Αν κάποιος διεξήγαγε μια έρευνα στη χώρα, στοχεύοντας σε ένα κοινό που έχει «σοβαρές» απαιτήσεις από τη σύνδεσή του στο διαδίκτυο και ρωτώντας τους συμμετέχοντες σε αυτή για το κατά πόσο είναι ικανοποιημένοι από τις ταχύτητες και την ποιότητα της σύνδεσής τους στο ίντερνετ, τότε κατά πάσα πιθανότητα το ποσοστό που θα του απαντούσε με ένα «όλα καλά», θα ήταν πιο μικρό κι απ’ αυτό του ΚΚΕ στις πρόσφατες ευρωεκλογές. Οι Έλληνες δεν κρύβουν τη δυσαρέσκειά τους σε κάθε ευκαιρία και εδώ που τα λέμε, ελάχιστες είναι οι περιοχές που οι ευρυζωνικές συνδέσεις προσεγγίζουν την ονομαστική ταχύτητα που υπόσχονται.
Οι πολυδιαφημισμένες VDSL είναι όνειρο απατηλό για πλήθος κόσμου που έχει την ατυχία να μένει σε περιοχή όπου το τηλεφωνικό δίκτυο και οι υποδομές είναι παρωχημένης τεχνολογίας και άρα δεν είναι σε θέση να προσφέρουν υπηρεσίες τέτοιου επιπέδου. Η μοναδική λύση που τους προσφέρεται είναι να κάνουν υπομονή και απλά να… περιμένουν, μέχρι να αναβαθμιστεί το δίκτυο της ευρύτερης περιοχής και να αποκτήσουν κι εκείνοι δικαίωμα στο όνειρο. Σίγουρα το ιδανικό θα ήταν κάθε σπίτι, όπου κι αν βρισκόταν στην ελληνική περιφέρεια, να είχε πρόσβαση στο διαδίκτυο στις υψηλότερες δυνατές ταχύτητες –με άλλα λόγια VDSL για όλους! Φυσικά αυτό δεν είναι εφικτό για μια σειρά από πρακτικούς λόγους όμως η χώρα μας τουλάχιστον, δεν αποτελεί εξαίρεση σε κάποιον κανόνα.
Πράγματι η χώρα μας δεν φημίζεται για την ταχύτητα πρόσβασης στο διαδίκτυο που προσφέρει. Τα 4,9 Mbit/s της εξασφάλισαν την 35η θέση στον ετήσιο κατάλογο της Akamai Technologies για το 2013, αρκετά πίσω από την 1ηΝότιο Κορέα των 21,9 Mbit/s ή τη 2ηΙαπωνία των 12,8 Mbit/s –μια καλή επίδοση όμως αναλογιζόμενοι τα 3,8 Mbit/s που είναι ο παγκόσμιος μ.ο. κατά την Akamai (αυξήθηκε στα 3,9 Mbit/s για το 2014). Εννοείται πως η κατάσταση σε άλλα κράτη στο θέμα της ταχύτητας πρόσβασης στο ίντερνετ είναι πολύ καλύτερη: Ολλανδία, Ηνωμένο Βασίλειο, Αυστρία και οι Σκανδιναβικές χώρες είναι μερικές απ’ αυτές που μπορούν να καυχιούνται για την ποιότητα του ίντερνετ που απολαμβάνουν οι κάτοικοί τους. Φυσικά, μιλώντας για ποιότητα, δεν αναφερόμαστε μόνο στην ταχύτητα αλλά στο ευρύτερο πλαίσιο της ευρυζωνικότητας και των υπηρεσιών διαδικτύου.
Αν το τελευταίο δεν έγινε απόλυτα κατανοητό, ας πάρουμε τις ΗΠΑ σαν υπόθεση εργασίας: σε όλη τη χώρα υπάρχουν κατά βάση τρεις (3) πάροχοι υπηρεσιών ίντερνετ: η Time Warner Cable, η Comcast και η Verizon. Το πρόβλημα με αυτές είναι ότι ουσιαστικά έχουν μοιράσει την «πίτα» της αγοράς στα τρία και η καθεμία τσιμπάει και από διαφορετικό κομμάτι. Τα πράγματα δεν είναι όπως στην Ελλάδα που οι πάροχοι κονταροχτυπιούνται στήθος με στήθος για τον κάθε έναν συνδρομητή. Στις ΗΠΑ το 67% των νοικοκυριών μπορεί να διαλέξει μεταξύ δύο ή και λιγότερων εταιρειών (ήτοι μίας ή και καμίας) όσον αφορά στην πρόσβασή του στο ίντερνετ. Το δε 80% των αμερικανικών νοικοκυριών μπορεί να αποκτήσει σύνδεση στα 25 Mbps αλλά από έναν και μόνο πάροχο! Στα 50 Mbps το ποσοστό ανεβαίνει στο 82%. Με δεδομένο ότι εναλλακτικές δεν υπάρχουν (το δορυφορικό είναι ακόμα εξωφρενικά ακριβό), οι πάροχοι έχουν το ελεύθερο να κάνουν αυτό που νομίζουν εκείνοι καλύτερο: τα παράπονα για τις χρεώσεις, τα συμβόλαια, τις υπηρεσίες που διαφέρουν από τις δεσμεύσεις και όλα τα σχετικά είναι καθημερινό φαινόμενο στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού. Το καλύτερο όλων; Με την Comcast να ετοιμάζεται να εξαγοράσει την Time Warner Cable, τα πράγματα θα χειροτερέψουν: μιλάμε για την πρώτη εταιρεία που εξαγοράζει τη δεύτερη σε μια ολόκληρη αγορά διάολε!
Περνώντας στο θέμα του κόστους, τα πράγματα δεν είναι καλύτερα για τους Αμερικάνους. Στη Σεούλ, επί παραδείγματι, η τιμή για τα 10 Mbps παίζει στα $15 τον μήνα, την ώρα που στη Ζυρίχη ανεβαίνει στα $30. Στο Παρίσι τα πράγματα είναι καλύτερα με τα 25 Mbps να παίζουν στα $35 όταν στο Λονδίνο τα 15 Mbps χρεώνονται $37,5. Εκεί που ξεφεύγει το πράγμα όμως είναι στις ΗΠΑ: στην Ουάσινγκτον τα 25 Mbps κοστίζουν $68 τον μήνα, στη Νέα Υόρκη τα 15 Mbps πάνε στα $70 ενώ –κρατηθείτε- στο Σαν Φρανσίσκο, εκεί δηλαδή που χτυπά η καρδιά της Τεχνολογίας, της καινοτομίας και της σύγχρονης επιχειρηματικότητας (Σίλικον Βάλεϊ κανείς;), τα 25 Mbps χρεώνονται $99! Πληροφοριακά, για την Ελλάδα μια μέση τιμή για τα 24 Mbps είναι τα $22,7 ενώ για τα 50 Mbps είναι τα $35 (μετατροπή σε δολάρια των ισχυουσών τιμών). Να σημειωθεί απλά ότι οι ταχύτητες σύνδεσης είναι ονομαστικές: οι πραγματικές συνήθως διαφέρουν λίγο ή πολύ και πάντα προς τα κάτω.
Η Ελλάδα έχει να επιδείξει ικανοποιητικό ανταγωνισμό σε ό,τι αφορά τις υπηρεσίες τηλεφωνίας και ίντερνετ. Δραστηριοποιούνται αρκετές εταιρείες που καλύπτουν ικανοποιητικό αριθμό περιοχών η καθεμία, οπότε ο μέσος καταναλωτής έχει τη δυνατότητα αφ’ ενός να επιλέξει τον πάροχό του, αφ’ ετέρου να τον αντικαταστήσει με κάποιον άλλον εφ’ όσον εκείνος δεν ανταποκριθεί στις δεσμεύσεις του –επειδή πρέπει να τα λέμε όλα, η Επιτροπή Ανταγωνισμού στο συγκεκριμένο θέμα έχει κάνει καλή δουλειά. Αν δε, στα παραπάνω έρθει κάποιος να συνυπολογίσει το γεγονός ότι σχεδόν κανείς δεν αγοράζει αποκλειστικά υπηρεσίες διαδικτύου αλλά μεγαλύτερα πακέτα, double ή και triple play που περιλαμβάνουν μέσα τηλέφωνο και τηλεόραση, τότε το «value for money» που απολαμβάνουν οι κάτοικοι της χώρας μας είναι εντυπωσιακό. Το ζήτημα βέβαια που πρέπει να λυθεί, αφορά τις υποδομές οι οποίες σε πλήθος περιοχών είναι αρχαίες, με αποτέλεσμα οι εταιρείες να μην είναι σε θέση να εξυπηρετήσουν όπως θα έπρεπε τους συνδρομητές τους, προσφέροντας υποδεέστερες ταχύτητες ή και καθόλου πρόσβαση σε ορισμένες υπηρεσίες. Ο Έλληνας έχει συμφιλιωθεί με την ιδέα πλέον πως αν πάρει μια DSL στα 24 Mbps, αυτή θα «κλειδώσει» στην καλύτερη περίπτωση στα μισά, κάτι που ουσιαστικά αυξάνει το κόστος πρόσβασης στο διαδίκτυο στο διπλάσιο. Αυτό αλλά και άλλα θέματα που επηρεάζουν την όλη ποιότητα υπηρεσιών που απολαμβάνουν οι καταναλωτές θα μπορούσαν να λυθούν με ένα συνολικά καλύτερο δίκτυο, αρτιότερες υποδομές, μεγαλύτερη κάλυψη και εν γένει περαιτέρω επένδυση στο κομμάτι αυτό. Που γίνεται αλλά θέλει το χρόνο της…
Τελικά τι πρέπει να κάνουμε; Να βλαστημάμε την ώρα και τη στιγμή που αποφασίσαμε να βγούμε στο ίντερνετ ή να λέμε και πάλι καλά βλέποντας τα όσα συμβαίνουν σε θεωρητικά σαφώς πιο προηγμένες τεχνολογικά χώρες όπως φερ’ ειπείν οι ΗΠΑ; Η αλήθεια βρίσκεται κάπου στη μέση: οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι τα τελευταία 15 χρόνια η χώρα μας έχει κάνει άλματα προόδου σε ό,τι αφορά την ευρυζωνικότητα, τη διείσδυσή της, τις υπηρεσίες διαδικτύου και τηλεφωνίας και την κάλυψη του κοινού. Από την άλλη βέβαια έχει κι άλλα, πολλά βήματα να κάνει μέχρι να φτάσει στον στόχο της οπότε η προσπάθεια δεν σταματά. Το καλό είναι πως το κοινό «αγκαλιάζει» κάθε νέα υπηρεσία που βγαίνει, δίνοντας έτσι το «ΟΚ» στους παρόχους να συνεχίσουν να δουλεύουν πάνω στην περαιτέρω ανάπτυξη δικτύου, υποδομών, τιμολόγησης και υπηρεσιών αφού γνωρίζουν ότι υπάρχει έμπρακτο ενδιαφέρον. Όπως σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, ο χρόνος θα δείξει αν η καλή αρχή που έχουμε κάνει, θα έχει την ανάλογη συνέχεια.