Για πρώτη φορά, σε 12.700 σελίδες, εξηγείται το σκεπτικό απόφασης για την καταδίκη της Χρυσής Αυγής
Το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων που για σχεδόν πέντε χρόνια ερεύνησε την εγκληματική δράση των μελών της Χρυσής Αυγής, προχώρησε σε ένα σκεπτικό κατά της Χρυσής Αυγής, ως μίας οργάνωσης που μέσω του εθνικοσοσιαλισμού επέλεγε τα θύματα της, . Στην απόφαση εξηγείται πως «ο άνθρωπος θεωρείτο κατσαρίδα», καθώς και τους λόγους που η τότε κοινοβουλευτική ομάδα του κόμματος δεν μπορεί να θεωρηθεί «ανυποψίαστη» -όπως ισχυρίζονταν οι κατηγορούμενοι βουλευτές- για τα εγκλήματα που διαπράττονταν.
Με την απόφαση η οποία καθαρογράφθηκε την περασμένη εβδομάδα και αριθμεί άνω των 12.700 σελίδων, για πρώτη φορά γίνεται γνωστή η ακριβής θέση των τριών δικαστών, που κατέληξαν στην καταδίκη της πλειοψηφίας των κατηγορουμένων. Τις επόμενες ημέρες αναμένεται ο προσδιορισμός της δίκης σε δεύτερο βαθμό, η οποία δεν αποκλείεται να ξεκινήσει το καλοκαίρι.
Οι δικαστικοί λειτουργοί αναφέρονται στις πεποιθήσεις της εγκληματικής οργάνωσης, λέγοντας χαρακτηριστικά: «Η Χρυσή Αυγή είναι μια οργάνωση που όχι μόνο ασπάζεται τον εθνικοσοσιαλισμό αλλά συγκροτήθηκε από την πρώτη στιγμή ως εθνικοσοσιαλιστική οργάνωση και ως τέτοια παρέμεινε. Και αν αυτό ήτοι εθνικοσοσιαλιστική ιδεολογία, είχε παραμείνει απλά σε επίπεδο φιλοσοφικών συζητήσεων και αναζητήσεων θα ήταν αδιάφορο και πάντως όχι αξιόποινο. Όμως όπως προέκυψε εν προκειμένω ο εθνικοσοσιαλισμός υπήρξε το κριτήριο επιλογής των θυμάτων και το κίνητρο τέλεσης των αξιόποινων πράξεων».
Ειδικότερα ως προς του βουλευτές, που καταδικάστηκαν για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση, επισημαίνεται: «Ουδείς εκ των βουλευτών του πολιτικού κόμματος είναι σε θέση να ισχυριστεί ευπροσώπως και με πειστικότητα ότι ήταν ανυποψίαστος για τις εγκληματικές πράξεις οι οποίες εξακολουθητικά και επί μακρό χρονικό διάστημα διαπράττονταν εξ ονόματος και για λογαριασμό του κόμματος το οποίο ανήκε, σε βάρος των πολιτικών του αντιπάλων και σε βάρος αλλοδαπών. Ουδείς εξ’ αυτών αντέδρασε, έστω και στοιχειωδώς στην τέλεση έστω και ενός από τα τόσο σοβαρά εγκλήματα που τελέστηκαν κατά παντός αντιφρονούντος ή στοχοποιημένου ατόμου. Ουδείς εξέφρασε έστω και τυπικά, ένα λόγω συμπάθειας τα θύματα και στους παθόντες. Αντίθετα όλοι ανεξαιρέτως επιδεικτικά και επανειλημμένα, ο καθένας με τον τρόπο του, άμεσα ή έμμεσα, σιωπηρώς ή δια βοής, εγκωμίαζαν τα διάφορα εγκλήματα και τα αποτελέσματα τους, εκθείαζαν τους δράστες και στρέφοντο φραστικά κατά των παθόντων και ασφαλώς όλοι ανεξαιρέτως, ως κοινοβουλευτικά στελέχη του, είχαν χαράξει την πολιτική του κόμματος και είχαν εγκρίνει την δράση του καθώς και τους τρόπους και τις μέθοδος εφαρμογής της πολιτικής του αυτής. Η απόλυτη ομοφωνία τους προκύπτει και χωρίς καμία αμφισβήτηση από το γεγονός ότι όχι μόνο δεν έχει καταγραφεί έστω και μία παραίτηση κάποιου διαφωνούντα, αλλά δεν έχει αρθρωθεί έστω και ένας λόγος αντίθετος στην πολιτική της βίας πριν την άσκηση των διώξεων και την κλήση τους σε απολογία».
Στο σκεπτικό της απόφασης, αφού γίνεται ανάλυση περί της ιεραρχικής δομής και της στρατιωτικής δύναμης που διέθετε η εγκληματική οργάνωση “υπό το μανδύα του πολιτικού κόμματος, εν γνώση των ηγετικών στελεχών της και με πλήρη κάλυψη των δραστών”, γίνεται αναφορά και στη ρητορική μίσους που κυρίως τα ηγετικά στελέχη χρησιμοποιούσαν, οδηγώντας μέλη, στελέχη και οπαδούς -ανάμεσά τους και τους κατηγορούμενους- στο να εκτελούν κάθε εντολή:
«Τα άτομα αυτά χωρίς καμία απολύτως αντίρρηση, πειθήνια, έσπευδαν για την εκτέλεση των πάσης φύσεως εντολών, έναντι οποιουδήποτε κόστους και τιμήματος, έτοιμα και πρόθυμα να αφαιρέσουν ακόμα και ανθρώπινες ζωές, με την πεποίθηση ότι λειτουργούν ως στρατός. Η ρητορική του μίσους γίνεται πράξη μέσα από την αξιόποινη δραστηριότητα αυτών. Όταν η ανθρώπινη αξία μετατρέπεται σε πράγμα, όταν ο άνθρωπος θεωρείται κατσαρίδα, θεωρείται έντομο, θεωρείται υπάνθρωπος, αρκεί το γενικό πλαίσιο, δε χρειάζεται ειδική εντολή και οδηγία για την αξιόποινη πράξη που μπορεί και να υπάρξει σε ορισμένες περιπτώσεις, γιατί αυτό σημαίνει ολοκλήρωση του πολιτικού προγράμματος της Χρυσής Αυγής, την υλοποίηση του οποίου αναλαμβάνουν τα μέλη της Χρυσής Αυγής με την ένταξή τους στην οργάνωση».
Η ηγεσία και η σύνδεσή της με την εγκληματική δράση
Σύμφωνα με την ελληνική Δικαιοσύνη, καμία απολύτως εγκληματική δράση δεν θα είχε εκδηλωθεί εάν δεν εκπορευόταν και δεν καλυπτόταν από την ηγεσία της εγκληματικής οργάνωσης-κόμματος και δη τα ανώτερα και τα ανώτατα κλιμάκια αυτής, πράγμα που, όπως αναφέρεται, ενισχύεται από το γεγονός ότι οι βουλευτές του κόμματος ηγούντο των ταγμάτων εφόδου σε παράνομες ενέργειες, προσήρχοντο στα δικαστήρια ή και στα αστυνομικά τμήματα προς υποστήριξη των συλληφθέντων δραστών.
«Οι δημόσιες ρατσιστικές, βίαιες και άκρως επιθετικές δηλώσεις του αρχηγού και των μελών της ηγετικής ομάδας του πολιτικού κόμματος καθώς και όλων των υψηλόβαθμων στελεχών του και ως εκ τούτου η άκρως επιθετική έως εγκληματική νοοτροπία, η οποία δημιουργήθηκε με βάση αυτές, επηρέασαν καθοριστικά ορισμένα από τα στελέχη, μέλη, οπαδούς και φίλους του στην απόφασή τους να πλήξουν, κατά κύριο λόγο, τους διαβιούντες στη χώρα αλλοδαπούς, αλλά και πολιτικούς αντιπάλους τους. Οι καθοδηγητές τους, κήρυκες του μίσους και εμπρηστές της κοινωνικής και πολιτικής ομαλότητας υποβίβασαν τεχνηέντως ορισμένες κατηγορίες ατόμων σε «υπανθρώπους» και γενικότερα σε κατώτερα ανθρώπινα όντα», επισημαίνει η απόφαση.
Μάλιστα, είχαν πλήρη αδιαφορία ως προς τα θύματα τους, αφού ήταν αντίθετης κοσμοθεωρίας: «Με τον τρόπο αυτό σκόπευαν και πέτυχαν, οι δράστες των εγκληματικών πράξεων που εξετάστηκαν, να είναι πλήρως αποδεσμευμένοι ηθικά, χωρίς κανένα φραγμό, απολύτως ελεγχόμενοι από το κόμμα και τα ιδεολογικά όργανα του και έτσι χωρίς καμία απολύτως περίσκεψη να διαπράξουν εξαιρετικά σοβαρές αξιόποινες πράξεις σε βάρος των στοχοποιημένων ατόμων ή και ομάδων ατόμων, τα οποία οι ίδιοι οι δράστες δε γνώριζαν σχεδόν καθόλου και ούτε μία προσωπική διαφορά είχαν μαζί τους. Και τούτο επειδή για αυτούς κανένα έννομο αγαθό των θυμάτων τους, ακόμη και η σωματική ακεραιότητα τους ή και η ζωή τους δεν είχε την οποιαδήποτε αξία, αφού ήταν αντίθετη με αυτούς πολιτικής και κοινωνικής κοσμοθεωρίας.
Μετά από κάθε μία αξιόποινη πράξη που διέπρατταν θεωρούσαν ότι ήταν δήθεν σημαντικά άτομα και της συνολικής παράνομης και εγκληματικής δραστηριότητας τους υπολογίσιμοι. Γενικά, οι δράστες των εγκλημάτων εξ ονόματος και για λογαριασμό του κόμματος και της πολιτικής τους ιδεολογίας, είχαν υποτάξει την ατομική τους βούληση στην βούληση της εγκληματικής οργάνωσης και της ηγεσίας της, αποδεχόμενοι τους σκοπούς της, η δε ατομική τους κρίση και συμπεριφορά ήταν ενταγμένη στην εγκληματική λογική της οργάνωσης, ενώ τυχόν υπάρχουσες αμφιβολίες σχετικά με την νομιμότητα των πράξεων που καλούνταν να εκτελέσουν, ήταν ανεπίτρεπτες και μη ανεκτές».