«Για μένα το Soy Nero είναι μια συνεχής σύγκρουση του ονείρου με την πραγματικότητα», λέει ο Rafi Pitts, καθισμένος στον καναπέ του σε μια σουίτα στο Grand Hayatt του Βερολίνου, μιλώντας στους δημοσιογράφους. «Ξεκινά απ’ το Αμερικάνικο Όνειρο, το οποίο όλοι ξέρουμε, τη Γη της Επαγγελίας, την οποία όλοι ξέρουμε, και καταλήγει στο Dream Act, το οποίο, όπως αποδείχθηκε, κανείς δεν ήξερε», συμπληρώνει και χαμογελά, μ’ ένα μειδίαμα που σαν να υπογραμμίζει κάπως αυτήν την σωματική του κινησιολογία, σα μια μεγάλη γάτα ζαλισμένη και κουρασμένη απ’ το μπαράζ των συνεντεύξεων που ακολούθησαν την παγκόσμια πρεμιέρα της ταινίας του πριν από λίγες μέρες στο Φεστιβάλ Βερολίνου.
Γεννημένος στη Μασάντ του Ιράν, με παιδικάτα στην Τεχεράνη (σ’ ένα υπόγειο διαμέρισμα κάτω από ένα στούντιο post-production) κι εφηβεία στην Αγγλία (χώρα καταγωγής του πατέρα του) απ’ όταν ξέσπασε ο πόλεμος με το Ιράκ, ο Pitts μιλάει και κινείται λίγο όπως θα περίμενες έναν ροκ σταρ να μιλάει και να κινείται: σαν ένας ζαλισμένος αίλουρος, μεθυσμένος απ’ την ικανοποίηση μιας καλής συναυλίας. Βέβαια ροκ σταρ δεν τον λες ακριβώς, αλλά με το Φεστιβάλ Βερολίνου έχει μια σχέση που κρατάει από παλιά: έχει διεκδικήσει δυο φορές τη Χρυσή Άρκτο, με τα It’s Winter και The Hunter, κι ίσως ετούτη την τρίτη του φορά να το ακουμπήσει κιόλας το τρόπαιο. «Εγώ θέλω απλώς να σιγουρευτώ ότι στο επόμενο φεστιβάλ που θα βρεθώ, δεν θα υπάρχει άνθρωπος που να με ρωτήσει “τι είναι ένας Στρατιώτης Πράσινης Κάρτας”», λέει στην Popaganda, όταν η κουβέντα πάει στις διακρίσεις. «Αν γίνει αυτό, θα έχω κερδίσει το μεγαλύτερο βραβείο που θα μπορούσε να μου έχει δώσει ποτέ το φεστιβάλ Βερολίνου».
Μεγάλες κουβέντες, βέβαια, αλλά η αλήθεια είναι πως, εκτός από έκπληκτος, αισθάνεσαι και κομματάκι απογοητευμένος απ’ τον εαυτό σου, όταν μαθαίνεις γι’ αυτόν τον ολότελα συναρπαστικό, κεντρικό άξονα της ταινίας του: το Dream Act. «Μετά την 11η Σεπτεμβρίου, και αφού ψηφίστηκε το Patriot Act που διευκόλυνε τις απελάσεις των παράνομων μεταναστών κι ενίσχυε τη φύλαξη των συνόρων, ο Bush σκαρφίστηκε επίσης και το Dream Act» μάς πληροφορεί το εισαγωγικό κείμενο της ταινίας, συστήνοντάς μας ένα νομοσχέδιο, που έδινε τη δυνατότητα στους υπό απέλαση να στρατολογηθούν στις αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις, ως Στρατιώτες της Πράσινης Κάρτας.
Μισθοφόροι του Ονείρου, και συγκεκριμένα του αμερικάνικου, θα μπορούσε να είναι ένας εναλλακτικός τίτλος γι’ αυτούς τους στρατιώτες, αφού αυτό που προέβλεπε ουσιαστικά το Dream Act ήταν να πολιτογραφηθείς Αμερικανός, για αντάλλαγμα 2 χρόνια της ζωής σου σε μια απ’ τις εμπόλεμες ζώνες των ΗΠΑ. Αυτό που δεν αποκάλυπτε βέβαια η κυβέρνηση Μπους, ήταν πως, απ’ όσους γυρνούσαν πίσω στις ΗΠΑ μετά από δυο χρόνια στο μέτωπο για πάρτη της, ένα ποσοστό της τάξεως του 80% απελαύνονταν αυτόματα.
Ακούγεται εξοργιστικό, και φυσικά είναι, πιο έντονη όμως είναι η αντίδραση του Pitts όχι στο ίδιο το θέμα, όσο στην άγνοια του κόσμου –άγνοια την οποία για πολύ καιρό μοιραζόταν κι ο ίδιος. «Δεν μπορώ να το πιστέψω ότι είναι δυνατόν να μην ξέρει κανείς για τους Στρατιώτες της Πράσινης Κάρτας» εξανίσταται ο σκηνοθέτης όταν ανοίγει η κουβέντα για το θέμα, και «με κάνει να νιώθω πολύ άβολα» συμπληρώνει, εξηγώντας πως «κι εγώ δεν είμαι κανένας οραματιστής, τυχαία έπεσα πάνω σ’ αυτήν την πραγματικότητα, γιατί έψαχνα να κάνω μια ταινία για ανθρώπους που ξεριζώνονται, και για την ανάγκη των ανθρώπων να νιώθουν ότι ανήκουν κάπου».
Και παρ’ ότι ο κεντρικός άξονας κι η αφετηρία της ταινίας του Pitts είναι ακριβώς αυτή η τρομερή φάμπρικα εκμετάλλευσης που κρύβεται πίσω απ’ τους εν λόγω στρατιώτες, η καρδιά της ιστορίας του βρίσκεται σ’ αυτήν την ανάγκη του ανθρώπου να βυθίσει τις ρίζες του σε ένα κάποιο χώμα, και να τις κρατήσει εκεί. Ο Nero, ο ήρωας της ταινίας, είναι ένα 17χρονο αγόρι μεξικανικής καταγωγής, το οποίο πρωτοσυναντάμε σε μια από τις πολλές (προφανώς) αποτυχημένες του απόπειρες να περάσει τα σύνορα του Μεξικό για να βρει τον αδερφό του στην Καλιφόρνια. Οι συνοριοφύλακες που τον συλλαμβάνουν, δεν δείχνουν καμία προθυμία να πιστέψουν ότι μεγάλωσε στη Νότια Καλιφόρνια και πήγαινε σχολείο εκεί μέχρι να απελαθεί με τη μάνα του. Την ίδια δυσπιστία μοιραζόμαστε βέβαια κι εμείς.
«Υπάρχουν και Γερμανοί στρατιώτες Πράσινης Κάρτας, υπάρχουν και Γάλλοι και Ιρανοί όπως υπάρχουν οι Μεξικανοί, γι’ αυτό και μου έκανε τόσο μεγάλη εντύπωση το πόσο άγνωστη ήταν αυτή η ιστορία. Στη δική μου όμως περίπτωση, ήθελα να πω την ιστορία ενός Αμερικανού στρατιώτη Πράσινης Κάρτας, γιατί ήθελα να τονίσω αυτόν τον παραλογισμό του ότι η Καλιφόρνια, στο όχι και τόσο μακρινό παρελθόν, ανήκε στο Μεξικό. Και τώρα το Μεξικό έχει έναν τοίχο, που δεν του επιτρέπει την είσοδο σ’ αυτό το κομμάτι γης. Κι αυτό, την ίδια ώρα που η οικονομία αυτής της γης, της Καλιφόρνιας, είναι πλήρως εξαρτημένη απ’ τους Μεξικανούς! Αυτός ο παραλογισμός μού είχε γίνει έμμονη ιδέα».
Η επιστροφή του Ιρανού στις μεγάλες οθόνες, μισή δεκαετία μετά το ισοπεδωτικό The Hunter, δεν είναι πάντως χωρίς τα προβληματικά της σημεία. Με κυριότερο το ότι ο Pitts, με βοήθεια απ’ τον βετεράνο Ρουμάνο σεναριογράφο Razvan Radulescu (Ο Θάνατος του κου Λαζαρέσκου (2005), 4 Μήνες, 3 Εβδομάδες και 2 Μέρες (2007)), και τον τάχιστα ανερχόμενο Έλληνα δ/ντη φωτογραφίας Γρηγόρη Καραμάνη (Chevalier), και φεύγει απ’ τα Παρίσια και τις Λόνδρες όπου ζει, εργάζεται, και βιώνει από πρώτο χέρι τα καλά και τα στραβά της πολυπολιτισιμικής συνύπαρξης και αφομοίωσης, για να πάει να γυρίσει μια ταινία για την εθνική ταυτότητα, σ’ ένα απ’ τα πιο εθνοτικά πολυποίκιλα, και ταυτόχρονα ένα απ’ τα πιο δυσανεκτικά στην εθνοτική ποικιλία έθνη στον κόσμο. Ως εδώ όλα ωραία και καλά, αλλά για την γοητεία αυτού του έθνους, και τον μαγνητισμό που ασκεί στον ήρωά τους, ελάχιστα ενδιαφέρονται να μας δείξουν, αποδυναμόνοντας έτσι στην ουσία το δραματουργικό βάθος του βασικού τους χαρακτήρα.
Η χώρα στην οποία θέλει τόσο να αφομοιωθεί ο Nero, λειτουργεί στην ταινία του Pitts είτε ως ιλουστρασιόν εξώφυλλο (οι φράχτες των επαύλεων του Beverly Hills, άλλο ένα σύνορο που καλείται ο Nero να περάσει όταν φτάνει στον αδερφό του, μοιάζουν βγαλμένες από διαφημιστικό συμπλεγμάτων πολυτελών κατοικιών), είτε ως ένα καρικατουρίστικο κεφάλαιο της pulp λογοτεχνίας (ο συναισθηματικά και μάλλον ψυχολογικά ασταθής hillbilly, τον οποίο ο Nero πρέπει να ανεχθεί για να φτάσει ως εκεί, αποκρυσταλώνει στην εντέλεια την ατάκα-αποθέωση του Pitts στη συνέντευξη Τύπου της ταινίας «δεν έχω γνωρίσει ακόμη κανέναν Αμερικανό που να είναι νορμάλ»). Αυτή η επιφανειακή αντιμετώπιση θα ήταν εντάξει, αν ζητούμενο ήταν να απεικονισθεί η τμηματική αντίληψη που μπορεί να έχει ένας παραπλανημένος μετανάστης για τη χώρα της επαγγελίας του. Ο Nero, όμως, δεν είναι απλώς και μόνο μετανάστης: είναι ένας Οδυσσέας που βρίσκει τα λιμάνια της Ιθάκης του ερμητικά κλειστά, και τη διπρόσωπη Πηνελόπη του από καιρό φευγάτη. Πόσες φορές θα επιστρέφεις σε μια Πηνελόπη που σ’ έχει προδώσει;
«Δεν υπάρχει κανείς, σε κανένα κομμάτι του κόσμου, που ηθελημένα θα σηκωθεί και θα παρατήσει τη χώρα του, κι αυτό είναι κάτι που αξίζει σεβασμό» σημειώνει αυστηρά ο Pitts, όταν συζητάμε για τις παράλληλες γραμμές που συνδέουν την οδύσσεια του Nero, με την ευρωπαϊκή εκδοχή του μεταναστευτικού ζητήματος. «Δεν νομίζω ότι κανένας Σύριος θα σκεφτόταν “πρέπει να εξαφανιστώ από εδώ πέρα”, αν στ’ αλήθεια δεν ήταν χωρίς καμία άλλη επιλογή. Οι άνθρωποι αγαπούν τα μέρη όπου βρίσκονται, όπου γεννήθηκαν, όπου ζουν, όπου περιβάλλον από τη ζωή τους, τη γλώσσα τους, την κουλτούρα τους, κι αυτό είναι κάτι που πρέπει να θυμόμαστε. Ιδίως τώρα, που ο ουμανισμός ως χαρακτηριστικό, εξανεμίζεται όλο και πιο γρήγορα, και μετατρέπεται σε διαγωνισμό. Όπως τότε με τη φωτογραφία που είδαμε, απ’ το νεκρό αγόρι στην παραλία στην Ελλάδα, και όλοι μας ξαφνικά γίναμε πολύ συναισθηματικοί, και χωρίς αμφιβολία συγκινηθήκαμε. Από τότε όμως, στην ίδια παραλία έχουν πεθάνει πάνω 300 παιδιά, αλλά δεν βλέπω να υπάρχουν φωτογραφίες. Κι αν υπάρχουν, αντιδρούμε στο στυλ “α το έχουμε ξαναδεί αυτό, πάμε στο επόμενο”».
Εντελώς συμπτωματικά, λίγες ώρες πριν τη συνάντηση με τον Pitts και σε μια άσχετη προβολή της Berlinale, δυο θεατές μιλούσαν για τη θεωρία που βλέπει το μέλλον της ανθρωπότητα στραμμένο σε πολιτικές ηγεσίες αμιγώς θρησκευτικές. Πράγμα λογικό, αφού όταν οι άνθρωποι παύουν να πιστεύουν στους ανθρώπους, παραδοσιακά στρέφουν τα μάτια προς τα πάνω. «Πράγματι, όπως έχουν ισχυρή ανάγκη να ανήκουν κάπου, οι άνθρωποι έχουν και ισχυρή ανάγκη να πιστεύουν σε κάτι», σημειώνει και ο Pitts. «Και σε μια εποχή σαν τη δική μας, όπου οι ιδεολογίες έχουν εξαφανιστεί, η θρησκεία δείχνει ότι έχει πολύ πιο βαθιές ρίζες στην ανθρώπινη συνείδηση. Αν κοιτάξεις τη μουσουλμανική κοινότητα, βλέπεις ότι οι ριζοσπαστική αριστεροί κομμουνιστές που είχαν την εξουσία όταν εγώ ήμουν παιδί, έχουν πια αντικατασταθεί απ’ τη Μουσουλμανική Αδελφότητα. Κι είναι πολύ θλιβερό να βλέπεις μια θρησκεία να μετατρέπεται σε πολιτική οργάνωση. Μόνο κατάχρηση και παρεξηγήσεις μπορούν να προκύψουν όταν συμβαίνει κάτι τέτοιο, κι αυτό το βιώνουμε ξεκάθαρα σήμερα: σκέψου μονάχα πως αντιδρούν οι Ευρωπαίοι, στο άκουσμα και μόνο της λέξης Μουσουλμάνος».
Πριν από λίγους μήνες, ο Rafi Pitts μοντάριζε το Soy Nero του, για να κλειδώσει το τελικό cut της ταινίας που θα έστελνε στο Βερολίνο. Κάπου σε μια γειτονιά του Παρισιού. Λίγα τετράγωνα από ένα πολύ γνωστό, και πολύ ιστορικό συναυλιακό χώρο. Ονόματι Bataclan. «Ήταν ένα τρομερό περιστατικό, όπως τρομερό ήταν και το ότι, άξαφνα, όλοι μιλούσαν για τους Μουσουλμάνους και την μουσουλμανική απειλή. Κι άξαφνα, λόγο της ταχύτητας της πληροφορίας, αυτοί οι τρομοκράτες κατέληξαν συνώνυμοι με 6 εκατομμύρια απ’ τους κατοίκους της Γαλλίας. Σε τέτοιο κόσμο έχουμε φτάσει να ζούμε. Και τώρα, όταν ακούω στη Γαλλία να μιλάνε για την στέρηση της υπηκοότητας από κάποιον που μπορεί να είναι ύποπτος για τρομοκρατία, βλέπω κυβερνήσεις να ξεπουλιούνται, για να μαζέψουν ψήφους ενδίδοντας στο φόβο. Ενδίδοντας, δηλαδή, στην τρομοκρατία. Είναι θλιβερό. Δεν καταλαβαίνω γιατί πρέπει να ζούμε σε έναν τέτοιο κόσμο».