Απόλυτα ειλικρινά, σε όσους συμμετείχαν στην ταινία, γιατί κανείς δε θα έπαιρνε ευρώ, τους έλεγα «παιδιά θα την πάμε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, θα την πάρουν γιατί σχεδόν όλες τις παίρνουν, θα μας παίξουν εκεί τρεις φορές όπως όλες τις ταινίες και θα κάνουμε τη φάση μας». Ξέραμε δηλαδή όλοι ότι θα δουλέψουμε για μία ταινία που θα τη δουν εκεί οι θεατές αυτών των τριών παραστάσεων. Δεν πήγαινε το μυαλό μου σε κάτι άλλο. Μη σου πω κιόλας ότι μέσα μου πίστευα ότι τουλάχιστον το ⅓ του κοινού θα έφευγε από την αίθουσα, το άλλο ⅓ θα βαριόταν αλλά δε θα έφευγε γιατί είχε πληρώσει εισιτήριο και ⅓ που κάτι θα του έλεγε. Έπεσα έξω. Πολύ έξω. Τελικά φύγαμε με τρία βραβεία από τη Θεσσαλονίκη (σ.σ. Βραβείο Διεθνούς Ομοσπονδίας Κριτικών Κινηματογράφου FIPRESCI, Βραβείο Σεναρίου, Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Σκηνοθέτη).
Έσκασα από το πουθενά στο χώρο. Τα αντιμετώπισα όλα και όλους. Και τους κομπλεξικούς και τους ακομπλεξάριστους. Το κινηματογραφικό είναι ένα κύκλωμα στο οποίο εγώ δεν πολυχωράω, ειδικά και μετά τη δεύτερη ταινία μου, τους Κλέφτες. Ίσως να παραείμαι underground. Όχι ότι με πειράζει αυτό. Απλά έτσι είναι τα πράγματα. Φαντάσου να είχα ένα δρόμο στρωμένο με ροδοπέταλα. Θα σήμαινε ότι είμαι συστημικός. Το προτιμώ έτσι όπως είναι.
Οι κριτικές για το Τσίου ήταν και καλές και κακές. Ο Δανίκας, ας πούμε, την έθαψε. Αλλά αυτό είναι καλό. Το θάψιμό του, για να καταλάβεις, το έβαλα στο φλάιερ: «Τόσο χαμηλά όσο ποτέ άλλωστε ξανά». Απ’ όσο θυμάμαι, πάντως, τώρα που τα λέμε, όλοι οι «σοβαροί» κριτικοί την ψιλοέθαψαν την ταινία. Γενικά όλο το κινηματογραφικό γίγνεσθαι θα ήθελε να μην είχε υπάρξει ο Τσίου. Το πιστεύω αυτό.
Δε μπορώ να καταλάβω τι ακριβώς τους την έσπασε. Ούτε με αφορά. Εγώ ηθοποιός έχω σπουδάσει. Όσο ήμουν στη δραματική, έφτιαχνα γλυπτά και τα πούλαγα είτε στο δρόμο είτε σε εκθέσεις – μου αρέσουν δηλαδή και τα εικαστικά. Έπαιζα και μουσική. Θέλω να πω ότι ποτέ δε φαντάστηκα τον εαυτό μου ότι θα κάνει ένα πράγμα μόνο σε όλη του τη ζωή. Οπότε είπα ότι θα κάνω την καύλα μου. Έκανα σε δυο χρόνια δύο ταινίες. Μετά ξεκίνησα το ιντερνετικό σίριαλ SexShopTv. Μετά τις ταινίες έκανα bar theater με Τα Εφτά Μπισκότα. Φέτος θα κάνω βαριετέ – το Δε Variete – σκέψου ότι κάθισα κι έγραψα τραγούδια γι’ αυτό, που τα χώνουν, σε ρυθμό βαλς. Η ανάγκη μου είναι να εκφραστώ. Τώρα με ποιο μέσο θα εκφραστώ, εξαρτάται από διάφορα πράγματα. Σίγουρα θέλω να κάνω κι άλλες ταινίες. Έχω, ας πούμε, μία έτοιμη από το 2011 και με πονάει που δεν την έχω βάλει μπρος ακόμη, αλλά δεν πουλάω, οπότε καταλαβαίνω το κύκλωμα που δεν θα ποντάρει πάνω μου. Θα έπρεπε να ήμουν σε μια χώρα σαν τη Γαλλία που έχει χώρο για όλων των ειδών τις παραγωγές. Τώρα εδώ πρέπει να κάνεις είτε κάτι mainstream, μπας και πουλήσεις στα multiplex, ή κάτι λίγο βρώμικο για να πιάσει τη μόδα της εποχής. Που δε με νοιάζει αν είναι βρώμικο, με νοιάζει όμως που είναι εντελώς απολίτικο. Τέλος πάντων, δε θα μπορούσα να φτιάξω μία ταινία με βάση ένα καλούπι, μόνο και μόνο για να βρω λεφτά να την κάνω.
Πιο πολύ με ενδιέφερε με το Τσίου να γίνει το πρεζάκι πιο φιλικό στον μέσο άνθρωπο. Να μη θεωρείται σαν το τέρας με τα δυο κεφάλια. Δε με ενδιέφερε να πω αν η πρέζα είναι καλή ή κακή. Είπα όμως ότι κάποιοι μπορούν και την κόβουν, δεν είναι σίγουρο δηλαδή ότι από τη στιγμή που θα μπεις σε αυτό, βρίσκεσαι σε μια ράγα που θα σε οδηγήσει στο γκρεμό.
H ταινία δεν αντιμετωπίζει το φαινόμενο των ουσιών με διδακτισμό. Είναι κάτι που συμβαίνει και πάμε παρακάτω να δούμε τις σχέσεις αυτών των ανθρώπων. Δε νομίζω ότι έχει μεγάλη σχέση με το Trainspotting που λένε μερικοί. Απλά κάποια κοινά θεματικά στοιχεία.
Όσοι τοξικοεξαρτημένοι έχουν δει την ταινία, την έχουν εκτιμήσει πιο πολύ απ’ όσο περίμενα. Είχα μία ανησυχία, για το πως θα την αντιμετώπιζαν όσοι έπιναν ή όσοι είχαν σταματήσει να πίνουν. Όσοι έχουν καθαρίσει, τη θεωρούν αριστούργημα. Ταυτίζονται πολύ με τον ήρωα που έκοψε.
Δεκαπενταύγουστο έπρεπε να κάνουμε γύρισμα στην πλατεία Βάθη. Στην αρχή φάγαμε πέσιμο, φίλε. Νόμιζαν ότι ήμασταν δημοσιογράφοι. Λίγες μέρες νωρίτερα ένα κανάλι είχε τραβήξει βίντεο διάφορα πρεζάκια στην πλατεία και το έδειξε στις ειδήσεις. Οπότε ήρθαν σ’ εμάς και μας είπαν «μην τραβάτε ρε, φύγετε, μας είδαν οι μανάδες μας στις ειδήσεις» και τέτοια. «Ρε παιδιά ταινία γυρίζουμε», τους έλεγα. Για να μη σου τα πολυλογώ, κάθονταν όλοι πίσω από την κάμερα για να βλέπουν τον Αλέξανδρο (σ.σ Τσίου) που τον τραβούσαμε. Πετάγεται σε κάποια φάση ένας: «φιλαράκι, άμα μου δώσεις ένα εικοσάρικο, θα το κάνω πολύ καλύτερα». Κι ενώ γυρίζαμε τη σκηνή, μπαίνει μία τύπισα μέσα στο κάδρο μαζί με έναν ανάπηρο σε καροτσάκι, γιατί γούσταρε και ήθελε να παίξει στην ταινία. Το κράτησα αυτό το πλάνο τελικά.
Δεν είναι ακριβώς χιουμοριστική ταινία. Κοινωνική με χιούμορ, θα την έλεγα. Με ενδιέφερε να έχει πλάκα. Έχει και πίκρα όμως. Τελικά σαν τη ζαχαροπλαστική οι ταινίες. Έχει σημασία η χημεία, με ακρίβεια. Ενώ στη μαγειρική και λίγο αλατάκι να σου πέσει παραπάνω, το τρως.
Δεν κάθομαι να το δω, δε μπορώ. Εκτός και αν πρόκειται για κάποια προβολή που πρέπει να πάω να μιλήσω, οπότε βλέπω όσο προλάβω εκεί. Δυσκολεύομαι. Υπάρχει κόσμος, όμως, που το έχει δει πολλές φορές. Μου λένε ατάκες αυτολεξεί, με τον σωστό τονισμό, μη σου πω και με το σωστό ηχόχρωμα. Είναι κάποιοι που πραγματικά σε σοκάρουν. Θες να τους πεις «καλά ρε φίλε, πόσες φορές το έχεις δει;».
Αν πήγαινα σε μεγάλη εταιρία και τους έλεγα ότι θέλω να κάνω σίκουελ του Τσίου, σίγουρα θα έβρισκα άκρη. Μου έχουν γίνει κιόλας τέτοιες προτάσεις. Δεν τις θεωρώ σοβαρές. Ο Τσίου πρέπει να μείνει μοναδικός. Μυαλό έχουμε, μπορούμε να σκεφτούμε μια άλλη ιστορία.
Καλώς ή κακώς μ’ έχει χαρακτηρίσει. Θέλω να είμαι αντικειμενικός. Το βλέπω. Έχω κάνει τόσα πράγματα και όλοι γι’ αυτό μου μιλάνε. Τι να πεις; Τελικά είσαι αυτό που νομίζουν οι άλλοι ότι είσαι.
Page: 1 2