Πρόσφατα έπεσα πάνω σε ένα facebook status, το οποίο αναφερόταν στη συγκεκριμένη λέξη, αναμφίβολα από τις πιο διάσημες της ελληνικής γλώσσας εδώ και πολλές δεκαετίες. Ο χρήστης περιέγραφε ένα περιστατικό της καθημερινότητας, έγραφε ότι άκουσε δύο νέα κορίτσια να φωνάζουν η μια την άλλη «ρε μαλάκα», γεγονός που χαρακτήρισε ως «αποκαρδιωτικό». Τα πιο μετριοπαθή σχόλια κάτω από το ποστ κινήθηκαν στο ίδιο μήκος απογοήτευσης, μερικά ξέφυγαν φτάνοντας στο το ότι είναι εξίσου αντιαισθητική η πόση από μπουκάλι μπύρας αλλά και το στρίψιμο τσιγάρου.
Αφήνοντας τους παρωχημένους πλέον κανόνες περί του τι είναι θηλυκό και τι όχι, νόμιζα πως η χρήση του «μαλάκας» είναι ένα θέμα που λύθηκε στην αυγή της Μεταπολίτευσης. Όπως αναφέρει ο γλωσσολόγος Σταμάτης Μπέης στο Λεξικό της Δεκαετίας του ‘80. «Τη λέξη αυτή κάποτε τη χρησιμοποιούσαν ιστορικά κυρίως άρρενες κάθε ηλικίας και λαϊκών κυρίως στρωμάτων. Από τη δεκαετία του 1980 και έπειτα και ακόμη εντονότερα σήμερα, η λέξη εκστομίζεται εξίσου από τις γυναίκες και σε βάση διαταξική, διαγενεακή, όπως εξάλλου το σύνολο σχεδόν του προφορικού οπλοστασίου της κοινής νεοελληνικής…Είναι κατανοητή από όλους τους ομιλητές της ελληνικής και χρησιμοποιείται από τους πιο πολλούς, γι’ αυτό και δεν έχει τον συνθηματικό χαρακτήρα “της γλώσσας των νέων”, ούτε αποτελεί ένδειξη γλωσσικής και κοινωνικής ταυτότητας μεταξύ αυτών που τη χρησιμοποιούν».
Ο Σταμάτης Μπέης αποδίδει τη διάδοση της λέξης στην παγίωση μιας νεανικής κουλτούρας που αμφισβήτησε τις παραδοσιακές αξίες, μιας κουλτούρας-γέννημα της κομβικής δεκαετίας για τις κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις στη νεότερη ιστορία της χώρας που πήρε τη λέξη από το πεδίο της βωμολοχίας και το έβαλε σε εκείνο της οικειότητας, όπως είναι κι ο υπότιτλος του λήμματος στο παραπάνω κοινωνικό, πολιτικό και πολιτισμικό λεξικό.
Από το «Άντε σπάσε ρε μαλάκα» του Σταμάτη Γαρδέλη και της εποχής της βιντεοκασέτας, το «Να δεις που κάποτε θα μας πούνε και μαλάκες» του Γιάννη Μηλιώκα και το σατυρικό «Μάλακα, πιο μαλακά» του Χάρρυ Κλυν μέχρι το επεισόδιο των Απαράδεκτων, αφιερωμένο σε ένα παιδικό τραύμα του Σπύρου (Παπαδόπουλου) που τον έκανε να μην αντέχει ως ενήλικας να τον αποκαλούν έτσι οι φίλοι του και τη χρήση της λέξης από την ελληνική hip hop σκηνή και το classic του Τάκι Τσαν, η λέξη μεταδόθηκε σε εθνικό δίκτυο και τραγουδήθηκε δημόσια.
Τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές στην αναζήτηση της λέξης «μαλάκας» το Google δίνει 2.800.000 αποτελέσματα. Βλέποντας όμως εκείνο το facebook status, προκύπτουν μερικά ερωτήματα: Τι ορίζουμε ως slang, περιθωριακό λεξιλόγιο ή αργκό και τι όχι; / Ποιοι τη χρησιμοποιούν; / Σε ποιες κοινωνικές περιστάσεις «επιτρέπεται»;/ Πότε μια λέξη «ταμπού» περνάει από γενιά σε γενιά/ Πώς γίνεται μέρος μιας ευρύτερης κουλτούρας;/ Τελικά, ο «μαλάκας» είναι όντως η πιο δημοφιλής ελληνική λέξη ανεξαρτήτως ηλικίας, φύλου και κοινωνικής τάξης;
«Η λέξη αργκό είναι δάνειο από τη γαλλική argot, η οποία πιθανώς συνδέεται με το ρήμα argoter (λογομαχώ). Αρχικά είχε τη σημασία “συντεχνία κλεφτών” και προς τα τέλη του 17ου αιώνα πήρε και τη σημασία της ειδικής συνθηματικής γλώσσας τους». Από την έρευνα του Νίκου Σαραντάκου προκύπτει πως ένας από τους πρώτους συγγραφείς που μελέτησε τη γαλλική αργκό σε βάθος ήταν ο Βίκτωρ Ουγκώ, ο οποίος της αφιερώνει μια ολόκληρη ενότητα στον 4ο τόμο των Αθλίων, υπό τύπον δοκιμίου 15-20 σελίδων, χαρακτηρίζοντάς την ως «γλώσσα των σκοταδιών».
«Στην πραγματικότητα, υπάρχουν πολλές αργκό, πολλές συνθηματικές γλώσσες: των νέων, διάφορων περιθωριακών ομάδων κτλ. Υπάρχουν και επαγγελματικές συνθηματικές γλώσσες, όπως ήταν παλιότερα τα κουδαρίτικα, η γλώσσα των Ηπειρωτών χτιστάδων, και τα ντόρτικα, η γλώσσα των τσιγγάνων χαλκιάδων της Ευρυτανίας, ενώ και στην εποχή μας ειδικό λεξιλόγιο βρίσκουμε σε άφθονους κλάδους κι ομάδες, π.χ. νοσηλευτές, κομπιουτεράδες, φορτηγατζήδες ή γκέιμερς. Ξέρουμε επίσης τα καλιαρντά, τη γλώσσα των ομοφυλοφίλων, που την έκανε ευρύτερα γνωστή η μελέτη του Ηλία Πετρόπουλου. Μια ειδική περίπτωση είναι η γλώσσα του στρατού, αφενός επειδή από τον στρατό περνάει σχεδόν ο μισός πληθυσμός της χώρας και αφετέρου επειδή οι περισσότεροι μένουν σχετικά μικρό χρονικό διάστημα».
Λέει «γλώσσα», αλλά ταυτόχρονα, ο Νίκος Σαραντάκος εξηγεί γιατί ο χαρακτηρισμός αυτός είναι ανακριβής: «Οι συνθηματικές γλώσσες δεν είναι σωστές και ακέραιες, αλλά ένα μάλλον περιορισμένο σύνολο από λέξεις, κυρίως ουσιαστικά και ρήματα. Τις υπόλοιπες λέξεις, τις δανείζονται από την κοινή νεοελληνική. Ένα παράδειγμα από τα «κουδαρίτικα» είναι το: “Άμα σταμέψουμι, θα καψαλίσουμι δίχους άλλου, γιατί τώρα η ντένα μίκρινι κι όλου ταμπακίζ’” και σημαίνει “Άμα τελειώσουμε, θα φύγουμε δίχως άλλο γιατί τώρα μίκρυνε η μέρα και όλο βρέχει”. Βέβαια, η φράση αυτή δεν έχει ίσως ανάγκη να παραμείνει μυστική, όπως θα συνέβαινε με την “τι ντινιάτικο φοράτε;» (= τι μεροκάματο παίρνετε) που μπορούμε να τη φανταστούμε να λέγεται ενώ δίπλα βρίσκεται και το αφεντικό, που δεν ξέρει τη γλώσσα». Άρα ο συνθηματικός χαρακτήρας είναι μία μόνο από τις λειτουργίες της αργκό, ενώ η δεύτερη βασική λειτουργία της είναι να δώσει στους ομιλητές της την αίσθηση ότι ανήκουν σε μια ομάδα».
Φέρνοντας ως παράδειγμα τα καλιαρντά, δείχνει ότι η αργκό παίρνει λέξεις της καθομιλουμένης και τις αλλάζει σε σημασία και σε μορφή, ενώ επίσης δανείζεται πολύ εύκολα από ξένες γλώσσες. «Όπως έχει αποδειχτεί από νεότερες έρευνες, έχουν αντλήσει το περισσότερο βασικό τους λεξιλόγιο από τη ρομανί, τη γλώσσα των Ρομά. Φαίνεται ότι στον 19ο αιώνα η διάλεκτος των πορνείων είχε ως βάση της τη ρομανί· κάποια στιγμή, ίσως επειδή οι ομοφυλόφιλοι δούλευαν ως βοηθητικό προσωπικό στα πορνεία, η διάλεκτος των πορνείων αποτέλεσε τη βάση για τη διάλεκτο των ομοφυλόφιλων, που αργότερα ονομάστηκαν Καλιαρντά. Κάτι ανάλογο συνέβη με τη λουμπούντζα που είναι το τουρκικό αντίστοιχο των καλιαρντών. Παράλληλα, δεν είναι απίθανο να συμβεί ώσμωση ανάμεσα σε δυο επιμέρους αργκό και λέξεις της μίας να περάσουν στην άλλη π.χ. από τα καλιαρντά στη γλώσσα του υποκόσμου. Επίσης συμβαίνει λέξεις και εκφράσεις της αργκό να περάσουν στη λαϊκή γλώσσα (η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στις δυο αυτές κατηγορίες δεν είναι βέβαια σαφής και αδιαπέραστη) και στη συνέχεια στην κοινή γλώσσα και να λεξικογραφηθούν».
Δύο ακόμα παραδείγματά του είναι οι λέξεις «πουρό» (ηλικιωμένος) και «τεκνό» (νεαρό άτομο). Οι λέξεις αυτές έχουν τσιγγάνικη ετυμολογία και προέρχονται από τα καλιαρντά, ενώ η πρώτη από αυτές εμφανίζεται στο παλαιότερο μέχρι στιγμής γλωσσάρι της αργκό των ομοφυλοφίλων, από το 1904. Σύμφωνα λοιπόν με τον Νίκο Σαραντάκο, οι λέξεις αυτές κάποια στιγμή πέρασαν στη γενική λαϊκή γλώσσα κι έτσι καταγράφονται στο Λεξικό της Πιάτσας του Βρασίδα Καπετανάκη το 1950 και στο λίγο μεταγενέστερο Λεξικό της Λαϊκής του Δαγκίτση, αλλά όχι στα γενικά λεξικά της εποχής. Ωστόσο, στη συνέχεια περνάνε και στην καθομιλουμένη κι αρχίζουν όλο και περισσότερο να γράφονται -όχι μόνο να μιλιούνται- με αποτέλεσμα να λεξικογραφηθούν σε νεότερα λεξικά όπως το Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής και το Λεξικό Μπαμπινιώτη, στα τέλη της δεκαετίας του ’90.
Όπως διαπίστωσε ο συγγραφέας και στην αναζήτησης της γέννησης του «μαλάκα», το μειονέκτημα με τις λέξεις της αργκό είναι ότι, επειδή σπάνια γράφονταν, είναι πολύ δύσκολο να ανιχνεύσει κανείς τη διαδρομή τους. «Συνήθως, μόνο εικασίες μπορούμε να κάνουμε. Για παράδειγμα, η εικασία μου είναι ότι η λέξη “αλαλούμ” οφείλεται στην αργκό των θεατρικών μπουλουκιών. Πάντως, οι συχνά βραχύβιες λαϊκές εφημερίδες του 19ου αιώνα αποτελούν κοίτασμα που δεν έχει ακόμα αξιοποιηθεί από τους ερευνητές».
Δύο αιώνες αργότερα, τόσο μέσω εγχειρημάτων όπως το slang.gr ή το κυπριακό Cyslang που κατέστησε δυνατή τη συλλογική λεξικογραφία και καταγραφή της αργκό, και μέσω των κοινωνικών δικτύων, ο Νίκος Σαραντάκος αντιλαμβάνεται ότι με το Διαδίκτυο επιταχύνεται κι εντείνεται η επικοινωνία και η ώσμωση ανάμεσα στις επιμέρους ομάδες και επομένως η διάδοση λέξεων πέρα από τα στεγανά. «Αλλά το πιο βασικό ίσως είναι ότι στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης η επικοινωνία γίνεται μεν (τυπικά) γραπτά αλλά ουσιαστικά πρόκειται για προφορικό λόγο σε ό,τι αφορά την αμεσότητα και την προχειρότητα, που όμως διατηρείται, αποτυπώνεται και δεν… πετάει. Έτσι ίσως γίνεται πιο εύκολη η διάδοση λέξεων και η καθιέρωσή τους όπως επίσης και η λεξικογραφική έρευνα».
Από κοινωνιογλωσσικής σκοπιάς, το περιθωριακό λεξιλόγιο αναδεικνύει, και συνάμα αποδεικνύει, την ετερογένεια και την ποικιλότητα στη γλώσσα.
Σημειώνει ότι η αργκό δεν αποτελείται αποκλειστικά από λέξεις-ταμπού, όπως αυτές που περιγράφουν τα γεννητικά όργανα ή σωματικές λειτουργίες κι είναι πάμπολλες στην καθομιλουμένη, ακόμα και στην παιδική γλώσσα. «Απλώς η αργκό έχει μεγαλύτερο ποσοστό από λέξεις-ταμπού σε σύγκριση με την κοινή γλώσσα, επειδή δεν έχει δικές της λέξεις για όλες τις έννοιες και δανείζεται λέξεις της κοινής. Το κοινό στοιχείο ανάμεσα σε λέξεις-ταμπού (μη αργκοτικές) και λέξεις της αργκό είναι ότι δύσκολα γράφονται ή προφέρονται σε ορισμένους κύκλους. Σε ένα επίσημο δείπνο δεν μπορούμε εύκολα να πούμε ούτε “κώλος” (ταμπού, αλλά όχι αργκό) ούτε “έγινα ρόμπα” (αργκό αλλά όχι ταμπού)».
Υπερθεματίζοντας σχετικά με το πού «χωράει» η αργκό και πού όχι, η γλωσσολόγος Ράνια Καραχάλιου προσθέτει ότι όταν λέξεις περιθωριακές κατορθώνουν και παρεισφρέουν σε επίσημες περιστάσεις λόγου προκαλούν εκνευρισμό, αναστάτωση, αμηχανία που εκδηλώνεται με κοκκίνισμα κι, ενίοτε, χαχανητά. Στο διδακτορικό της, μελέτησε τις λειτουργίες του «ρε» στις συνομιλιακές αφηγήσεις. «Σελίδες επί σελίδων αφιερωμένες στο μικρό αυτό, αλλά εξαιρετικά μαγικό, γλωσσικό στοιχείο», όπως λέει. Φανταστείτε τώρα κατά την υποστήριξη της διατριβής, να έλεγε σε κάθε μέλος της επιτροπής, μετά τις ερωτήσεις/παρατηρήσεις του: «Ευχαριστώ ρε!»…
«Θα θεωρούνταν ακατάλληλο και απρεπές για την περίσταση, εκτός βέβαια αν μεσολαβούσε πυροσβεστικά το χιούμορ». Πού θέλει να καταλήξει; Από κοινωνιογλωσσικής σκοπιάς, το περιθωριακό λεξιλόγιο αναδεικνύει, και συνάμα αποδεικνύει, την ετερογένεια και την ποικιλότητα στη γλώσσα. Η γλωσσολόγος Κατερίνα Χριστοπούλου συμπληρώνει ότι το περιθωριακό λεξιλόγιο είναι, λοιπόν, κομμάτι κοινωνιολέκτων που εμφανίζονται σε ανεπίσημες περιστάσεις επικοινωνίας, «αποκλίνουν από τη νόρμα, την πρότυπη γλώσσα που προωθείται από τους θεσμούς και την εκπαίδευση, και συνδέεται με ομάδες που αντιτάσσονται στους φορείς εξουσίας, και γενικότερα σε οτιδήποτε επιδιώκει ή επιχειρεί να επιβάλει μια κανονικότητα».
Ως μπροστάρη στην φιλολογική/λαογραφική καταγραφή του περιθωριακού λεξιλογίου, η Κατερίνα Χριστοπούλου αναφέρει τον Ηλία Πετρόπουλο. «Ανήσυχο και οξύ πνεύμα, ασχολήθηκε με ποικίλες διαστάσεις του περιθωρίου. Ας δούμε μερικούς χαρακτηριστικούς τίτλους των έργων του: Της φυλακής, Τα μικρά ρεμπέτικα, Το μπουρδέλο, Το άγιο χασισάκι, Καλιαρντά, Καπανταήδες και μαχαιροβγάλτες, ρεμπέτικα τραγούδια, Υπόκοσμος και Καραγκιόζης, Ρεμπετολογία, Παροιμίες του υποκόσμου. Και η Μαίρη Κουκουλέ, συνοδοιπόρος με τη Νεολληνική Αθυροστομία της». Ο Ηλίας Πετρόπουλος λογοκρίθηκε και καταδικάστηκε από τα ελληνικά δικαστήρια της Χούντας για τον χαρακτήρα των γραπτών του και γι’ αυτό συνέχισε το συγγραφικό του έργο από το Παρίσι όπου και πέθανε τον Σεπτέμβριο του 2003.
«Ο αυνανισμός αποτελούσε μια πράξη που θεωρούνταν κατακριτέα κι επιβλαβής. Ωστόσο, τις τελευταίες δεκαετίες έπαψε να συνδέεται με σωματικές/ψυχικές παρενέργειες και να θεωρείται ταμπού, με αποτέλεσμα η λέξη να έχει υποστεί σημασιολογική βελτίωση».
Οι ταξινομήσεις του περιθωριακού λεξιλογίου γίνονται συνήθως με βάση την κοινωνική ομάδα που το χρησιμοποιεί. Η Κατερίνα Χριστοπούλου στην άκρως ενδιαφέρουσα διατριβή της με τίτλο «Μια λεξιλογική προσέγγιση στο περιθωριακό λεξιλόγιο της Νέας Ελληνικής», στην οποία θα βρείτε συστηματοποιημένα όσα συζητάμε εδώ, μελετάει το λεξιλόγιο της πιάτσας, των ομοφυλόφιλων, των ρεμπέτηδων, των νέων, των τοξικομανών, των φυλακισμένων, των φαντάρων και των φιλάθλων.
Τι χαρακτηριστικά έχει το περιθωριακό λεξιλόγιο; Η ίδια παρατηρεί ότι λίγο πολύ, όλοι/ες οι ομιλητές/τριες μιας γλωσσικής κοινότητας συνδέουν το περιθωριακό λεξιλόγιο με τις άσεμνες λέξεις, κι όχι άδικα, αφού χαρακτηρισμοί προσώπων ή καταστάσεων με βάση τα γεννητικά όργανα, τις απεκκρίσεις του σώματος, τη σεξουαλική πράξη καταλαμβάνουν ένα μεγάλο μέρος του περιθωριακού λεξιλογίου. Είναι όμως όλες οι περιθωριακές λέξεις άσεμνες; Δεν είναι, επισημαίνει, αν σκεφτούμε μερικά παραδείγματα όπως «λεβέντης» – ασίκης (λεξιλόγιο ρεμπέτηδων), «μεσάνυχτα» – μιντλανότα (καλιαρντά), «διασυρμός» – ρόμπα (λεξιλόγιο νέων). Από την άλλη, συχνά αξιοποιείται η μεταφορική σημασία μιας λέξης που ανήκει στη νόρμα όπως «πηδάω», «(τα) παίρνω» κ.λπ.
Πότε μια λέξη όμως της slang φεύγει από τα στενά της όρια; Όπως είναι φυσικό και όπως αναφέρει χαρακτηριστικά η Ράνια Καραχάλιου, καθώς οι λέξεις δεν ζουν αιχμάλωτες στα λεξικά αλλά σε ένα κοινωνικό και πολιτισμικό περιβάλλον που μεταβάλλεται διαρκώς, επόμενο είναι να επηρεάζονται από τις ζυμώσεις που γίνονται σε κοινωνικό επίπεδο.
Η Κατερίνα Χριστοπούλου επιβεβαιώνει ότι χαρακτηριστική περίπτωση απενοχοποίησης στη νέα ελληνική αποτελεί η λέξη «μαλάκας». Στην κυριολεξία, μαλάκας είναι αυτός που αυνανίζεται. «Ο αυνανισμός αποτελούσε μια πράξη που θεωρούνταν κατακριτέα κι επιβλαβής, ιδίως μέσα σε ένα πουριτανικό χριστιανικό πλαίσιο. Ωστόσο, τις τελευταίες δεκαετίες ο αυνανισμός έπαψε να συνδέεται με τις σωματικές/ψυχικές παρενέργειες και να θεωρείται ταμπού, με αποτέλεσμα η λέξη να έχει υποστεί σημασιολογική βελτίωση».
Πόσες φορές έχετε αποκαλέσει κάποιον δικό σας άνθρωπο «μαλάκα», όχι με αρνητική χροιά, ούτε καν με τρόπο σκωπτικό, αλλά αντιμετωπίζοντας τη λέξη ως μία προσφώνηση που δεν θα προκαλέσει παρεξήγηση μεταξύ σας; Ενδεχομένως πολλές. Μήπως αρκετές; Ελάχιστες; Έστω, έχετε ακούσει να συμβαίνει γύρω σας;
Η ευρεία χρήση της λέξης σε φιλικά περιβάλλοντα, για να σηματοδοτήσει την οικειότητα, συμβάλλει στον περιορισμό της αρνητικής της χροιάς, καταλήγει η Ράνια Καραχάλιου. «Κι όταν έχει συμβεί κάτι τέτοιο, η λέξη “εξημερώνεται”, φορά τα καλά της, παίρνει προαγωγή και γίνεται λήμμα στα επίσημα λεξικά».