«… δεν μπορώ να θυμηθώ την πρώτη φορά που βούτηξα στα νερά του Μούρτου…»

Καλοκαίρι του 1985. Η αλήθεια είναι ότι δεν μπορώ να θυμηθώ την πρώτη φορά που βούτηξα στα νερά του Μούρτου. Ήμουν μόλις ενός έτους αλλά λένε πως ακόμα κι αν δεν έχεις μνήμες σου μένει μια αίσθηση από τα πρώτα χρόνια της ζωής σου που σε καθορίζει με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Η παραλία του Μούρτου είναι το σημείο αναφοράς των παιδικών αλλά και ενήλικων χρόνων μου. Μέχρι και σήμερα δεν έχει υπάρξει καλοκαίρι της ζωής μου που να μην ξαναβαφτίστηκα στα νερά του. Ο μικρός αυτός κόλπος στην περιοχή των Συβότων, γνωστός σήμερα σαν Μικρή Άμμος, (όνομα περίεργο για μένα μιας που η παραλία έχει μικρά βοτσαλάκια), ήταν κάποτε μια απομακρυσμένη απάτητη παραλία που δεν είχε καν πρόσβαση απ’ τον δρόμο. Ένα δύσβατο μονοπάτι υπήρχε μόνο που έκανε την κατάβαση σχεδόν αδύνατη. Το 1981, πριν ακόμα γεννηθώ, ο πατέρας μου με τους θείους μου άνοιξαν τον δρόμο για τη θάλασσα. Με κασμάδες, φτυάρια και πλάκες έκαναν την παραλία προσβάσιμη σε οικογένειες που ήθελαν να κατασκηνώσουν ελεύθερα σε ένα τοπίο πέρα για πέρα φυσικό και ανεκμετάλλευτο. Κάπως έτσι και η δική μου οικογένεια μαζεύονταν εκεί τα καλοκαίρια, στήνανε τις σκηνές τους όλοι μαζί σαν σε μικρό κοινόβιο και περνούσαν τα πιο όμορφα χρόνια της ζωής τους, όπως λέει σήμερα ο πατέρας μου.

Ήταν μια παρέα 15 ατόμων που μαγείρευαν, ψάρευαν, έπαιρναν  νερό απ’ τις φυσικές πηγές του Μούρτου και οι μόνοι άγνωστοί τους στην παραλία ήταν κάποιοι Ιταλοί που σιγά σιγά έγιναν οι καλοκαιρινοί τους φίλοι. Σκέφτομαι καμιά φορά ότι όλες αυτές οι ιστορίες που έχω ακούσει αφορούν στην ουσία μια παρέα τριαντάρηδων που έκαναν περίπου ότι κάνουμε και εμείς σήμερα  στις ελάχιστες ανεκμετάλλευτες παραλίες που έχουν μείνει, ρισκάροντας πάντα να ξυπνήσουμε το πρωί απ’ τις φωνές των μπάτσων την ώρα που μπαίνει στη σκηνή το πρώτο δροσερό αεράκι και ψάχνουμε με το χέρι το σεντόνι για να σκεπαστούμε. Στο Μούρτο έμαθα να κολυμπάω. Σαν χτες μου φαίνεται καμιά φορά η πρώτη φορά που άφησα τα μπρατσάκια πίσω μου και κολύμπησα μέχρι τη μύτη του βράχου στα βαθιά γαλαζοπράσσινα νερά, με τον πατέρα μου δίπλα μου να με επιβραβεύει. Μέχρι τα οχτώ μου χρόνια ο Μούρτος ήταν το όνειρο του Χειμώνα. Είχα ζωγραφίσει σε έναν καμβά την παραλία και η μητέρα μου το είχε καδράρει σε πορτοκαλί κορνίζα για να ταιριάζει με τον ήλιο που είχα βάλει να δύει. Το κοιτούσα κάθε βράδυ πριν κοιμηθώ. Τα καλοκαίρια παίζαμε με τις ώρες στην παραλία με τα ξαδέρφια μου, χτίζαμε κάστρα και σπίτια, κοιμόμασταν κάτω απ’ τις ελιές, περιμέναμε τον θείο μου να μας φέρει γαριδάκια Τι και Τι από το χωριό των Συβότων και εξαντλημένα απ΄ το παιχνίδι κοιμόμασταν ενώ οι γονείς μας άναβαν φωτιές στην παραλία και έκαναν νυχτερινό μπάνιο.

Όλα αυτά μέχρι το 1994. Συνεχίσαμε να πηγαίνουμε αλλά η παραλία δεν ήταν πια κατάλληλη για ελεύθερο camping. Είχε αρχίσει να γίνεται γνωστή και χρόνο με τον χρόνο έρχονταν όλο και περισσότερος κόσμος. Παρ’ όλα αυτά όπου κι αν πήγα, όπου κι αν έχω πάει δεν έχω νιώσει ένα φυσικό μέρος πιο δικό μου. Γι’ αυτό το λόγο τρία χρόνια πριν όταν έφτασα στην παραλία του Μούρτου γεμάτη προσμονή, ένιωσα τον βιασμό των παιδικών μου αναμνήσεων. Κάποιος έχει πει πως πατρίδα είναι οι παιδικές μας αναμνήσεις. Αυτό το ονειρικό μέρος με την πυκνή βλάστηση και τα παγωμένα διάφανα νερά είχε μεταμορφωθεί σε κερδοφόρα επιχείρηση με την συγκατάθεση του δήμου και την  υποστήριξη του κόσμου που ενοχλούνταν από τα χαλικάκια που τρυπούσαν τα υπερευαίσθητα πατουσάκια τους και την έλλειψη διασκεδαστικής μουσικής.  Ο μικρός κόλπος του Μούρτου είχε μια τεράστια καγκελόπορτα που σου επέτρεπε την πρόσβαση τις ώρες που ήθελαν οι ιδιοκτήτες του μπαρ. Το μικρό βοτσαλάκι ήταν καλυμμένο με τεράστια γαλάζια πουφ. Στα πλαϊνά  των βράχων, είχαν τοποθετηθεί προβολείς για να βλέπουν τα γυμνασμένα κορμιά τους χορεύοντας Άννα, οι νάρκισσοι κάγκουρες  και οι αλαφροΐσκιωτες γεμάτες baby oil τύπισσες. Οι πηγές δεν είχαν πια πρόσβαση, οι ελιές είχαν κατακρεουργηθεί και το ακατέργαστο χώμα είχε μεταμορφωθεί σε γκαζόν με πολύχρωμες ξαπλώστρες. Κάπου εκεί, ανάμεσα στα λιωμένα κορμιά με τις παγωμένες μπύρες ήθελα να ουρλιάξω. Ήθελα να γίνει ένα τσουνάμι, να εκδικηθεί η φύση που λένε, και να γκρεμιστούν τα πάντα. Τώρα πηγαίνω μια φορά το χρόνο για μια βουτιά, στα ομορφότερα νερά που έχω δει στη ζωή μου, για να δω την θάλασσα και να με δει κι αυτή, σαν φόρο τιμής στα παιδικά μου χρόνια.

Ασπασία Κουλύρα

Share
Published by
Ασπασία Κουλύρα