Το παν στη ζωή είναι η καλοπέραση και η καλοπέραση θέλει νέα στέκια. Και είναι ακόμη πιο ευχάριστη η έκπληξη όταν συνειδητοποιείς ότι σου «κάνει» ένα μαγαζί που δεν είναι νέα άφιξη αλλά βρίσκεται στο ίδιο σημείο πριν ακόμη γεννηθείς. Η Red Lion είναι η απόλυτη παμπ καθώς στο κύτταρό της έχουν εγγραφεί ναύτες του 6ου στόλου, ο Frank Sinatra, οι πιλότοι και οι αεροσυνοδοί δεκάδων αεροπορικών εταιριών που ερχόντουσαν εδώ για να φάνε scrabble eggs -όπως στις πατρίδες τους-, άπειρα pints μπίρας, γυρίσματα του «Ρετιρέ», διαφημίσεις με τον Θανάση Βέγγο και φυσικά ο κ. Παντελής Αμπανούδης, ένας άνθρωπος, αμέτρητες ιστορίες τις οποίες διηγείται ακούραστα με την ξενική προφορά του.
«Γεννήθηκα στα Ψαρά, μεγάλωσα μέχρι τα 12 μου στη Χίο, το 1957 φύγαμε οικογενειακώς για το Χάλιφαξ του Καναδά και μετά εγώ βρέθηκα στο Τορόντο. Επέστρεψα στην Ελλάδα και στην Αθήνα συγκεκριμένα το 1970 και αρχικά εργάστηκα στο Galaxy bar, του Hilton. Εκεί σύχναζαν μεγιστάνες από Σαουδική Αραβία, επιχειρηματίες από όλο τον κόσμο αλλά και πληρώματα μεγάλων αεροπορικών εταιριών που διανυκτέρευαν στην πόλη. Μετά το Hilton ήρθε στη ζωή μου το Red Lion, συνέπραξα μαζί με ένα Βρετανό κι έναν Αμερικάνο και οι τρεις μας φτιάξαμε τη μοναδική, εκείνη την εποχή, παμπ της Αθήνας. Ή για να είμαι πιο σωστός να πω ότι υπήρχε ακόμη μία στη Γλυφάδα, την είχε ένας Ιρλανδός, αλλά εκείνη έκλεισε σε πολύ σύντομο διάστημα. Ενώ η Red Lion υπάρχει από το 1972. 43 ολόκληρα χρόνια. Η δεκαετία του ’70 ήταν χρυσή για εμάς. Είχαμε προσωπικό 16 άτομα, ήμασταν ανοιχτά από το πρωί, σερβίραμε τρία γεύματα την ημέρα, πρωινό, μεσημεριανό και δείπνο. Εκείνη την εποχή η πλειονότητα των πελατών μας δεν ήταν Έλληνες: πληρώματα αεροπορικών εταιριών, διπλωματικά σώματα, ξένες αποστολές, τον 6ο στόλο αλλά και Έλληνες που είχαν ζήσει στο εξωτερικό και είχαν εντρυφήσει στην κουλτούρα της παμπ. Είχαμε πολύ δυνατό πρωινό, φυσικά fish ‘n’ chips που αρχικά σερβίραμε σε εφημερίδα, chicken in the basket με πατάτες τηγανιτές προτηγανισμένες εδώ βέβαια και μετά στη φριτέζα με λαρδί. Με τα χρόνια έχουμε γυρίσει σε πιο ελληνικά πιάτα και σε πιο υγιεινά, ο κόσμος δεν προτιμά πια και πολύ τα τηγανητά Πριν κάποια χρόνια είχε πέσει πολύ χιόνι, είχε φτάσει περίπου τα 20 εκατοστά, είχαμε πες σχεδόν αποκλειστεί και έφτιαξα μακαρονάδα ορφανή και κέρασα να φάει όλο το μαγαζί».
«Παλαιότερα, δεν υπήρχε σχεδόν ημέρα που δεν κάναμε χάπενινγκ. Την St. Patrick ‘s Day τη γιορτάζαμε βάφοντας πράσινες τις μπίρες με ειδική για τρόφιμα χρωστική ουσία. Είχαμε γαλοπούλες γεμιστές για τη Ημέρα των Ευχαριστιών και φυσικά κολοκύθες για το Halloween». Μάλλον, η τωρινή τρέλα με το Halloween ήταν μια φυσική κατάσταση για τη Red Lion πριν 40 χρόνια.
Πίσω από το μπαρ, κρέμεται από το ταβάνι μια περίεργη, μακρόστενη φιάλη. Αυτή είναι μια παμπάλαια φιάλη, υπολογίζω ότι είναι 120 ετών και δεν υπάρχει άλλη τέτοια στην Ελλάδα, που χωράει μια γιάρδα μπίρας δηλαδή περίπου 3 pints. Η πρόκληση είναι να το πιει κάποιος χωρίς να πάρει ανάσα, μονορούφι δηλαδή. Το έχουν καταφέρει εδώ μέσα λίγοι Ιρλανδοί και Εγγλέζοι. Η μπίρα που μπαίνει εκεί είναι μια συγκεκριμένη χωρίς ιδιαίτερη σπιρτάδα αλλιώς δεν αντέχεται. Να εκεί δίπλα βλέπεις το καμπανάκι, το χτυπάμε στο last call, όχι βέβαια ότι τα ωράρια είναι Αγγλίας, εδώ χτυπάει κατά τις 3:30, ίσως και 4». Ενώ μιλάει για το καμπανάκι ξαφνικά χώνεται πίσω από την μπάρα και εμφανίζεται με δυο φωτογραφίες με κορνίζες στα χέρια. Η μία απεικονίζει τον Παπαθεμελή και η άλλη τον Αλογοσκούφη «Τις έχω για όταν θέλουν να εκτονωθούν οι πελάτες» και ο νοών νοείτω.
Πίσω από την μπάρα, κρεμασμένα στον τοίχο διακρίνονται πάμπολλα σπιρτόκουτα και χαρτονομίσματα σχεδόν απ’ όλο τον κόσμο «Ειδικά τα πληρώματα των αεροπορικών αλλά και επιχειρηματίες που είχαν δουλειές τακτικά στην Ελλάδα ερχόντουσαν συνέχεια και μου έφερναν σουβενίρ από τις πατρίδες τους και τα ταξίδια τους».
Μια παλιά θαμώνας, η Αθηνά Μικροπούλου, θυμάται χαρακτηριστικά: «Στα μάτια μου ήταν όσο σκοτεινό χρειαζόταν, δεν είχε κόσμο που το έπαιζε κάπως, έφτιαχνε το καλύτερο Bloody Mary που είχα πιεί, δεν σε ενοχλούσε κανείς, μπορούσες να βολευτείς στα κόκκινα καθίσματα και να μιλάς με την παρέα σου για ότι νάναι ή να πας ακόμα και μόνη σου, μπορούσες ακόμα και να φας από αυτά που ήλπιζες ότι θα φας σύντομα κάπου στη Νέα Υόρκη ή στο Λονδίνο. Αυτό ακριβώς ήταν το Red Lion. Η μουσική ήταν ένα μίγμα ανάμεσα στις μεσημεριανές εκπομπές του Πετρίδη και τα charts που ακούγαμε κάθε Κυριακή απόγευμα από τον σταθμό της Αμερικάνικης Βάσης στη Νέα Μάκρη. Άρα το τέλειο soundtrack. Προτιμούσα πάντα το πίσω τραπέζι κοντά στα ηχεία. Θυμάμαι ακόμη τον Leo, τον τύπο από το Μαρόκο που αφού μιλάγαμε μια ώρα στα γαλλικά περί ταξιδιών, σπουδών κι ονείρων ανακάλυψα ότι ήταν γιος Έλληνα, ήταν βαπτισμένος Σταμάτης και μίλαγε και καλά Ελληνικά. Τον τσίμπησε μια φίλη μου αυτόν. Μα ακόμη περισσότερο θυμάμαι το παρκάκι απέναντι: Εκεί που φιλιόμασταν μετά. Μέσα ποτέ».
Από το μαγαζί περνούσε τακτικά η Αλίκη Βουγιουκλάκη με τον θίασο της, ο Φρέντυ Γερμανός, η Αρλέτα, ο Μάνος Λοίζος, ο Γιάννης Βόγλης, ο Τέρης Χρυσός, ο Αντώνης Τρίτσης μέχρι και ο Frank Sinatra παρέα με τον Sammy Davis Jr. έχει πιεί το ουίσκι του μέσα στη Red Lion, το 1973 συνέβη αυτό.
Κάθε μέρα μέσα στη Red Lion δεν ένιωθε ποτέ την ανάγκη να κάνω κάτι άλλο; «Μα ταξίδευα πολύ. Έπαιρνα ένα σακίδιο και γυρνούσα την Ευρώπη, συνάντησα φοβερά παιδιά έτσι. Η πιο περίεργη ιστορία είναι όταν είχα ένα ατύχημα με το αυτοκίνητο μου στην Αυστρία και πήγα στο συνεργείο, μου το επισκεύασαν και δεν μου ζήτησαν ποτέ λεφτά. Παραξενεύτηκα γιατί οι Αυστριακοί έχουν τη φήμη του σφιχτού πάντως κι εγώ δεν ρώτησα πολλά πολλά, τους ευχαρίστησα πήρα το αυτοκίνητο και έφυγα. Μετά άνθρωποι που είχα γνωρίσει στα ταξίδια όταν ερχόντουσαν στην Ελλάδα περνούσαν από εδώ για να πιουν, να φάνε και να με δουν. Πολλοί επίσης ερχόντουσαν από Καναδά. Έχω ζήσει μοναδικές εμπειρίες εκεί. Έχω δει το Βόρειο Σέλας. Έχω ζήσει σε κοινότητα Mi’kmaqs, μια φυλή Ινδιάνων του Καναδά, αγνοί άνθρωποι και έμαθα πολλά από αυτούς».
Ανεβαίνουμε παρέα στον επάνω χώρο της Red Lion. Ένας μεγάλος τροχός συμβολίζει τη διαρκή κίνηση, το επάνω μπαρ είναι αφιερωμένο σε αυτή την κατάσταση transit που βρισκόταν συχνά οι θαμώνες της παμπ που η Αθήνα γι’ αυτούς ήταν μια στάση ανάμεσα σε ταξίδια. Σε αυτή την κατάσταση που βρισκόμαστε όλοι από καιρό σε καιρό γιατί τι άλλο είναι η ζωή εκτός από μια διαρκής μεταβίβαση σε μια επόμενη φάση; Και όταν λοιπόν βρισκόμαστε σε περίοδο transit τότε μάλλον αποζητούμε περισσότερο μια μπάρα, ένα ποτήρι με ουίσκι, το αναμμένο τσιγάρο να καίγεται στο τασάκι κι έναν άνθρωπο σαν τον κ. Παντελή που επέλεξε να κάνει τη δουλειά που κάνει γιατί ακριβώς αγαπάει τους ανθρώπους και τις ιστορίες τους. Ο ίδιος άλλωστε πιάνοντας και κυριολεκτικά την ανάγκη της συνεχούς μετακίνησης φρόντισε, εκτός από τα ταξίδια του στην Ευρώπη για τον ίδιο, να οργανώνει για τους φίλους και θαμώνες κρουαζιέρες στον Αργοσαρωνικό με τη Red Lion Cruises «Είχαμε συνεργασία με έναν μικρό κρουαζερόπλοιο το Diamond Dolphin και γυρνούσαμε στα νησιά. Αγαπούσαμε πολύ τα Λιμενάρια στο Αγκίστρι, εκεί μάλιστα κάναμε γυμνισμό στα τέλη της δεκαετίας του ’70. Πηγαίναμε στον Πόρο και στον Δοκό, κανονικά δεν επιτρεπόταν αλλά ήταν φύλακας ο Χρήστος που ήταν και τσέλιγκας, έβλεπε τις κοπελίτσες που είχαμε μαζί μας ημίγυμνες και γυμνές στις παραλίες και μας άφηνε να αγκυροβολήσουμε. Και το βράδυ ντίσκο».
Ναι, αυτή είναι η Red Lion. Μια κάψουλα γεμάτη με ανάσες ανθρώπων που ο κ. Παντελής τη διατηρεί ανέπαφη και ασφαλή χάρη στη φροντίδα του. «Είναι δύσκολη η εποχή αλλά συνειδητά το κρατάω το μαγαζί με την συγκεκριμένη ταυτότητα. Άλλος στη θέση μου θα είχε κάνει 15 ανακαινίσεις και θα είχε πλουτίσει. Αλλά εγώ είμαι οπαδός της παροιμίας “Τι τα θες τα χρήματα αφού υπάρχουν μνήματα;”. Βέβαια χαίρομαι που έρχεται αρκετός νέος κόσμος. Εδώ συνυπάρχουν οι 18άρηδες με τους 60άρηδες. Εδώ έρχονται παιδιά παλιών θαμώνων και πίνουν το ποτό τους. Τις προάλλες μπήκε εδώ μέσα μια κοπελίτσα και ήρθε και με φίλησε στο μάγουλο. Παρεξηγήθηκε κάπως ο γιος μου και του λέω “Ξέρεις τι μου είπε η κοπέλα; Αν θυμάμαι την γιαγιά της, που ήταν το κορίτσι μου πριν από 40 χρόνια”. Αυτό έχει μεγάλη συναισθηματική αξία για εμένα. Ή αυτό το τηλέφωνο που έχω στο μαγαζί είναι Siemens του 1965. Πόσοι έχουν κλάψει πάνω σε αυτό το ακουστικό για γκομενοδουλειές. Ξέρεις τι είναι να έρχεται εδώ ο άλλος καψούρης για να την πάρει ένα τηλέφωνο γιατί άλλωστε πόσοι είχαν τηλέφωνο σπίτι τους το 1973. Να δες εδώ. Έχω κρεμάσει αυτή την χειροτεχνία. Είναι εκεί από το 1982. Μου την έφερε η Σοφία, ήταν νηπιαγωγός. Για 4-5 ήταν άνεργη, περίμενε τον διορισμό της, ερχόταν εδώ και μου έλεγε τον πόνο της, έπινε το ποτό της, σχεδόν έκλαιγε μέσα στην απελπισία της κι εγώ προσπαθούσα να της συμπαρασταθώ της γυναίκας. Κάποια στιγμή διορίστηκε και ύστερα 4-5 χρόνια ήρθε και μου έφερε αυτή τη χειροτεχνία από το νηπιαγωγείο κι εκεί την έχω αφήσει τόσα χρόνια. Εγώ μιλάω με τα αναμνηστικά που μου έχουν φέρει οι πελάτες και είναι σαν να μιλάω μαζί τους. Εδώ μέσα είναι το σπίτι μου. Ο εαυτός μου είναι η Red Lion και η Red Lion είναι ο εαυτός μου».