Η ΕΕ και ο FAO προειδοποιούν ότι υπάρχει κίνδυνος να πολλαπλασιαστούν οι επισιτιστικές κρίσεις στον κόσμο
Υπάρχει κίνδυνος να “πολλαπλασιαστούν οι επισιτιστικές κρίσεις” σε διάφορα μέρη του πλανήτη, εξαιτίας πολλών ταυτόχρονων παραγόντων, δημογραφικών, περιβαλλοντικών, κλιματικών και οικονομικών, προειδοποιούν σε επιστημονική έκθεση που δημοσιοποιήθηκε ο FAO και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Η έκθεση αυτή του Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας του ΟΗΕ και του εκτελεστικού οργάνου της ΕΕ, με τίτλο “επισιτιστικά συστήματα σε κίνδυνο”, επισημαίνει τους κινδύνους για έλλειψη τροφίμων και λιμό σε ορισμένες χώρες, κυρίως στην Αφρική, εξαιτίας των κλιματικών αλλαγών και των ενόπλων συγκρούσεων, αλλά και τους κινδύνους που εγκυμονούν άλλοι παράγοντες, όπως η αύξηση της παχυσαρκίας ή το “σοκ” στις τιμές στις παγκόσμιες αγορές αγροτικών προϊόντων, όπως συνέβη το 2007-2008.
“Ο πλανήτης παράγει περισσότερα αγροτικά και εν γένει προϊόντα διατροφής από αυτά που χρειάζεται για να σιτίσει τον πληθυσμό του. Ωστόσο το ποσοστό των ανθρώπων που υποσιτίζονται ξαναπήρε την ανιούσα από το 2015”, υπογραμμίζει η οικονομολόγος Σαντρίν Ντιρί, η οποία συντόνισε την έκθεση που συνέταξαν περίπου 50 ερευνητές του Κέντρου Διεθνούς Συνεργασίας για την Γεωπονική Έρευνα και την Ανάπτυξη (Cirad).
Τα προβλήματα της κακής διατροφής στον πλανήτη χωρίζονται πλέον σχεδόν εξίσου σε δύο μεγάλες αντίθετες κατηγορίες ανθρώπων: περίπου δύο δισεκατομμύρια άνθρωποι στερούνται ιχνοστοιχείων (βιταμινών και μετάλλων), εκ των οποίων 820 εκατομμύρια άνθρωποι υποφέρουν από πείνα, την ώρα που δύο δισεκατομμύρια άνθρωποι είναι παχύσαρκοι και υπέρβαροι.
“Υπερβολική κατανάλωση άχρηστων θερμίδων, που έχουν ως βάση το λίπος και τη ζάχαρη, και έλλειψη θρεπτικών συστατικών”: στην Αφρική ή στην Λατινική Αμερική βρίσκουμε ανθρώπους “που υποφέρουν ταυτοχρόνως από παχυσαρκία και αβιταμίνωση”, μερικές φορές ακόμη και στην ίδια οικογένεια, υπογραμμίζει η οικονομολόγος.
“Θα πρέπει να υπάρξουν κρατικές πολιτικές που θα επιτρέπουν την αντιμετώπιση και των δύο αυτών (προβλημάτων) ταυτοχρόνως”, σημειώνει.
Η έκθεση αυτή, η οποία δημοσιοποιήθηκε για πρώτη φορά τον Απρίλιο κατά την πρώτη σύνοδο του νέου Παγκόσμιου Δικτύου Κατά των Επισιτιστικών Κρίσεων (Global Network Against Food Crises), το οποίο συσπειρώνει διεθνείς οργανώσεις, δωρητές, κυβερνήσεις και μκο, παρουσιάστηκε επίσης αυτήν την εβδομάδα από τον FAO στη Ρώμη.
Στην έκθεση αυτή εκφράζεται εξάλλου ανησυχία για τον κίνδυνο αύξησης της αστάθειας στις τιμές των γεωργικών προϊόντων και ενός “σοκ” στις τιμές, εξαιτίας της επιδείνωσης των φαινομένων του θερμοκηπίου και της ρύπανσης, παραγόντων που επηρεάζουν την παραγωγή και τις σοδειές, και την χρηματιστικοποίηση της γεωργίας.
“Τα ‘σοκ’ στις τιμές δεν θα επηρεάσουν το ίδιο όλες τις χώρες, οι χώρες που εξάγουν δημητριακά ή γεωργικά προϊόντα μπορούν πάντα να προστατευθούν σταματώντας τις εξαγωγές τους, ενώ οι χώρες που εισάγουν θα είναι πιο εκτεθειμένες”, προειδοποίησε ο Φρανκ Γκαλτιέ, ένας από τους συντάκτες της έκθεσης.
“Ο πρώτος παράγοντας πρόκλησης ‘σοκ’ στις τιμές των προϊόντων διατροφής είναι η υπερθέρμανση του πλανήτη”, υπογραμμίζει ο ερευνητής, μαζί με την αύξηση των ξηρασιών και/ή των πλημμυρών που προκαλούν μείωση της αγροτικής παραγωγής.
“Η αύξηση αναδυόμενων ασθενειών στα φυτά ή τα ζώα επηρεάζει επίσης την παραγωγή και μπορεί επίσης να πλήξει το εμπόριο”, πρόσθεσε.
Στην έκθεση υπογραμμίζεται η ανάγκη να υπάρξει διεθνής συντονισμός για να αυξηθούν τα παγκόσμια αποθέματα δημητριακών και τροφίμων προκειμένου να αντιμετωπιστούν τα θέματα αυτά και να υπάρξουν εγγυήσεις για μια καλύτερη επισιτιστική ασφάλεια, όπως ζήτησε η G33, η ομάδα 33 αναπτυσσόμενων χωρών, υπό την καθοδήγηση κυρίως της Ινδίας.
Οι τιμές των τροφίμων συνδέονται επίσης ολοένα και περισσότερο με μη διατροφικά προϊόντα, όπως για παράδειγμα η ενέργεια, λόγω της σημασίας των όγκων της αγροτικής παραγωγής που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή βιοκαυσίμων (αραβόσιτος στις ΗΠΑ, ελαιοκράμβη στην Ευρώπη και ζάχαρη στη Βραζιλία).
“Για να μειωθεί η έκθεση των επισιτιστικών συστημάτων στα καύσιμα, ένας οικονομολόγος του Μπέρκλεϊ, ο Μπράιαν Ράιτ, προτείνει οι κυβερνήσεις να μπορούν να έχουν προτεραιότητα στις αγορές αραβοσίτου σε σχέση με την βιομηχανία βιοκαυσίμων, αν οι τιμές ξεπερνούν κάποιο επίπεδο”, σημείωσε ο Γκαλτιέ.
Εξάλλου οι πρώτες αγροτικές ύλες “χρησιμοποιούνται ολοένα και περισσότερο από τους διαχειριστές χαρτοφυλακίων μετοχών” για την εξισορρόπηση των ενεργητικών τους, πράγμα που προκαλεί άνοδο των τιμών των πρώτων υλών με τεχνητό τρόπο στην περίπτωση χρηματιστηριακής κρίσης, όπως συνέβη με τη βία που ξέσπασε εξαιτίας της πείνας μετά την οικονομική κρίση του 2007-2008.