Στις 14 Ιουνίου του 1986 φεύγει από τη ζωή ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες
Ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες γεννήθηκε στο Μπουένος Άιρες. Aναγκάστηκε να εγκαταλείψει νωρίς το επάγγελμα του δικηγόρου εξαιτίας της σταδιακής τύφλωσης, η οποία αργότερα θα επηρέαζε και τον γιο του, και το 1914 η οικογένεια μετακόμισε στη Γενεύη, όπου ο πατέρας Μπόρχες έτυχε περίθαλψης από ειδικό οφθαλμίατρο, ενώ ο Μπόρχες και η αδελφή του Νόρα (γενν. 1902) πήγαιναν σχολείο. Εκεί έμαθε γαλλικά, με τα οποία προφανώς δυσκολεύτηκε αρχικά, μελέτησε μόνος του γερμανικά, και πήρε το μπακαλορεά από το Κολέγιο της Γενεύης το 1918. Αφού τέλειωσε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, η οικογένεια Μπόρχες τρία χρόνια σε διάφορα μέρη: το Λουγκάνο, τη Βαρκελώνη, τη Μαγιόρκα, τη Σεβίλλη και τη Μαδρίτη. Στην Ισπανία ο Μπόρχες έγινε μέλος του αβάν-γκαρντ ουλτραϊστικού λογοτεχνικού κινήματος. Το πρώτο του ποίημα, “Ύμνος στη Θάλασσα” , γραμμένο στο στυλ του Γουόλτ Γουίτμαν, εκδόθηκε στο περιοδικό Grecia. Εκεί συναναστράφηκε αξιόλογους Ισπανούς συγγραφείς, όπως τον Ραφαέλ Κασίνος Ασένς και τον Ραμόν Γκόμεθ ντε λα Σέρνα.
Το 1933 ο Μπόρχες έγινε συντάκτης του λογοτεχνικού ένθετου της εφημερίδας Crítica, στην οποία και πρωτοεμφανίστηκαν τα γραπτά του που αργότερα περιλήφθηκαν στην Historia universal de la infamia (Παγκόσμια Ιστορία της Ατιμίας). Τα επόμενα χρόνια εργάστηκε ως λογοτεχνικός σύμβουλος στον εκδοτικό οίκο Emecé και είχε εβδομαδιαία στήλη στην El Hogar, η οποία κυκλοφόρησε από το 1936μέχρι το 1939. Το 1937 έπιασε δουλειά στο παράρτημα Μιγκέλ Κανέ της Δημοτικής Βιβλιοθήκης του Μπουένος Άιρες ως βοηθός. Οι συνάδελφοί του του απαγόρευσαν αμέσως να καταλογογραφεί περισσότερα από 100 βιβλία την ημέρα, κάτι που ο Μπόρχες έκανε μέσα σε περίπου μια ώρα. Περνούσε το υπόλοιπο της ημέρας στο υπόγειο της βιβλιοθήκης γράφοντας άρθρα και διηγήματα. Όταν ανέβηκε στην εξουσία το 1946 ο Χουάν Περόν, ουσιαστικά απολύθηκε: “προήχθηκε” στη θέση του επιθεωρητή πουλερικών για τη δημοτική αγορά του Μπουένος Άιρες (από την οποία παραιτήθηκε αμέσως· όταν αναφερόταν σ’ αυτό, διακοσμούσε πάντα τον τίτλο σε “Επιθεωρητής Πουλερικών και Κουνελιών”). Οι επιθέσεις του κατά των περονιστών μέχρι εκείνο το σημείο περιορίζονταν κυρίως στην υπογραφή διακηρύξεων υπέρ της δημοκρατίας, όμως σύντομα μετά την παραίτησή του απευθύνθηκε στον Αργεντίνικο Σύνδεσμο Γραμμάτων λέγοντας, με το χαρακτηριστικό του στυλ, ότι “Οι δικτατορίες προωθούν την καταπίεση, οι δικτατορίες προωθούν τη δουλοπρέπεια, οι δικτατορίες προωθούν τη βαναυσότητα· πιο αποτρόπαιο είναι το γεγονός ότι προωθούν την ηλιθιότητα.”
Χωρίς δουλειά, με την όρασή του να μειώνεται εξαιτίας του γλαυκώματος και ανήμπορος να στηρίξει πλήρως τον εαυτό του ως συγγραφέας, ο Μπόρχες ξεκίνησε μια νέα καριέρα δίνοντας δημόσιες διαλέξεις. Παρά το ότι πολιτικά διώχθηκε κάπως, οι διαλέξεις του είχαν αρκετή επιτυχία και μετατράπηκε σε δημόσιο πρόσωπο. Έγινε Πρόεδρος του Αργεντίνικου Συνδέσμου Συγγραφέων (1950–1953) και Καθηγητής Αγγλικής και Αμερικανικής Λογοτεχνίας (1950–1955) στον Αργεντίνικο Σύνδεσμο Αγγλικού Πολιτισμού. Το διήγημά του Emma Zunz γυρίστηκε σε ταινία (με τίτλο Días de odio- Μέρες μίσους) το 1954 από τον Αργεντίνο σκηνοθέτη Λεοπόλδο Τόρρε Νίλσον. Τον ίδιο καιρό ο Μπόρχες άρχισε να γράφει σενάρια για ταινίες.
Το 1955, με πρωτοβουλία της Βικτόρια Οκάμπο, η νέα αντι-περονική στρατιωτική κυβέρνηση τον διόρισε επικεφαλής της Εθνικής Βιβλιοθήκης. Μέχρι τότε είχε τυφλωθεί εντελώς. Όπως ο ίδιος ο Μπόρχες παρατήρησε, ο Θεός “μου έδωσε ταυτόχρονα τα βιβλία και τη νύχτα”. Τον επόμενο χρόνο κέρδισε το Εθνικό Βραβείο Λογοτεχνίας και ανακηρύχθηκε επίτιμος διδάκτορας από το Πανεπιστήμιο του Κούγιο (αργότερα ακολούθησαν πολλές τέτοιες ανακηρύξεις). Από το 1956 μέχρι το 1970, ο Μπόρχες ήταν επίσης καθηγητής λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο του Μπουένος Άιρες, ενώ προσκλήθηκε και από άλλα πανεπιστήμια για σύντομες χρονικές περιόδους. Μη μπορώντας να διαβάσει και να γράψει (δεν έμαθε ποτέ του το Σύστημα Μπράιγ), εξαρτιόταν από τη μητέρα του, με την οποία είχε πάντοτε στενή σχέση και η οποία άρχισε να δουλεύει ως προσωπική του γραμματέας.
Η διεθνής φήμη του Μπόρχες ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του 1960. Το 1961 μοιράστηκε με τον Σάμιουελ Μπέκετ το Βραβείο Φορμεντόρ. Το γεγονός ο Μπέκετ ήταν ήδη πολύ γνωστός στον αγγλόφωνο κόσμο, ενώ μέχρι τότε ο Μπόρχες παρέμενε άγνωστος και αμετάφραστος, κίνησε την περιέργεια πολλών για να μάθουν ποιος είναι. Η ιταλικήκυβέρνηση τον ονόμασε Commendatore, ενώ το Πανεπιστήμιο του Τέξας στο Ώστιν τον κάλεσε για ένα χρόνο. Αυτό οδήγησε στην πρώτη περιοδεία διαλέξεων του Μπόρχες στιςΗΠΑ. Ακολούθησαν οι πρώτες μεταφράσεις έργων του στα αγγλικά το 1962, και τα επόμενα χρόνια περιοδείες στην Ευρώπη και την περιοχή των Άνδεων στη Νότια Αμερική. Το1965 τιμήθηκε με διάκριση από τη βασίλισσα του Ηνωμένου Βασιλείου Ελισάβετ Β΄. Το 1980 του δόθηκε το Prix mondial Cino Del Duca, ενώ πολλές άλλες τιμές και βραβεία ακολούθησαν τα επόμενα χρόνια, όπως τη γαλλική Λεγεώνα της Τιμής το 1983 και το Βραβείο Θερβάντες.
Το 1967 ο Μπόρχες ξεκίνησε μια πενταετή συνεργασία με τον Αμερικανό μεταφραστή Νόρμαν Τόμας ντι Τζοβάνι, χάρη στον οποίο έγινε πιο γνωστός στον αγγλόφωνο κόσμο. Αν και πασίγνωστος τουλάχιστον από τα τέλη της δεκαετίας του 1960, στον Μπόρχες δεν δόθηκε ποτέ το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Κυρίως περί τα τέλη της δεκαετίας του ’80, όταν ο Μπόρχες είχε ήδη γεράσει και η υγεία του είχε αρχίσει να φθίνει, αυτή η μη απονομή στον Μπόρχες ήταν εμφανής παράλειψη. Εικάζεται ότι το βραβείο δεν απονεμήθηκε ποτέ στον Μπόρχες λόγω της σιωπηλής στήριξής του ή έστω απροθυμίας του να καταδικάσει τις στρατιωτικές δικτατορίες σε Αργεντινή, Χιλή, Ουρουγουάη και αλλού. Παρόλο που αυτή η πολιτική του στάση πήγαζε από αυτό που ίδιος ο Μπόρχες αποκαλούσε “αναρχο-ειρηνισμό,” τον πρόσθεσε στον κατάλογο των διακεκριμένων συγγραφέων που δεν κέρδισαν ποτέ το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας, στον οποίο βρίσκονται, μεταξύ άλλων, οι Γκράχαμ Γκριν, Τζέιμς Τζόις, Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ και Λέων Τολστόι. Παρ’ όλα αυτά, του δόθηκε το Βραβείο Ιερουσαλήμ το 1971, το οποίο δίδεται σε συγγραφείς που ασχολούνται με θέματα ανθρώπινης ελευθερίας και κοινωνίας. Όταν ο Χουάν Περόν επέστρεψε από την εξορία και επανεξελέγηκε πρόεδρος το 1973, ο Μπόρχες παραιτήθηκε αμέσως από διευθυντής της Εθνικής Βιβλιοθήκης.
Ο Μπόρχες νυμφεύτηκε για πρώτη φορά το 1967, κατόπιν φοβερής πίεσης που δέχθηκε από τη μητέρα του, η οποία είχε περάσει τα 90 και ήθελε να βρει κάποιαν να φροντίζει τον τυφλό της γιο. Έτσι, κανόνισαν μαζί με την αδελφή του Μπόρχες, Νόρα, να παντρευτεί την πρόσφατα χήρα Έλσα Αστέτε Μιγιάν. Λέγεται ότι ο Μπόρχες δεν είχε ποτέ ερωτική επαφή με τη γυναίκα αυτή. Κοιμόντουσαν σε χωριστά δωμάτια και ο γάμος κράτησε λιγότερο από τρία χρόνια. Μετά το διαζύγιο, ο Μπόρχες επέστρεψε στη μητέρα του, με την οποία έζησε μέχρι τον θάνατό της, στα 99 της. Μετά από αυτό έζησε μόνος στο ίδιο μικρό διαμέρισμα και τον φρόντιζε η οικιακή βοηθός την οποία είχαν για δεκαετίες. Μετά το 1975, τη χρονιά που πέθανε η μητέρα του, ο Μπόρχες άρχισε μια σειρά από μεγάλα ταξίδια σε όλο τον κόσμο, τα οποία συνεχίστηκαν μέχρι τον θάνατό του. Συχνά τον συνόδευε στα ταξίδια αυτά μία βοηθός του, η Δεσποινίδα Μαρία Κοδάμα, μια Αργεντινή ιαπωνικής και γερμανικής καταγωγής. Το 1984, ήρθε στην Ελλάδα, συγκεκριμένα στην Αθήνα, κι ύστερα στο Ρέθυμνο, όπου αναγορεύτηκε σε επίτιμο διδάκτορα της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κρήτης.
Ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες πέθανε από καρκίνο του ήπατος στη Γενεύη και τάφηκε στο Βασιλικό Κοιμητήριο. Στη Γενεύη, προς μεγάλη έκπληξη των στενών του φίλων, όπως ήταν ο Αδόλφο Μπιόι Κασάρες, λίγο πριν πεθάνει παντρεύτηκε τη Μαρία Κοδάμα. Η Κοδάμα απέκτησε όλα τα δικαιώματα των γραπτών του, τα οποία υπολογίζεται ότι της αποφέρουν ετήσιο εισόδημα πολλών εκατομμυρίων. Ο γνωστός εκδοτικός οίκος Gallimard και πολλοί διανοούμενοι καταδίκασαν την όλη στάση της Κοδάμα, την οποία θεωρούν ως πολύ μεγάλο εμπόδιο για την πρόσβαση στα γραπτά του Μπόρχες.
Εκτός από τα διηγήματά του για τα οποία είναι περισσότερο γνωστός, ο Μπόρχες έγραψε επίσης ποίηση, δοκίμια, διάφορα σενάρια, και σημαντικό όγκο λογοτεχνικής κριτικής, προλόγους και βιβλιοκριτικές, επιμελήθηκε πολλές ανθολογίες, και μετέφρασε στα ισπανικά πολλά έργα από αγγλικά, γαλλικά και γερμανικά (ακόμη και από αρχαία αγγλικά και αρχαία σκανδιναβικά). Το γεγονός ότι τυφλώθηκε (όπως και ο πατέρας του, ενώ ήταν ενήλικας) επηρέασε πολύ τα μετέπειτα γραπτά του. Ιδιαίτερη θέση στα πνευματικά του ενδιαφέροντα έχουν στοιχεία από τη μυθολογία, τα μαθηματικά, τη θεολογία, τη φιλοσοφία και, ως προσωποποίηση αυτών, η αίσθηση του Μπόρχες για τη λογοτεχνία ως ψυχαγωγία — όλα αυτά ο συγγραφέας τα μεταχειρίζεται άλλοτε ως παιγνίδι και άλλοτε τα βλέπει πολύ σοβαρά.
Πολλές από τις πιο γνωστές του ιστορίες αφορούν τη φύση του χρόνου, το άπειρο, καθρέφτες, λαβύρινθους, την πραγματικότητα και την ταυτότητα. Μερικές ιστορίες επικεντρώνονται σε φανταστικές ιδέες, όπως μια βιβλιοθήκη η οποία περιλαμβάνει όλα τα πιθανά κείμενα 410 σελίδων (“Η βιβλιοθήκη της Βαβέλ”), κάποιος που δεν ξεχνάει τίποτα απολύτως (“Φούνες ο μνημονικός”), μία οπή μέσα από την οποία μπορεί κανείς να δει τα πάντα στο σύμπαν (“Το άλεφ”), και ένα έτος στάσιμο που δίνεται σε κάποιον που στέκεται μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα (“Το μυστικό θαύμα”). Ο ίδιος Μπόρχες αφηγήθηκε αρκετά ρεαλιστικές ιστορίες της ζωής στη Νότια Αμερική, ιστορίες που αναφέρονταν σε λαϊκούς ήρωες, μάγκες το δρόμου, στρατιώτες, γκάουτσο, ντετέκτιβ, ιστορικές φυσιογνωμίες. Ανέμιξε το πραγματικό με το φανταστικό, και σε μερικές περιπτώσεις, κυρίως στα πρώτα του κείμενα, αυτές οι αναμίξεις δεν απείχαν πολύ από κάποιου είδους απάτη ή παραποίηση της πραγματικότητας.
Η πληθώρα του μη λογοτεχνικού έργου του Μπόρχες συνίσταται σε κριτικές ταινιών και βιβλίων, σύντομες βιογραφίες, και φιλοσοφικά κείμενα σε θέματα όπως τη φύση του διαλόγου, της γλώσσας και της σκέψης, καθώς και τις σχέσεις μεταξύ τους. Από αυτή την άποψη, και λαμβάνοντας υπ’ όψη το προσωπικό πάνθεον του Μπόρχες, θεωρούσε τονΜεξικανό δοκιμιογράφο παρόμοιων θεμάτων Αλφόνσο Ρέγες ως “τον καλύτερο ισπανόφωνο πεζογράφο όλων των εποχών”. Στα μη λογοτεχνικά του κείμενα επίσης εξερευνά πολλά από τα θέματα που εμφανίζονται στη λογοτεχνία του. Δοκίμια όπως “Η ιστορία του τανγκό” ή τα κείμενά του για το επικό ποίημα “Μαρτίν Φιέρρο” εξερευνούν συγκεκριμένα αργεντίνικα θέματα, όπως η ταυτότητα των Αργεντινών και των διάφορων υποσυνόλων του πληθυσμού της χώρας. Ο Μπόρχες συνέγραψε μαζί με τον Αδόλφο Μπιόι Κασάρες αρκετές συλλογές ιστοριών από το 1942 μέχρι το 1967, συχνά με διαφορετικά ψευδώνυμα.
Ο Μπόρχες έγραφε ποίηση καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του. Καθώς η όρασή του μειωνόταν, επικεντρώθηκε όλο και περισσότερο στην ποίηση, καθώς μπορούσε να αποστηθίσει ολόκληρο το κείμενο. Τα ποιήματά του καταπιάνονται με το ίδιο ευρύ φάσμα θεμάτων όπως και τα διηγήματά του, καθώς και με θέματα που προκύπτουν από το κριτικό του έργο, τις μεταφράσεις και άλλες προσωπικές ενασχολήσεις. Αυτό το εύρος ενδιαφερόντων συναντάται στην πεζογραφία, τα ποιήματα και τα μη λογοτεχνικά του κείμενα.