ΨΥΧΙΚΗ ΥΓΕΙΑ

Όταν το burnout δεν σε αφήνει να χαρείς ούτε την καλοκαιρινή σου άδεια

Ένας πρώην θεραπευόμενός μου (είμαι και ψυχοθεραπεύτρια), ο οποίος εργάζεται επί πολλές ώρες την εβδομάδα ως μηχανικός, είχε πάρει την καλοκαιρινή του άδεια το διάστημα που έκανε μαζί μου ψυχοθεραπεία. Στις τελευταίες συνεδρίες, μου περιέγραφε πως ένιωθε εξαντλημένος και είχε ανάγκη από ξεκούραση. Όσο δελεαστική και αν του ήταν όμως η ιδέα να κοιμηθεί νωρίς, να δει μια αγαπημένη ταινία, να διαβάσει ένα βιβλίο ή απλά να κοιτάζει το ταβάνι, με κάποιον τρόπο κατέληγε να γεμίζει το πρόγραμμά του με κοινωνικές εκδηλώσεις, συναυλίες, συναντήσεις με φίλους σε κλαμπ μέχρι το πρωί, ακόμα και επαγγελματικές μικρο-υποχρεώσεις.

Από την αρχή των συνεδριών μας, κομβικό σημείο είχε αποτελέσει η δυσκολία του «να μην κάνει τίποτα» (όταν φυσικά είχε τη δυνατότητα) και να μην έχει ανάγκη να γεμίζει το πρόγραμμά του για να αποδείξει στον εαυτό του πως είναι αρκετά ικανός. Το πρόγραμμα όμως γέμιζε όλο και περισσότερο: μπάσκετ, ποδόσφαιρο, γεύματα με συναδέλφους που στην πραγματικότητα ήθελε να αποφύγει, κ.ά.: «Προσπαθώ να καταλάβω πώς κατάφερα να κάνω τόσα πολλά, ενώ δεν ήθελα να κάνω τίποτα. Κατά κάποιον τρόπο, το να μην κάνω τίποτα μου φαίνεται αδύνατο. Πώς μπορείς απλά να μην κάνεις τίποτα;!», είχε αναρωτηθεί.

Γιατί τη στιγμή που ο συγκεκριμένος άνθρωπος προσπαθεί να καταλάβει τον λόγο που του φαίνεται αδύνατο να μην καταπιάνεται με κάτι, βλέπει και κρίνει τον εαυτό του από την οπτική γωνία μιας κουλτούρας που αντιμετωπίζει με περιφρόνηση οτιδήποτε παραπέμπει σε αδράνεια και απραξία. Στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες που τρέφονται από αυτό που πάει χέρι-χέρι με τον καπιταλισμό, τον ανταγωνισμό, το να κοιτάζεις απλώς το ταβάνι ή να σκρολάρεις reels στο κινητό σου μεταφράζεται πολύ εύκολα σε «αχρηστία» και «ανικανότητα», και η γλύκα της τεμπελιάς αποκτά αρνητική χροιά.

Πώς φτάσαμε να μιλάμε για burnout σε μία αχόρταγη κοινωνία

Υπό τη συνεχή εποπτεία μιας κοινωνίας που εξάγει βιαστικά συμπεράσματα και λατρεύει να κουνάει το δάχτυλο, επιδιώκοντας να αποδείξει την ανωτερότητά της, τα μέλη της αναρωτιούνται αν είναι αρκετά για να ικανοποιήσουν τις προσδοκίες της, ενώ συχνά νιώθουν ντροπή στην ιδέα ότι δεν είναι επαρκώς παραγωγικά. Η αγωνία με την οποία μας τροφοδοτεί αυτός ο τρόπος σκέψης, καταλήγει να μας αφήνει εξαντλημένους για να εργαστούμε και ταυτόχρονα ανίκανους να ξεκουραστούμε, ενώ καλλιεργεί το αίσθημα της ανεπάρκειας που κλινικά συνδέεται με τα αυξημένα επίπεδα κατάθλιψης.

Όπως περιγράφει ο ψυχαναλυτής Josh Cohen σε αφιέρωμά του στο περιοδικό 1843 του Economist, αυτή είναι η βασική δυσχερής θέση στην οποία βρίσκεται το άτομο που βιώνει αυτό που αποκαλούμε «επαγγελματική εξουθένωση» – ή πιο απλά, burnout: Πρόκειται για το αίσθημα εξάντλησης που συνοδεύεται από έναν νευρικό καταναγκασμό του ανθρώπου να συνεχίζει να εργάζεται, ακόμα κι αν τα ίδια του τα αφεντικά του εύχονται να απολαύσει την άδειά του. Η επαγγελματική εξουθένωση συνεπάγεται την απώλεια της ικανότητας να χαλαρώνει κανείς, να «μην κάνει τίποτα». Εμποδίζει το άτομο να συμφιλιωθεί με τις συνηθισμένες απολαύσεις – ύπνος, θάλασσα, περίπατοι στη φύση, πολύωρες συζητήσεις με φίλους, και άλλες συνήθειες που προορίζονται να προκαλούν ηρεμία και ευχαρίστηση. 

Η επαγγελματική εξουθένωση δεν είχε λάβει αναγνωρισμένη διάγνωση μέχρι το 1974, όταν ο Γερμανοαμερικανός ψυχολόγος Herbert Freudenberger υιοθέτησε τον όρο για να περιγράψει τον αυξανόμενο αριθμό ανθρώπων που αντιμετώπιζαν «σωματική ή ψυχική κατάρρευση που προκαλείται από την υπερβολική εργασία ή το άγχος». Η σχέση του burnout με το στρες και το άγχος είναι καθοριστικής σημασίας, διότι διακρίνει την επαγγελματική εξουθένωση από την απλή εξάντληση.

Αν και σχετικά πρόσφατα διαγνωσμένη, η επαγγελματική εξουθένωση έχει μια ιστορία που εκτείνεται πολλούς αιώνες πίσω. Η συνθήκη της «μελαγχολικής κούρασης» διαγνώστηκε από τον Ιπποκράτη και τον Γαληνό και είχε αναγνωριστεί σε όλο τον αρχαίο κόσμο. Εμφανίζεται επίσης στη μεσαιωνική θεολογία ως acedia, μια αδιαφορία για την κοσμική ζωή που προκαλείται από την πνευματική εξάντληση. Κατά τη διάρκεια της Αναγέννησης, μια περίοδο αμείλικτων αλλαγών, το έργο χαρακτικής του Albrecht Dürer του 1514 “Melancholia I” ήταν η πιο διάσημη από τις πολλές εικόνες που απεικονίζουν τον άνθρωπο απελπισμένο από την παροδικότητα της ζωής.

Αλλά μόλις στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα οι συγγραφείς άρχισαν να συνδέουν αυτή την κατάσταση με τις συγκεκριμένες πιέσεις της σύγχρονης ζωής. Το 1879, ο Αμερικανός νευρολόγος George Beard δημοσίευσε το έργο “A practical treatise on nervous exhaustion (neurasthenia)”, προσδιορίζοντας τη νευρασθένεια ως ασθένεια ενδημική δεδομένου του ρυθμού και της έντασης της σύγχρονης βιομηχανικής ζωής. Ο νευρασθενικός “fin-de-siècle”, στον οποίο συγκλίνουν η εξάντληση και η νεύρωση, έχει ένα υπερφορτωμένο και υπερδιεγερμένο νευρικό σύστημα.

Η κουλτούρα της εξαντλητικής εργασίας επικρατεί σε πολλά επαγγέλματα – από τον τραπεζικό τομέα και τη νομική έως τα μέσα ενημέρωσης και τη διαφήμιση, την υγεία, την εκπαίδευση και άλλες υπηρεσίες. Μια μελέτη του 2012 από το Πανεπιστήμιο της Νότιας Καλιφόρνιας διαπίστωσε ότι κάθε ένας από τους 24 αρχάριους τραπεζικούς υπαλλήλους που παρακολούθησε, ανέπτυξε μια διαταραχή που σχετίζεται με το άγχος (όπως αϋπνία, αλκοολισμό ή διατροφική διαταραχή) μέσα σε μια δεκαετία στη δουλειά.

Μια πολύ μεγαλύτερη έρευνα του 2014 από την eFinancialCareers σε 9.000 χρηματοοικονομικούς υπαλλήλους σε πόλεις ανά τον κόσμο (συμπεριλαμβανομένου του Χονγκ Κονγκ, του Λονδίνου, της Νέας Υόρκης και της Φρανκφούρτης) έδειξε ότι εργάζονται συνήθως μεταξύ 80 και 120 ωρών την εβδομάδα, με την πλειοψηφία να αισθάνεται τουλάχιστον εν μέρει εξουθενωμένη και κάπου μεταξύ 10% και 20% (ανάλογα με τη χώρα) να περιγράφουν τους εαυτούς τους ως εντελώς εξουθενωμένους.

Κι όμως, μπορούμε να μην είμαστε επαγγελματικά εξουθενωμένοι

Πίσω από την αδυναμία να σταματήσουμε να δουλεύουμε υπάρχει φυσικά η ανασφάλεια, η οποία «κουμπώνει» ιδανικά με τις επιταγές των καπιταλιστικών κοινωνιών. Ή, ακόμα πιο ορθά, αυτές ακριβώς είναι που ευθύνονται για την καλλιέργεια της ανασφάλειας (μαζί φυσικά με τραύματα του παρελθόντος που μπορεί να έχουν αναπτυχθεί εξαιτίας καταπιεστικών ή απαιτητικών συμπεριφορών οικείων προσώπων μας). Αν και η ψυχοθεραπεία -ιδίως η Γνωσιακή-Συμπεριφορική, στη βάση της οποίας βρίσκεται η προσπάθεια ανάπτυξης εναλλακτικών σκέψεων γύρω από το δικαίωμα στην αδράνεια– μπορεί να αποτελέσει ένα ιδιαίτερα βοηθητικό εργαλείο, ταυτόχρονα για πολύ κόσμο είναι συναισθηματικά απαιτητική, χρονοβόρα και δαπανηρή.

Σε λιγότερο σοβαρές περιπτώσεις επαγγελματικής εξουθένωσης, συχνά οι δυσκολίες που προκαλούν τη νευρική εξάντληση, η οποία οδηγεί σε ψυχαναγκαστικά μοτίβα, είναι περισσότερο εξωτερικές παρά εσωτερικές. Σε τέτοιες περιπτώσεις, αξίζει να στραφούμε σε πρώτη φάση σε πιο πρακτικές λύσεις, επιχειρώντας να εκτεθούμε σε αυτό που φοβόμαστε. Μπορούμε, για παράδειγμα, να προσπαθήσουμε να μειώσουμε όσο το δυνατόν περισσότερο το ωράριο εργασίας και να αφιερώσουμε περισσότερο χρόνο για χαλάρωση ή για στοχαστικές πρακτικές όπως η γιόγκα και ο διαλογισμός. Στην αρχή μισή ώρα παραπάνω, στη συνέχεια μία – γιατί όχι και περισσότερη. Όπως έχει αναλύσει στη θεωρία του ο ψυχίατρος Aaron T. Beck, η απλή ακρόαση και προσοχή στις ανάγκες του εσωτερικού εαυτού σε αντίθεση με τις απαιτήσεις του εξωτερικού κόσμου μπορεί να έχει μεταμορφωτικό αποτέλεσμα.

Φυσικά, οι προτάσεις αυτές φαίνονται μη ρεαλιστικές για πολύ κόσμο που ταλαιπωρείται από την ψυχαναγκαστική σχέση με την εργασία, τόσο από πρακτικής όσο και από ψυχολογικής άποψης. Πολλοί άνθρωποι απασχολούνται σε τομείς που απαιτούν αυστηρά ωράρια και αδιάκοπη ψυχολογική δέσμευση, με την έννοια ότι η μείωση των ωρών εργασίας -και έτσι η απομάκρυνση από τα υψηλότερα επίπεδα του παιχνιδιού- είναι πιθανό να προκαλέσει περισσότερο παρά λιγότερο άγχος σε κάποιον που επιδιώκει αδιάκοπα να πετύχει περισσότερα και να ανελιχθεί. Έτσι, ενώ υπάρχουν πολλά μέσα με τα οποία μπορούμε να βοηθήσουμε τον εαυτό μας, όταν η επαγγελματική εξουθένωση είναι σοβαρή και έχει ψυχολογικές ρίζες (ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή, κατάθλιψη, έντονη ανασφάλεια κ.λπ.), η ψυχοθεραπεία γίνεται περισσότερο αναγκαία.

Η νευρική εξάντληση που αναπτύσσεται εξαιτίας της επαγγελματικής εξουθένωσης πηγάζει από την ευλαβική προσκόλλησή μας σε μια ατελείωτη λίστα βραχυπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων υποχρεώσεων, το «τικάρισμα» των οποίων φέρνει ένα ψευδαισθητικό αίσθημα ανακούφισης και ικανοποίησης. Σε μια ψυχοθεραπευτική συνεδρία, στην οποία για μία περίπου ώρα αποκοβόμαστε από τις υποχρεώσεις μας και κάνουμε στην άκρη το κινητό, μπορούμε να μιλήσουμε ελεύθερα, αφήνοντας τον εαυτό μας να πάει όπου τον οδηγούν οι σκέψεις μας. Για ορισμένα λεπτά μιας συνεδρίας μπορεί να είμαστε σιωπηλοί/ές, ανακαλύπτοντας την αξία του να βρισκόμαστε απλά στον ίδιο χώρο με κάποιον/α, χωρίς να χρειάζεται να του αποδείξουμε με κάποιον τρόπο την αξία μας, ενσταλάζοντας έτσι μια εκτίμηση για αυτό που ο Αμερικανός ψυχαναλυτής Jonathan Lear αποκαλεί «νοητική δραστηριότητα χωρίς σκοπό».

Η συζήτηση με έναν θεραπευτή ή μία θεραπεύτρια μπορεί να μας βοηθήσει να ανακαλύψουμε εκείνα τα στοιχεία της δικής μας ιστορίας και του χαρακτήρα μας που μας καθιστούν ιδιαίτερα ευάλωτους/ες σε συγκεκριμένες δυσκολίες, όπως η επαγγελματική εξουθένωση. Στο αφιέρωμά του στο 1843, ο Josh Cohen περιγράφει πώς δύο θεραπευόμενοί του έφτασαν από την πρώιμη παιδική τους ηλικία να συνδέουν την αξία τους με τα επίπεδα των επιτευγμάτων τους. Υπό τη συνεχή πίεση από μέσα τους να «είναι οι καλύτεροι», ήταν πιθανό να αισθάνονται άδειοι και εξαντλημένοι όταν, αναπόφευκτα, ένιωθαν ότι δεν κατάφεραν να ανταποκριθούν σε αυτή την ιδανική εικόνα του εαυτού τους.

Όπως μοιράστηκε με τον ψυχαναλυτή ο ένας από αυτούς, δεν θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί τους γονείς του να διαβάζουν, να συζητούν ξέγνοιαστοι ή να βλέπουν τηλεόραση. Αντιθέτως, θυμάται οικογενειακά γεύματα να τελειώνουν βιαστικά, με τον έναν ή και τους δύο γονείς να θέλουν να φύγουν για τη μία ή την άλλη υποχρέωση. Η δική του ζωή ήταν έντονα προγραμματισμένη με εργασίες για το σπίτι και εξωσχολικά μαθήματα, και οι δύο γονείς του τον χαρακτήριζαν συνεχώς «τεμπέλη», περνώντας του το μήνυμα πως για να είναι άξιος, αγαπητός και αποδεκτός, θα πρέπει να είναι ο «καλύτερος» στην τάξη και να μελετάει συνεχώς.

Ερχόμενες και ερχόμενοι σε επαφή με τέτοιες ιστορίες ή αντίστοιχα προσωπικά μας βιώματα, δεν είναι δύσκολο να κατανοήσουμε γιατί μπορεί να νιώθουμε ντροπή όταν «χάνουμε χρόνο» ή γιατί το να ξεκουραζόμαστε για οποιοδήποτε χρονικό διάστημα ισοδυναμεί με «σπατάλη» χρόνου. Η κατανόηση των προσωπικών μας βιωμάτων και των εμπειριών άλλων ανθρώπων, μπορούν να βοηθήσουν στη σταδιακή αμφισβήτηση των εσωτερικευμένων πεποιθήσεών μας σχετικά με το τι συνιστά «παραγωγική» χρήση του χρόνου μας. Μας ενθαρρύνει να σκεφτούμε τι είδους ζωή θα άξιζε να ζήσουμε, αντί να ζούμε απλώς τη ζωή με την οποία υποθέτουμε ότι έχουμε κατασταλάξει. Το ταξίδι για την αναζήτηση του «πραγματικού μας εαυτού», όπως λέει ο Carl Rogers, είναι ακόμη μακρύ.

Στο άρθρο οι κλινικές περιπτώσεις και τα ονόματα έχουν παραποιηθεί για την προστασία της εμπιστευτικότητας.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Λουίζα Σολομών-Πάντα