Βλέποντας τις προάλλες το Τσίου για πολλοστή φορά – είναι η δεύτερη, μετά τα Φτηνά Τσιγάρα, ντόπια ταινία, που βλέπω εμμονικά σχεδόν κάθε καλοκαίρι, όταν από την πολλή ζέστη το «μηχάνημα» αρχίζει να ρετάρει – υπήρξαν μερικές στιγμές, κυρίως όταν δε γελούσα αρκετά δυνατά ώστε να τρομάξουν οι γάτες μου, που έπιασα τον εαυτό μου να αναζητά στην ταινία κάτι που όλες τις προηγούμενες φορές δεν είχα βρει, κάτι που λίγες ημέρες αργότερα, όταν πια θα συναντιόμουν με τον Μάκη Παπαδημητράτο (στο κέντρο της Αθήνας που όσοι ζούμε, δουλεύουμε και γενικώς κυκλοφορούμε σε αυτό μπορούμε να καταλάβουμε από νωρίς, πριν καν ξεκινήσει ο Αύγουστος, ότι έχει αρχίσει νομοτελειακά να «αραιώνει» ελαφρώς) θα μου επιβεβαίωνε ότι δεν υπάρχει: ένα νόημα σε δεύτερο επίπεδο, κάτι τέλος πάντων που να υποδηλώνει ότι η χαρμάνα του Τσίου «δεκαπενταυγουστιάτικα» είναι ένα μετά-σχόλιο πάνω σε…δεν ξέρω ακριβώς τι – είπαμε, δεν υπάρχει αυτό το δεύτερο επίπεδο, και αυτό το λέω για καλό.
Με τον ίδιο τρόπο που δεν υπάρχει, ας πούμε, και ας μου επιτραπεί η αδεία, στο Nevermind the Bollocks… των Pistols – στην ουσία του, και όχι στα «μασκαριλίκια» του Malcolm McLaren. Ο Παπαδημητράτος «απλώς» έβγαλε το Τσίου, αποτύπωσε χωρίς φιοριτούρες, κατά τη γνώμη μου με ένα «fuck art, let’s dance» knack μια πραγματικότητα που λίγο πολύ μας αφορά όλους (δε χρειάζεται να είσαι τοξικοεξαρτημένος με στερητικό για να ξέρεις τι πάει να πει «έφαγα πακέτο» στη no man’s land Αθήνα του Δεκαπενταύγουστου που στερείται ζωής, γενικώς), ανέβηκε ως outsider στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και έφυγε από εκεί με τρία βραβεία, εκνεύρισε τουλάχιστον τους μισούς σινεκριτικούς και έφτασε σήμερα, εννιά χρόνια μετά, που το έχουν δει πια δεκάδες χιλιάδες κόσμου στο youtube, να θεωρείται το κινηματογραφικό του ντεμπούτο κλασικό, ακριβώς γιατί κουβαλάει αλώβητη μία πανκ ούγια, όχι όμως από άποψη, αλλά από ανάγκη (το μηδαμινό budget). Ως γνωστόν, αυτό είναι και το πιο αυθεντικό πανκ απ’ όλα. Ε, Μάκη;
Τότε έκανα λίγο τηλεόραση, ως ηθοποιός, με τον Μανουσάκη. Το Ρωσικό, που λες, που έτρεχε παράλληλα. Με μια κάμερα τραβούσα τα φιλαράκια μου, αυτοσχεδιάζαμε, χωρίς μοντάζ, για χαβαλέ. Αλλά βγήκε κάτι. Ήταν καλτ φάση. Στο Τσίου βέβαια, έπαιξαν τελικά επαγγελματίες ηθοποιοί, με αρκετά καλές ερμηνείες, αν θες τη γνώμη μου.
Εκείνη την περίοδο έκανα και μια τηλεταινία με τον Χαραλαμπίδη και τον Ζουγανέλη. Σε κάποια φάση, στα διαλείμματα, βλέπω τον Χαραλαμπίδη να γράφει, του λέω ότι κι εγώ γράφω μία δική μου ταινία, «μια κωμωδία, για ένα πρεζάκι που ψάχνει να βρει τη δόση του». «Αυτό δεν είναι κωμωδία ρε φίλε», μου λέει. «Εντάξει δεν είναι ακριβώς κωμωδία, έχει όμως αρκετά κωμικά στοιχεία», του απάντησα. Και μ’ έκανε χρυσό να μην το προχωρήσω, δύο ώρες προσπαθούσε να με πείσει ότι θα σπάσω τα μούτρα μου.
Δεν έγινε τυχαία η διανομή των ρόλων. Επί τούτου επέλεξα τον κάθε ηθοποιό, για τον κάθε ρόλο. Ταυτόχρονα, όμως, ήταν όλοι φίλοι, οπότε είχα την άνεση να πω στον καθένα «έλα να παίξεις κάτι, αλλά να ξέρεις, δεν υπάρχει φράγκο».
Όλοι οι ήρωες του Τσίου έχουν κάποια σχέση με ανθρώπους που ξέρω ή με κάποιους που φαντάζομαι ότι υπάρχουν ή μάλλον είμαι σίγουρος ότι υπάρχουν. Ή με μια ιστορία που έχω ακούσει. Είμαι πολύ καλός σε αυτό. Αν μου πεις μια ιστορία που έζησες, μπορεί και να βρω κάτι εκεί μέσα που θα μου είναι χρήσιμο σε μια ταινία. Είχα ακούσει, ας πούμε, ότι την πρέζα, ειδικά οι μαύροι που φοβούνται τα πολλά ψαξίματα, την έχουν στο στόμα σε μπαλάκι. Οπότε σκέφτηκα «τι θα γίνει αν ο Μαξ καταπιεί το stuff του Τσίου;» Αν έχεις τις κεραίες σου ανοιχτές, βρίσκεις υλικό να αντλήσεις, αυτό είναι σίγουρο.
Κυκλοφορεί μια φήμη ότι διέρρευσα μόνος μου την ταινία στο internet. Δεν ισχύει. Ίσα ίσα, έπαθα μεγάλη πλάκα όταν το πήρα χαμπάρι. Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που έβλεπα ολόκληρη ταινία στα google videos, πριν το youtube. Μέχρι τότε ξέρεις πως ήταν, τα κατεβάζαμε και τα βλέπαμε. Μου στέλνει μια μέρα ένας φίλος το λινκ και μου γράφει «δες το!». Πατάω λοιπόν play, βλέπω τη φάτσα μου και μένω κάγκελο. Στην αρχή νόμιζα ότι μου κάνουν πλάκα, ότι μου έχουν βάλει ιό, τέτοιες μαλακίες. Δεν το χώραγε το κεφάλι μου. Πάντως, δεν έμαθα ποτέ ποιος την έβγαλε online.
Προφανώς στενοχωρέθηκα όταν την είδα οnline. Η ταινία βγήκε στο internet πριν βγει στις αίθουσες, μόνο αυτό σου λέω. Ήταν ένα μικρό σοκ. Παίρνω τον παραγωγό. «Η ταινία είναι στο internet», του λέω. «Γιατί την έβγαλες;», άρχισε να φωνάζει. Φυσικά, όλο αυτό βοήθησε αφάνταστα την ταινία. Δηλαδή αν ήξερα τι επρόκειτο να γίνει, μπορεί και να το έκανα μόνος μου. Αλλά τότε δε μου περνούσε καν από το μυαλό να το κάνω. Θα ήταν σαν να πυροβολώ μόνος μου το πόδι μου. Που τελικά μόνο αυτό δεν ήταν.
Ο Τσίου πολιτογραφήθηκε για μένα σαν ιντερνετική ταινία. Κανείς δεν την είδε στο σινεμά. Έκοψε μόνο 3-4 χιλιάδες εισιτήρια. Στην αρχή παιζόταν μόνο στο Μικρόκοσμο για 2-3 εβδομάδες, μετά ανέβηκε και σε κάποιους άλλους μικρούς κινηματογράφους, λίγα πράγματα. Μέσω του internet και των πειρατικών dvd έγινε αυτό που έγινε. Μάλιστα στα dvd είχαν βάλει για εξώφυλλο όχι την επίσημη αφίσα της ταινίας, αλλά μία από τις άλλες που είχε σχεδιάσει μια φίλη και τις είχα ανεβάσει στο site. Γενικά το site της ταινίας είναι πάρα πολύ ενημερωμένο. Ένας φίλος κομπιουτεράς το έφτιαξε opensource ώστε να μπορεί να μπαίνει ο κόσμος και να προσθέτει πράγματα. Δεν πληρώθηκε κι ο κόσμος τότε, οπότε ήθελα να γίνει έτσι, για να μείνει κάτι.
Ένας τύπος από τη Θεσσαλονίκη μου είπε ότι έβγαλε πολλά ευρώ μόνο από τον Τσίου. Είχε βιντεο κλαμπ και ο Τσίου έπαιζε μόνιμα στις τηλεοράσεις. Κι όπως έμπαινε ο πελάτης, ρωτούσε «τί παίζει μ’ αυτό;» κι ο τύπος του πάσαρε το πειρατικό. «Πάρ’ το με 5 ευρώ» κι έτσι. Τυχαία τον γνώρισα φέτος στη Θεσσαλονίκη. Ξέρεις τί μου είπε; «Από σένα και τη Τζούλια βγάλαμε γαμώ τα λεφτά». Άκου τι μου είπε το άτομο!
Τις προάλλες έτυχε να γνωρίσω ένα ναυτικό και πιάσαμε κουβέντα για την ταινία. «Ρε φίλε εμείς στα καράβια έχουμε όλοι γεμάτους σκληρούς ταινίες. Ε δεν υπάρχει σκληρός που να μην έχει το Τσίου». Τέτοια πράγματα ακούω συνέχεια.
Συνήθως κάνω τα σενάριά μου λίγο «φλύαρα», δηλαδή οι σκηνές είναι μεγάλες, με πολύ μπλα-μπλα. Οπότε μαζί με τους ηθοποιούς αργότερα παίζει μία συνδιαμόρφωση, ξέρεις «να το βγάλουμε αυτό;» ή «να το πούμε κάπως έτσι;». Με αυτό τον τρόπο τελικά το περιορίζουμε κάπως. Είναι, για να καταλάβεις, το αντίθετο από αυτό που κάνει ο Οικονομίδης, που γράφει πολύ περιληπτικά τη σκηνή και μετά με τους αυτοσχεδιασμούς καταλήγει στο επιθυμητό αποτέλεσμα. Εγώ ξεκινάω γράφοντας λόγια ίσως περισσότερα από αυτά που χρειάζονται, για να μπορέσουμε να αφαιρέσουμε πράγματα, να κρατήσουμε τα καλύτερα.
Η ατάκα «θα σου βάλω τον Ταϋγετο στον κώλο πέτρα πέτρα» είναι από τις λίγες της ταινίας που δεν είναι δικές μου. Είναι προϊόν σκέψης του Λίτση, δεν του κατέβηκε στο άσχετο. Ήρθε την επόμενη μέρα, μετά από μία πρόβα και με ρώτησε «γιατί τον λες Μπακατσιάκο;» «Γιατί είναι από τη Μάνη», του λέω. «Πώς σου φαίνεται το “θα σου βάλω τον Ταϋγετο στον κώλο πέτρα πέτρα”;», με ρώτησε. Τρομερό! Ο Ερρίκος τότε είχε μόλις γυρίσει την Ψυχή στο στόμα. Όταν πρωτοπήγα να τον βρω και μου άνοιξε την πόρτα, βγήκε με το μουστάκι και σκιάχτηκα. Κουβάλαγε ακόμη την αγριάδα της ταινίας. Και η ατάκα κουβαλάει μία αγριάδα «Οικονομιδική», είναι άλλου ύφους από το Τσίου. Είναι σκληρή. Έλα μου όμως που ταίριαζε.
Τα γυρίσματα κράτησαν 16 μέρες. Ήθελα πολύ παραπάνω, αλλά προφανώς δεν υπήρχε η άνεση. Ο παραγωγός στην αρχή μου είπε να την κάνω σε 12 μέρες, το πήγα στις 14 με παζάρι και τελικά προέκυψαν άλλες δύο μισές. Η μία ήταν όταν στήσαμε την κάμερα στη βεντούζα που τραβούσαμε απλά δρόμους, για τίτλους αρχής. Και η άλλη ήταν ανήμερα Δεκαπενταύγουστου, που ο Τσίου περιφέρεται στην Αθήνα που τότε ήταν πραγματικά άδεια.
Τη γυρίσαμε αρχικά σε βίντεο και μετά τη μετατρέψαμε σε φιλμ με πρωτόγονο τρόπο. Προβάλλαμε την ταινία σε μια οθόνη με πανί, και με τη μηχανή τραβήξαμε την οθόνη. Μιλάμε για πατέντα, όχι αστεία. Έτσι πληρώθηκε δηλαδή μόνο το φιλμ και όχι το transfer που θα πήγαινε κανα δεκαπεντάρι χιλιάδες. Δεν ήταν κάποιο εύρημα. Εξ ανάγκης έγινε όλο αυτό. Γιατί η ταινία έγινε με ελάχιστα χρήματα. Δανείστηκα μία κάμερα, όχι πολύ καλή, από ένα παιδί. Για αντάλλαγμα του είχα δώσει το σπίτι μου για δυο βδομάδες, να γυρίσει τη δική του ταινία. Μη φανταστείς, με αυτή την κάμερα βαφτίσια κάναμε τότε. Ήχο και μάλιστα μονοφωνικό, παίρναμε σε Nagra, ένα πολύ παλιό μπομπινόφωνο, ασήκωτο ήταν, 15 κιλά. Δεν είχαμε κιόλας πολλές μπομπίνες, οπότε γράφαμε μια σκηνή, την περνούσαμε σε σκληρό και ξαναγράφαμε πάνω στην ίδια. Εκ των ενόντων έγινε αυτή η ταινία.
Η πρώτη σκηνή, που λέει ο Τσίου στον ελεγκτή «στο σπίτι σου ζητάς εισιτήριο;», που γυρίστηκε στο τρένο, έγινε εντελώς guerilla. Κανονικά δε μπορείς να γυρίσεις στο τρένο χωρίς άδεια. Φυσικά μας ψυλλιάστηκαν οι σεκιουριτάδες. Ο οπερατέρ την άκουσε άσχημα. Εγώ του πήρα την κασέτα και την έβαλα στην τσέπη, αν μας έλεγαν κάτι θα έφευγα τρέχοντας, είχαμε δώσει μέχρι και ραντεβού που θα βρεθούμε μετά. Δεν μας μίλησαν όμως γιατί όταν μπήκαν στο βαγόνι, δεν γυρίζαμε πια.
Μου αρέσει πολύ το φινάλε, είναι από τις αγαπημένες μου σκηνές. Από την ώρα που εκεί στα σκαλάκια είναι ο Τσίου και ο «Σφάχτης», του λέει όλη την αλήθεια για τη «Μελίνα», οπότε ο Τσίου καταλαβαίνει ότι έχει φάει πακέτο. Καμία σκηνή όμως δεν τη θεωρώ σούπερ. Άμα έχεις κάνει μια ταινία, θυμάσαι τα γυρίσματα, θυμάσαι τις συνθήκες, θυμάσαι ότι το τάδε πράγμα θα μπορούσε να είχε γίνει καλύτερα αν είχες άλλες δύο ώρες, και ξενερώνεις. Η ταινία είναι τελικά για όλους τους υπόλοιπους εκτός από αυτούς που ασχολήθηκαν πάρα πολύ για να γίνει.
Κάναμε 8 με 10 ώρες γυρίσματα την ημέρα. Για παράδειγμα, όλα τα πλάνα της Τζένης έγιναν την ίδια μέρα. Ήρθε η Τζένη έκατσε ένα εξάωρο, της έλεγα να κάνει το ένα, το άλλο, και όταν είδε την ταινία μου είπε «ρε συ έχω κανονικό ρόλο στην ταινία, πως γίνεται;». Όλα γίνονταν τόσο γρήγορα που σχεδόν δεν καταλαβαίναμε τι κάναμε.
Πριν ξεκινήσουμε είχαν γίνει πάρα πολλές πρόβες. Είχαμε λιώσει. Πίστευα ότι αν βγάζαμε στο γύρισμα ένα 75% από αυτό που είχαμε καταφέρει στις πρόβες, θα ήμασταν πάνω από τον μέσο όρο των ελληνικών ταινιών, ερμηνευτικά. Άσε που δεν είχαμε χρόνο για επαναλήψεις στα γυρίσματα. Το πήγαμε μία φορά; Αν δεν γινόταν κάποιο σαρδάμ, το πολύ να το πηγαίναμε μια-δυο ακόμη, ίσα ίσα για να είμαστε σίγουροι. Το όποιο κόστος της ταινίας προέκυψε αφού τελείωσαν τα γυρίσματα. Μέχρι και το dvd, είχαμε ξοδέψει κάτω από 1000 ευρώ. Σε μπομπίνες και σε φαγητά, αν και πολλές φορές όλο και κάποια μαμά έστελνε ταψί με παστίτσιο. Δηλαδή χωρίς λεφτά έγινε η ταινία. Μπορεί και να είναι η πιο φτηνή μεγάλου μήκους ταινία που γυρίστηκε ποτέ.
Συνέβησαν κάμποσα ευτράπελα. Η δουλειά του σκηνοθέτη στο σινεμά είναι να σκέφτεται κάθε πιθανή στραβή στο γύρισμα και να έχει έτοιμη την απάντηση. Πάντα θα γίνει κάτι που δεν το έχεις υπολογίσει, πόσω μάλλον αν πας χωρίς λεφτά να κάνεις ταινία. Είναι απίστευτο το πόσο μεγάλο ρόλο παίζει η τύχη. Συμβαίνουν πράγματα από το πουθενά. Πάμε, ας πούμε, να γυρίσουμε στο ψιλικατζίδικο. Είναι παρκαρισμένο απέναντι ένα αμάξι που φαίνεται στο πλάνο. Σκάει μετά ένας τύπος, ακόμη θυμάμαι τη φάτσα του, ήταν ίδιος ο Κουφοντίνας. «Α θα το πάρω το αμάξι», μας λέει. «Ρε φίλε κάνουμε ταινία, άσ’το λίγο ακόμη να τελειώσουμε το πλάνο». Έπρεπε να του δώσουμε ένα πενηντάρικο για να το αφήσει. Το θυμάμαι γιατί κανένας από τους ηθοποιούς δεν πήρε φράγκο, κι ένας τύπος που έτυχε να έχει εκεί το αμάξι του, πήρε ολόκληρο πενηντάρικο.
Page: 1 2