Categories: ΠΟΛΗ

Ο παράγοντας Αντίπαρος και το θαύμα του Beach House

Προχθές ήταν μια ημέρα που συνάντησα την λέξη Αντίπαρος, σε ένα γηπεδικής φύσεως hashtag (#Antiparos eisai) συνοδευόμενο από μια ονειρικά γραφική νυχτερινή φωτογραφία του λιμανιού, σε ένα video από κινητό που ανέβασε η Μόνικα στο οποίο η φέρελπις (sic) καλλιτέχνης τραγουδάει το Shake your hands (κομμάτι από το νέο της δίσκο) στον κεντρικό πεζόδρομο της Χώρας, σε ένα θέμα στο flix.gr για τα γυρίσματα της νέας ταινίας του Αργύρη Παπαδημητρόπουλου με τίτλο Suntan (που γυρίζεται αυτή την περίοδο στην Αντίπαρο), σε ένα ρεπορτάζ στη ΝΕΡΙΤ για τον Τομ Χανκς που μαζί με ένα τσούρμο κολυμβητών έκανε τη διαδρομή Πάρος-Αντίπαρος και φυσικά στο popaganda.gr όπου το θέμα της Ζωής Παρασίδη για την ντισκοτέκ La Luna (στην Αντίπαρο) ήταν το talk of the greek internet όλο το διήμερο. Ταυτόχρονα η συντάκτρια τoυ site Λήδα-Αδάμακη Τράντου (ετών 21) είχε μόλις επιστρέψει από πενθήμερες διακοπές  στην Αντίπαρο (την πρώτη της φορά) και παραμιλούσε συνεχώς για το «γαμάτο» camping και τα «γαμάτη» χειροποίητη μυζηθρόπιτα που έφτιαχνε στο εστιατόριο του μια κυρία, για τα σφηνάκια αψέντι που ήπιε στο Soul Sugar, για τα μεθύσια στο Λούκυ Λουκ και το Doors, για τον Damy που έχει μια ταβέρνα κάπου μετά την καμάρα ο οποίος κάποτε παραμονή της γιορτής του Αγίου Παντελεήμονα είχε χτυπήσει σοβαρά στο κεφάλι του (άγνωστο πως) και έκτοτε ως ένα προσωπικό τάμα δεν ανοίγει το μαγαζί του εκείνη την ημέρα, για το σκάφος ονόματι «Σαργός» που σε πηγαίνει στο νησάκι Δεσποτικό και ο καπετάνιος μοιάζει να έχει βγει από 80ς ελληνική ταινία, για τις βίλες των διάσημων που είναι ίσως το μόνο νησί που δεν «σου μπαίνουν στο μάτι» και μπορεί να είναι π.χ. απόλυτα εναρμονισμένες με ένα μικρό σπίτι στην παραλία της Παναγιάς. Been there done that.

Η Αντίπαρος θα είναι πάντα χαραγμένη στο μυαλό μου ως το προσωπικό μου λούνα παρκ διακοπών (μαζί με την Ανάφη αν και σε εντελώς διαφορετικό στυλ), η Ίος της δικής μου γενιάς, μια Μύκονος για την indie γενιά που κάπου εκεί στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’90 κυνηγούσε παρά πόδας τα πάρτι των Pure (το χειμώνα στο Avant Garde το καλοκαίρι στην Ψαραλυκή) και έβγαζε ολόκληρα βράδια στην πλατεία της Χώρας με τους τελευταίους των μοϊκανών (κυριολεκτικά) και τα παιδιά με τις γλαδιόλες στην κωλότσεπη. Σεξ στα λιβάδια με τα στάχυα δίπλα στο κλαμπ Marianno με τους Inspiral Carpets σε υπόκρουση, «χημικά» παιδιά να μιλάνε με κατσίκες, μουσακά στη Κληματαρία, κοκτέιλ στο Sunset, καλαμπόκι στον καλτ καλαμποκά στο λιμάνι με τα δεκάδες σημαιάκια να στολίζουν τον πάγκο του, μεθυσμένα πρωινά έξω από τους ανεμόμυλους και (πάλι) σεξ στον Σιφνέικο Γιαλό. Αλλά η Αντίπαρος δεν ήταν μόνο οι ηδονικές βραδιές, τα πάρτι και οι μεγάλες παρέες (κάποτε νομίζω πήγαμε πάνω από 25 άτομα) που γινόντουσαν μια, και ύστερα τρεις, και ύστερα δυο, και μες στο βράδυ πάλι μια, αλλά η κάθε γωνιά του νησιού που την ξέραμε σαν το σπίτι μας. Η μικρή παραλία στον Αη Γιάννη μπροστά από τη ψαροταβέρνα του Πιπίνου με τις γούνες και τα χταπόδια να κρέμονται από το σχοινί, το πάλαι ποτέ σπίτι-ταβερνάκι Greek Mexican που η κυρία που δεν θυμάμαι το όνομά της σου μαγείρευε στο τσικάλι του σπιτιού της δυο φαγητά και στα σέρβιρε στην αυλή της (αυτό είναι και το πιο ωραίο μαγαζί που έχω πάει στη ζωή μου), το φοβερό σπήλαιο του νησιού και ένα τριήμερο του Αγίου Πνεύματος που είχαμε πηδήξει ένα φράχτη και είχαμε ξαπλώσει όλοι (πάλι καμιά 20ρία ήμασταν) στη άμμο στην παραλία Απάντημα και κοιτάζαμε τον ουρανό μέχρι να σκοτεινιάσει (ήταν στην παρέα και ο Ion των Mechanimal οπότε σίγουρα ακούγαμε Brian Eno).

Η Αντίπαρος κάποτε, ύστερα από περίπου 12-13 συναπτά χρόνια επισκέψεων με πρόδωσε. Ήταν ένα καλοκαίρι που οι μοϊκανοί αντικαταστάθηκαν από την κάμερα του Star (που την έστηνε στον πεζόδρομο έξω από τα παγωτά της Βίκυς λες και είναι στο Ματογιάννι) που τα αυτοκίνητα μάρσαραν για να ξεκολλήσουν από την άμμο στην παραλία του Σωρού, που οι «Ούννοι» έρχονταν κατά εκατοντάδες από την απέναντι Παροικιά για ένα βράδυ και που η αθωότητα έδινε τη θέση της σε κάτι πιο μεγάλο λιγότερο αληθινό. Είχα υποσχεθεί να μην ξαναπάω (οι παλιές αγάπες πάνε στον παράδεισο και τα ρέστα). Φέτος αρχές Ιουλίου αποφάσισα να παραβώ το προσωπικό μου καμποτάζ (όπως κάποτε στην Κρήτη, όταν ένα μεθυσμένος κρητίκαρος με σημάδευε με το γεμάτο του όπλο ένα ολόκληρο βράδυ). Ο σκοπός μου ήταν προσπαθήσω να σβήσω από το μυαλό μου τις τελευταίες αναμνήσεις και να ξανα-αγαπήσω το νησί, να ταξιδέψω μέχρι εκεί εντελώς μόνος μου, να επιστρέψω στο σημείο που εκείνο το τριήμερο του Αγίου Πνεύματος είχα ξαπλώσει κάτω από αλμυρίκι και άκουγα από τα μικροσκοπικά ηχεία (με τον ήχο να τριζάρει) το On Some Faraway Beach.

Στο Απάντημα beach της μετεφηβείας μου, βρήκα στο Beach House, τον νέο παράδεισο της ενήλικης ζωής μου. Ένα κτίσμα απαράμιλλης λαϊκής νησιώτικης αρχιτεκτονικής με τους ασβεστωμένες πέτρινες μάντρες και το εκτυφλωτικό κυκλαδίτικο φως να σκάει πάνω τους, 6 δωμάτια μετά-rent-a-room αισθητικής (νεολογισμός που νομίζω ισχύει μόνο εκεί), μια (γκρι) τσιμεντένια επιφάνεια μπροστά από το δωμάτιο μου όπου γίνονται τα μαθήματα γιόγκα (παραδίδοντας παράλληλα μαθήματα μίνιμαλ αισθητικής), χώμα και καλαμιές και ελιές και καθόλου μπετονένια μπλοκ, τερατώδη κτίσματα και αυτοκίνητα πάνω στην παραλία. Μόνο δυο μεγάλες τέντες με παραλλαγή πάνω από τα κεφάλια μας στην παραλία, στρώματα για να ξαπλώνεις εντελώς ανάσκελα, το σπίτι του μασάζ στην δεξιά γωνιά (με τον master Ανδρέα), το μαγικό μαγαζάκι με τα design αντικείμενα και τα επιλεγμένα ρούχα που τρέχει ο sui generis Στάμος, η μετά-νεόταβέρνα (επίσης νεολογισμός που ισχύει μόνο εδώ) με τα τραπέζια δυο μέτρα από τη θάλασσα και τον (το χω ξαναγράψει και θα το ξαναγράψω) αγαπημένο μου σεφ στην Ελλάδα Περικλή Κοσκίνα να κάνει θαύματα στο μενού (με υλικά κολοκυθάκια, σούπερ κρέας, ψάρι που σπαρτάραει και αμπελοφάσουλα με αντιπαριώτικο τυρί) και ένα επίσης μετα-μπαρ με το καλύτερο Bloody Mary που έχω πιει ποτέ. Έκατσα εκεί πάνω σε μια ξαπλώστρα ακίνητος, αμίλητος για τρεις ημέρες προσπαθώντας να βρω το νόημα του να είμαι ξανά στην Αντίπαρο. Μόνος ένας γάμος μου χάλασε την ηρεμία. Πάντως είναι το ιδανικό μέρος για να κάνεις τον γάμο σου: βάζει στην ίδια εξίσωση τους κυριλέ καλεσμένους και το ζευγάρι που έχει ονειρευτεί να κάνει το πάρτι γάμου του χύμα πάνω σε μια παραλία με δαδιά και πολλά σφηνάκια τεκίλα. Σκεφτόμουν πως αυτό το μέρος (το Beach House) επαναπροσδιορίζει την ιδιοσυγκρασία της Αντιπάρου, που τα τελευταία χρόνια πατάει στους ώμους δυο γιγάντων και κοιτάει λίγο μακρύτερα από τα απέναντι βουνά της Πάρου. Το επιβλητικό έργο της γαλλομαροκάνας (και νικήτριας του φετινού βραβείου Marcel Duchamp) Latifa Echakhch που σκουριάζει εν γνώση της καλλιτέχνιδος και της φύσης του έργου (το οποίο είχε εκτεθεί στην Μπιενάλε της Βενετίας το 2011) μπροστά από την ρεσεψιόν του Beach House και τα απίθανα πλαστικό σκαμπό του Martino Gamper (σπουδαίου designer που φέτος είχε ατομική έκθεση στην Serpentine Gallery του Λονδίνου), προσδίδουν στην παραλία μερικούς arty πόντους και μια «ρεαλιστική ψευδαίσθηση» ότι βρίσκεσαι στο πιο κουλ μέρος στην Ελλάδα. Τρεις μέρες εκεί είναι σαν αυτό που έλεγε και ένα tagline του The Beach του Danny Boyle: «Είναι η εμπειρία που μετράει».

Φώτης Βαλλάτος

Share
Published by
Φώτης Βαλλάτος