παντρεύτηκε τον επόμενο κιόλας χρόνο (1828) τον ταγματάρχη Οπίκ, κάτι που επέδρασε αρνητικά στην ψυχολογία του μικρού και δυσκόλεψε τις σχέσεις του μαζί της. Φοίτησε στο κολέγιο Louis-le-Grand, όπου επέδειξε ιδιαίτερη κλίση στη λογοτεχνία, αλλά παράλληλα ήταν απείθαρχος και η άτακτη συμπεριφορά που προκαλούσε τη δυσαρέσκεια και τις επιπλήξεις των δασκάλων του. Από εκείνη την περίοδο ήδη εξέφραζε τις έντονα μελαγχολικές διαθέσεις του, ενώ μάλλον την ίδια περίοδο εθίστηκε στο όπιο. Το 1840 γράφτηκε στη νομική σχολή και ξεκίνησε να συναναστρέφεται τους Μπαλζάκ, Γκοτιέ, Νερβάλ και Μπανβίλ. Τον επόμενο χρόνο η μητέρα του τον παρότρυνε να πραγματοποιήσει ένα ταξίδι στην Ινδία. Ο Μποντλέρ όμως διέκοψε το ταξίδι του και επέστρεψε στη Γαλλία για να αναπτύξει συγγραφική δραστηριότητα παρά τις αντιρρήσεις της μητέρας του. Μετά από μία άστατη περίοδο, γεμάτη εκκεντρικότητες και σπατάλες, γνώρισε το 1844 τη μιγάδα Ζαν Ντιβάλ, με την οποία ανέπτυξε έναν θυελλώδη δεσμό. Την ίδια χρονιά, η οικογένεια του του αφαίρεσαι το δικαίωμα να διαχειρίζεται την περιουσία του και τότε ο Μποντλέρ προσπάθησε να αυτοκτονήσει.
Ξεκίνησε να γράφει διάφορες κριτικές προκειμένου να βγάλει χρήματα. Οι πρώτες αξιόλογες δημοσιεύσεις του ήταν το Σαλόν του 1845 (Salon de 1845) και η πρώτη του κριτική για την ετήσια έκθεση (Σαλόν) ζωγραφικής και γλυπτικής στο Λούβρο, την οποία ακολούθησε άλλη μία τον επόμενο χρόνο/ Παράλληλα δημοσίευε μεμονωμένα σε περιοδικά και τα πρώτα του ποιήματα. Το 1848 πήρε μέρος στην επανάσταση του Φεβρουαρίου με την ομάδα του Μπλανκί, καθώς και στις εργατικές ταραχές του Ιουνίου· εγκατέλειψε όμως γρήγορα την ιδέα της ενεργούς επαναστατικής δράσης. Ο Μποντλέρ ήταν ήδη ο πρώτος θαυμαστής και ερμηνευτής του Βάγκνερ στη Γαλλία και ο εισηγητής του Πόε, του οποίου μετέφρασε πολλά έργα. Στα λογοτεχνικά του κείμενα, που συγκεντρώθηκαν μετά τον θάνατό του στον τόμο Η ρομαντική τέχνη (L’Art Romantique, 1868) και στα τεχνοκριτικά του δοκίμια, που περιελήφθησαν στα Αισθητικά παράδοξα, (Curiosites Esthetiques, 1868), αναπτύσσει, έστω και μέσα από την ερμηνεία των ειδικών αξιών της ζωγραφικής στο έργο του Ντελακρουά, μια νέα αισθητική αντίληψη. Στα ποιήματα και στα δοκίμιά του για διάφορα θέματα προστέθηκαν από το 1855 τα πρώτα Μικρά πεζοτράγουδα (Petits Poemes en Prose), τα οποία δημοσιεύτηκαν σε συλλογή, μετά τον θάνατό του, με τον τίτλο Η μελαγχολία του Παρισιού (Le Spleen de Paris, 1869), καθώς και προσχέδια, σχεδιάσματα (και για θεατρικά κείμενα) και σημειώσεις ημερολογίου: τα συγκλονιστικά Προσωπικά ημερολόγια (που εκδόθηκαν το 1909).
Ο Μποντλέρ υπέφερε διαρκώς από οικονομικά αδιέξοδα και από τις ταραγμένες και οδυνηρές σχέσεις με τους δικούς του (γεγονός το οποίο επιβεβαιώνεται από τα σπαρακτικά γράμματα προς τη μητέρα του). Το 1857 κυκλοφόρησε, αφιερωμένη στον Γκοτιέ, η συλλογή, στην οποία συγκέντρωσε την ποιητική του παραγωγή, με τον τίτλο Τα άνθη του κακού (Les Fleurs du Mal). Τα άνθη του κακού προκάλεσαν σκάνδαλο και κατασχέθηκαν αμέσως, ο συγγραφέας τους καταδικάστηκε σε βαρύ πρόστιμο για προσβολή της ηθικής και των χρηστών ηθών, ενώ έξι από τα ωραιότερα ποιήματα της συλλογής αφαιρέθηκαν, γιατί κρίθηκαν άσεμνα· αντίθετα όμως, η δεύτερη έκδοση (1861) εμπλουτίστηκε με καινούργια ποιήματα, όπως και η τρίτη. Το 1860 εκδόθηκε με τον τίτλο Οι τεχνητοί παράδεισοι (Les Paradis Artificiels) ένα δοκίμιο στο οποίο ο Μποντλέρ αναφέρεται στις επιδράσεις ορισμένων διεγερτικών στη φαντασία. Η ένδεια –στην οποία είχαν προστεθεί τα μόνιμα υπολείμματα ενός αφροδίσιου νοσήματος, από το οποίο είχε προσβληθεί όταν ήταν νέος– τον ώθησε, το 1864, σε μία περιοδεία στο Βέλγιο για διαλέξεις· αργότερα έγραψε μία καυστική σάτιρα στην οποία διακρίνονται τα ίχνη των απογοητεύσεων που βίωσε στη χώρα. Ημιπαράλυτος και αποστερημένος από την ικανότητα της ομιλίας, έμαθε, λίγο πριν πεθάνει στο Παρίσι, πως νέοι ποιητές, όπως ο Βερλέν και ο Μαλαρμέ, έτρεφαν θερμό θαυμασμό για την ποίησή του.
Στην ποίηση του Μποντλέρ, πλούσια σε ρομαντικούς απόηχους (Βινί, Ουγκό), διακρίνεται μια συνάφεια με την παρνασσιακή σχολή ως προς τη σχολαστική φροντίδα για τη μορφική τελειότητα του αποτελέσματος· παράλληλα, οι συμβολιστές θεώρησαν ότι στα Άνθη του κακού εδράζονται οι βασικές αρχές της δικής τους ποιητικής. Πέρα όμως από τα λογοτεχνικά ρεύματα του 19ου αι., οι βασικές κατακτήσεις του έργου του. απηχούν σε όλο το ποιητικό κλίμα της σύγχρονης εποχής: επιβεβαίωση, μέσα από την ίδια την εμπειρία του κακού, μιας αποφασιστικής αυτονομίας της ποιητικής αίσθησης (σε σχέση με την ηθική και τη λογική), η ιδέα ότι η ποίηση είναι ταυτόχρονα και μέθη («Πρέπει να ‘σαι πάντα μεθυσμένος… από κρασί, από ποίηση ή από αρετή, όπως προτιμάτε…») και η αυτοκριτική συνείδηση («Είναι αδύνατον ο ποιητής να μην κρύβει μέσα του έναν κριτικό…»). Ο Μποντλέρ θεωρείται ο δημιουργός της νεότερης ποίησης και –μετά τον ρομαντισμό– εκείνος που επέβαλε μία οξύτερη συνείδηση στην αυτονομία της τέχνης.
(πηγή: Εγκυκλοπαίδεια Δομή)