Το καλοκαίρι του Άκη Καπράνου

Αν ήταν ταινία το καλοκαίρι μου Δεν έχει γυριστεί αυτή η ταινία ακόμα, γιατί δεν έχω ακόμα ξεκαθαρίσει τι σημαίνει το «καλοκαίρι ΜΟΥ».

Το βιβλίο που θα πάρω φέτος είναι  Πήρα το Το μακρύ ταξίδι της άμμου, ένα άτυπο ταξιδιωτικό ημερολόγιο που ο Παζολίνι συνέταξε το 1959, ταξιδεύοντας με ένα φιατάκι στις ακτές της Ιταλίας. Είχα την ψευδαίσθηση πως θα είχα τον χρόνο να το διαβάσω.

Πάντα θα θυμάμαι το μπάνιο στην παραλία στην Ίο. Από όλα τα νερά του κόσμου. Τίποτα δε συγκρίνεται με την Ίο.

Μια φωτογραφία που μου θυμίζει πολλά κρατώντας το εικοσάευρο που κέρδισα τζογάροντας με ένα τάληρο στο καζίνο του Εστορίλ (Πορτογαλία) – κάτι που μας «έσωσε» γιατί είχαμε ξεχάσει τα λεφτά μας στο ξενοδοχείο και χρειαζόμασταν οπωσδήποτε κάποια χρήματα για να επιστρέψουμε. Θυμάμαι πως μπήκαμε στο καζίνο λίγο – πολύ σα γύφτοι, με ρούχα παραλίας. Τα κέρδισα σε ένα βιντεοπαίχνιδο τύπου blackjack.

Και η ανάμνηση που έχω σαν παιδί είναι διακοπές στη Ραφήνα με τους δικούς μου, εκείνοι να ακούν Κριστόφ και εγώ να βάζω τα κλάματα για τον κύριο που είναι τόσο στεναχωρημένος επειδή του έκλεψαν το κορίτσι (να σημειωθεί παρακαλώ πως δεν είχα πάει δημοτικό ακόμα και, φυσικά, δε γνώριζα λέξη γαλλικά)

Πάντα στις διακοπές ήθελα να είμαι μόνος. Δεν έχω πάει ποτέ διακοπές μόνος.

Αυτό που με εκνευρίζει είναι η ζέστη. Μισώ ό,τι επιβραδύνει την κίνηση μου, το αντιλαμβάνομαι ως φασιστική επιβολή στο σώμα μου. Τρέφω τα ίδια συναισθήματα για τη βροχή.

Αν μου έχει μείνει στον ουρανίσκο ένα φαγητό αυτό ήταν pasta με μανιτάρια του δάσους, στο Καμιλιατέλο, ένα μικρό θέρετρο κάπου στη Καλάμπρια. Βρεθήκαμε εκεί καλοκαίρι (χειμερινό το μέρος) και έμεινα για μία μόλις μέρα. Αύγουστο μήνα, εγώ αγόρασα ζακέτα για να βγάλω τη νύχτα. Λίγος κόσμος, όλα off season γι αυτούς, πάμφθηνα για εμάς. Εκείνα τα μανιτάρια ακόμα τα σκέφτομαι.

Του φρούτο του καλοκαιριού είναι  «Λοιπόν, θα πήξεις στη ζέστη και στη ταλαιπωρία, θα πας ψυχαναγκαστικές διακοπές γιατί έτσι λειτουργεί το σύστημα, αλλά δες τι σου δίνω!» λέει το καλοκαίρι, και δείχνει τα φρούτα του. Όλα τα καλοκαιρινά φρούτα μου αρέσουν. Είναι η συγγνώμη της πιο κουραστικής, για μένα, εποχής.

Και στο μυαλό ένα hangover είναι στη Σαντορίνη, Tithora, έτος 1995. Μετά από μνημειώδεις ποσότητες αλκοόλ τρώω μια μυθική τούμπα και φεύγω για ύπνο με τη παρέα τρεκλίζοντας, ξημερώματα. Ξυπνώ από τους πόνους: κάτι έχει πάθει το χέρι μου. Φίλος στενός (ο ηθοποιός και  μουσικός Ορέστης Οικονομόπουλος) με συνοδεύει στο νοσοκομείο του νησιού. Γνωρίζει το δρόμο γιατί και αυτός βρέθηκε εκεί για ράμματα μια βδομάδα πριν (επίσης από τούμπα). «Περίμενε να δεις τη νοσοκόμα που έχει βάρδια» μου λέει, και έχει δίκιο: το πλάσμα μπροστά μας μοιάζει να έχει βγει από τη πένα του Manara που έρχεται αντιμέτωπο με το θέαμα δυο άβγαλτων (και βλαμμένων) 18ρηδων που γελάνε από έξαψη, μέθη και συστολή ταυτόχρονα.

Και θυμάμαι πως γνώρισα αυτόν τον άνθρωπο, (την ιστορία του), που μετά δεν τον ξαναείδα ποτέ.  Καλοκαίρι, Ρώμη, 2009. Έχω φτάσει εκεί για μια συνέντευξη με την Κάθριν Ζέτα Τζόουνς. Προσέξτε τώρα πως σκέφτεται ένας εκατομμυριούχος όταν βαριέται: καθ’ όλη τη διάρκεια της συνομιλίας μας, που γίνεται στον υπαίθριο χώρο μιας ταβέρνας «κλεισμένης» γι αυτή τη δουλειά – ενώ σκάει ο τζίτζικας – η εμφανώς βαριεστημένη σταρ αρχίζει ξαφνικά να κάνει αέρα με τη φούστα της, σηκώνοντας την ολοένα και πιο ψηλά, τσεκάροντας παράλληλα την ευθύτητα του βλέμματος μου (το οποίο συγκρατώ στα μάτια της με χαλύβδινη στιβαρότητα – αν εξαιρέσεις μια – δυο στιγμές). Με άλλα λόγια, έχω γίνει το παιχνίδι της. Anyway, διασκεδάζει εκείνη, κάνω κι εγώ τη δουλειά μου, τελειώνουμε, πάω μια μικρή βόλτα και γυρίζω μεσάνυχτα στο ξενοδοχείο μου, το πιο φτηνό που μπορούσα να βρω εκείνη τη περίοδο. Χτυπάω κουδούνι, δεν απαντά κανείς. «Aspettare» ακούω, αλλά η φωνή δεν έρχεται μέσα από το ξενοδοχείο, Είναι η φωνή μιας άστεγης κυρίας που έχει «στρωσει» να κοιμηθεί στις αλυσοδεμένες καρέκλες μιας διπλανής καφετέριας. Μου εξηγεί πως ο υπάλληλος κάνει περίπου 15 με 20 λεπτά να ανοίξει την πόρτα τέτοια ώρα και μου προτείνει να κάτσω μαζί της. Στο μεταξύ, κι εγώ έχω ακόμα στο χέρι μου ένα μισογεμάτο μπουκάλι Nostre Azzuro. Κάθομαι. Εκείνη, όπως είπα, κυρία. Έχει συγυρίσει αυτό το μικρό τουρλουμπούκι από δεμένα τραπεζάκια και καρέκλες, όπως θα συγύριζε κάποια το σαλόνι της. «Μένω εδώ επειδή ο γιος μου με πέταξε από το σπίτι. Η γυναίκα του το ζήτησε. Δε με πειράζει πολύ, ξέρω πως ο γιος μου φοβόταν πάντα τις γυναίκες. Αλλά δεν το καταλαβαίνω κιόλας γιατί τον μεγάλωσα με πολλή αγάπη. Ο πατέρας του μας παράτησε πολλά χρόνια πριν, δεν έχω κανέναν. Non c’è rispetto per le vittime!». Η τελευταία φράση σκάει με δύναμη – μετά όμως το πρόσωπο της αρχίζει να γλυκαίνει. «Πως σε λένε; Έχεις παιδί εσύ; Τα πας καλά στο σπίτι σου; Ζει η μητέρα σου;», οι επόμενες ερωτήσεις. Όταν άνοιξε η πόρτα του ξενοδοχείου μου, έφυγα με μια μικρή ντροπή.

Το πρώτο πράγμα που κάνω όταν γυρίζω πίσω είναι βαθιές ανάσες και οπωσδήποτε δυο κολλητά ξενύχτια στα όρια της εξαθλίωσης.  

Ο Άκης Καπράνος είναι κριτικός κινηματογράφου.
POPAGANDA

Share
Published by
POPAGANDA