Θέλετε να πιάσουμε το νήμα από την αρχή του ως το σήμερα ή το αντίθετο;
Χρήστος Χαρμπίλας: Όπως θέλεις. Η λογική είναι ίδια.
Ας το πιάσουμε από την αρχή. Δηλαδή από την αρχή της αρχής.
Τίτος Καργιωτάκης: Για να ξέρεις, κανείς από τους δυο μας δεν γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Εγώ στο Ηράκλειο, ο Χρήστος στην Αθήνα.
Και πώς βρεθήκατε στη Θεσσαλονίκη;
ΧΧ: Ο Τίτος με την οικογένεια του. Εγώ έφυγα από την Αθήνα γιατί δεν την άντεχα πια και ήθελα να μετακομίσω στη Θεσσαλονίκη για να δουλέψω σαν ηχολήπτης. Ήρθα τελικά εδώ το 1988.
ΤΚ: Εγώ το ’74, ήμουν ακόμη παιδάκι.
ΧΧ: Και γνωριστήκαμε το ’85.
Με τη μουσική μπλέξατε στα σοβαρά πριν ή μετά τη γνωριμία σας;
ΧΧ: Εμένα η πετριά είναι λίγο πιο παλιά, εξαιτίας του ότι είμαι λίγο μεγαλύτερος. Με τον Τίτο μάλιστα γνωριστήκαμε όταν ακόμη έπαιζα σε ένα συγκρότημα στην Αθήνα, τους 343 Κιλά Κρέας. Ήμουν ντράμερ και ο Τίτος ήξερε τον κιθαρίστα.
ΤΚ: Τότε πήγαινα ακόμη σχολείο. Μερικοί φίλοι είχαμε κάνει κατάληψη εκεί που είναι τώρα το Ιβανόφειο, μέσα σε ένα ρέμα. Στο σαλόνι της κατάληψης είχαμε φτιάξει ένα υποτυπώδες στούντιο, ένα προβάδικο. Ο Χρήστος με τη μπάντα έτυχε να ανέβουν στη Θεσσαλονίκη για να παίξουν στο Uptempo, ένα μαγαζί που υπήρχε τότε εδώ. Έψαχναν ένα μέρος για να κάνουν πρόβα, ήρθαν τελικά σε εμάς και αμέσως κολλήσαμε με τον Χρήστο.
ΧΧ: Ο Τίτος 16 ετών τότε, με μαλλί new wave, ψιλοπάνκης, κι εγώ ροκαμπιλάς.
Θυμάστε τι είπε ο ένας στον άλλο και παγιώθηκε τόσο άμεσα η μεταξύ σας φιλία;
ΤΚ: Δεν πολυμιλούσαμε τότε. Πίναμε. Αλλά γίναμε φίλοι από την πρώτη μέρα.
ΧΧ: Μετά από περίπου τρία χρόνια, που δεν υπήρχε πια η μπάντα μου, κουβεντιάσαμε με τον Τίτο την ιδέα να κάνουμε ένα συγκρότημα μαζί.
ΤΚ: Κατέβαινα συχνά στην Αθήνα, άλλες φορές ανέβαινε ο Χρήστος, ώσπου ήρθε κι έμεινε τελικά.
ΧΧ: Ο Τίτος δούλευε ήδη τότε σε μια εταιρία με ηχητικά που υπήρχε τότε στη Θεσσαλονίκη, την Alphasound. Τα καλοκαίρια χρειάζονταν χέρια, οπότε ο Τίτος με βοήθησε να μπω στη φάση. Όταν αποφάσισα ότι δεν θα άντεχα να είμαι ντράμερ σε σκυλάδικα για να συντηρώ μια δική μου μπάντα, σκέφτηκα ότι το να γίνω ηχολήπτης είναι κάτι πιο…
ΤΚ: …ανώδυνο!
XX: Ακριβώς, είναι πιο ανώδυνο να κάνεις ήχο ακόμη και σε κάτι που δεν γουστάρεις, παρά το να παίζεις κάτι που δεν μπορείς να χωνέψεις. Κάπως έτσι νομίζω το έβλεπε και ο Τίτος.
ΤΚ: Όχι κάπως έτσι. Ακριβώς έτσι.
ΧΧ: Τελικά μέσα από την ηχοληψία και την παραγωγή καταλήξαμε -πλην ελαχίστων εξαιρέσεων- να κάνουμε ακριβώς ό,τι γουστάρουμε.
Πότε ξεκινήσατε να δουλεύετε επίσημα μαζί;
ΤΚ: Το ’92, πάνω-κάτω.
ΧΧ: Είχαμε όμως ήδη μαζί ένα δίσκο με το δικό μας συγκρότημα, τους O.S.L.T., τον οποίο γράψαμε σε ένα μικρό στούντιο που δούλευε τότε ο Τίτος και σε ένα λίγο μεγαλύτερο, το JAM, που υπάρχει ακόμη.
ΤΚ: Τον γράψαμε το ’89 αλλά δεν τον κυκλοφορήσαμε!
ΧΧ: Ως ηχολήπτες η πρώτη δισκογραφική δουλειά που κάναμε μαζί ήταν το «Κράτα το Σώου Μαϊμού» με τις Τρύπες.
ΤΚ: Δουλεύαμε όμως ήδη μαζί σε συναυλίες, δυο μας κάναμε όλη τη φάση στην εταιρία που ήμασταν. Κι όταν λέω όλη τη φάση το εννοώ: ήχο, στήσιμο, φώτα, ξεστήσιμο, τα πάντα. Στουντιακά ξεκινήσαμε με τις Τρύπες τέλη ’93.
ΧΧ: Ο Τίτος είχε κάνει ήδη τα «Εννιά Πληρωμένα Τραγούδια». Φεύγουμε λοιπόν και οι δύο για σεμινάρια ηχοληψίας στην Ολλανδία και γυρνώντας τελειώνει ο Τίτος το δίσκο κι εγώ αναλαμβάνω την «Ξεσσαλονίκη» των Σπαθιών. Η πρώτη μας από κοινού δουλειά ήταν το «Σώου».
ΤΚ: Λίγο πριν για μένα ήταν και το «Υπέροχο Τίποτα». Από κει και πέρα όλα μαζί.
Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο ξεκινήσατε να δουλεύετε μαζί λίγο πριν από την κορύφωση που σηματοδότησαν για τη σκηνή της Θεσσαλονίκης, τα «Εννιά Πληρωμένα Τραγούδια». Όντας ήδη σε όλο αυτό το «παιχνίδι», πώς ήταν να βλέπετε από μέσα εκείνη την «αλλαγή πίστας»;
ΤΚ: Πολύ φυσιολογικό. Σαν να μην τρέχει τίποτα.
Άρα ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβάνονται κάτι τέτοιο οι μουσικοί που παίζουν στις μπάντες που απαρτίζουν την όποια σκηνή, είναι διαφορετικός από το πώς το προσλαμβάνουν οι ακροατές.
ΤΚ: Εντελώς διαφορετικός. Εμείς απλά δουλεύαμε, κάναμε ό,τι ήταν να κάνουμε και απλά ξαφνικά άρχισε να έχει κόσμο στις συναυλίες.
Πότε καταλάβατε τη διαφορά;
ΤΚ: Όταν άρχισαν να γεμίζουν οι Λυκαβηττοί, να γίνονται διήμερα, καταλάβαμε ότι κάτι συμβαίνει. Μέχρι τότε κάναμε live σε πανεπιστήμια, σε διάφορα μικρά μαγαζάκια. Οι Τρύπες, οι Εκτός Ελέγχου, τα Μωρά στη Φωτιά, οι Γκούλαγκ, οι Blues Wire…ήταν εκρηκτική η πόλη, σε πολλά είδη μουσικής. Γινόταν χαμός.
Η αίσθηση της σκηνής, που λέμε τόση ώρα, όντως υπήρχε ή είναι ένα μύθευμα των Αθηναίων;
ΤΚ: Υπήρχε φυσικά.
ΧΧ: Όπως και στην Αθήνα υπήρχε σκηνή, κι ακόμη νωρίτερα σε σχέση με εδώ. Θυμάμαι να παίζουμε οι 343 Κιλά Κρέας με τους Last Drive σε σπίτια. Τόσες και τόσες μπάντες, Anti-Troppau Council, Villa 21, θέλω να πω δηλαδή ότι και στην Αθήνα υπήρχε μια κατάσταση, ενδιαφερόταν κόσμος. Κάτι ανάλογο συνέβαινε και στη Θεσσαλονίκη. Απλά εδώ, από το πουθενά, με τις Τρύπες ήρθε και μια κάποια εμπορική επιτυχία.
Πριν από την επιτυχία, όλα αυτά τα συγκροτήματα πόσο κόσμο αφορούσαν στη Θεσσαλονίκη;
ΤΚ: Περισσότερο απ’ όσο φαντάζεσαι. Έβραζε ο τόπος. Θυμάμαι να περνάνε διαρκώς από χέρι σε χέρι κασέτες και να ακούμε συνέχεια μουσική. Και οι Τρύπες τι νομίζεις, ήταν μία μπάντα σαν όλες τις άλλες, όπως ήταν οι Εκτός Ελέγχου, οι Γκρόβερ, οι Γκούλαγκ, ένα κάρο μπάντες. Υπήρχαν μάλιστα τότε στη Θεσσαλονίκη το Ράδιο Κιβωτός και το Ράδιο Ουτοπία, που ήταν αυτοδιαχειριζόμενα από μερικούς εναλλακτικούς τύπους. Έκαναν φεστιβάλ και παίζανε όλοι αυτοί. Υπήρχε επίσης το Στέκι της Φιλοσοφικής που κάθε βδομάδα είχε συναυλίες. Γενικά, αυτή ήταν η καθημερινότητά μας. Για παράδειγμα οι Τρύπες έπαιζαν συνέχεια, θα τους έβλεπες τουλάχιστον μια φορά το δίμηνο. Γι’ αυτό και όταν έγιναν τα «Εννιά Πληρωμένα Τραγούδια» είχαν ήδη πολύ κοινό. Στη Θεσσαλονίκη τουλάχιστον δεν έγινε κανένα μεγάλο μπαμ μετά τα «Εννιά Πληρωμένα Τραγούδια». Είχε χτιστεί όλο αυτό.
ΧΧ: Σε ό,τι αφορά εμάς τους δύο, πάντως, αν κάτι άλλαξε εκείνη την περίοδο ήταν το εξής: δεν σκεφτόμασταν πια εντάξει, έλα να γράψουμε κι ό,τι βγει. Είχαμε πια απαιτήσεις και από τους μουσικούς και από τους ίδιους μας τους εαυτούς. Θέλαμε ένα επαγγελματικό αποτέλεσμα. Θέλαμε οι Τρύπες, τα Ξύλινα Σπαθιά και άλλες μπάντες που κάναμε τότε, να ακούγονται τόσο καλά όσο οι μπάντες απ’ έξω. Μέχρι τότε σε τέτοιου τύπου δίσκους δεν ήταν και πολύ σύνηθες το πολύ ψάξιμο στην παραγωγή. Προσπαθούσαμε λοιπόν να κάνουμε τα πράγματα να μοιάζουν με αυτά που ακούγαμε απ’ έξω, κάτι πολύ δύσκολο γιατί εμείς δεν είχαμε τα δικά τους μέσα. Οι δίσκοι της 4AD για παράδειγμα γράφονταν σε στουντιάρες. Όχι ότι κι εδώ τα στούντιο που δουλέψαμε δεν ήταν καλά, όπως το Magnanimous του Γιώργου Πεντζίκη. Αλλά έξω ήταν άλλο το επίπεδο. Νομίζω λοιπόν ότι ρόλο στο μεγάλωμα του πράγματος έπαιξε και η ηχοληψία, τόσο στο στούντιο όσο και στο live. Έκανε ας πούμε ήχο έξω ο Τίτος κι εγώ ήμουν στο stage. Μετά στα Σπαθιά ο Τίτος έκανε stage κι εγώ ήμουν έξω. Γίναμε δηλαδή όλοι λίγο πιο επαγγελματίες. Χωρίς αυτό να μεταφράζεται σε οικονομικό επίπεδο.
ΤΚ: Και αν εξαιρέσεις λίγες στιγμές, η συνεργασία με τους μουσικούς ήταν αναίμακτη. Γενικά τα πάμε καλά. Δεν υπάρχει αντιπαλότητα. Καταρχάς ήμασταν φίλοι. Αυτό είναι πολύ σημαντικό. Μιλάμε για μια παρέα εδώ στην πόλη όλοι αυτοί οι άνθρωποι.
ΧΧ: Είχαμε απαιτήσεις από αυτούς, είχαν απαιτήσεις από εμάς. Και προσπαθούσαμε όλοι.
«Είναι χαρακτηριστικό της πόλης ότι υπάρχει συναδελφικότητα, σύμπνοια ανάμεσα στις μπάντες και τους τεχνικούς. Δεν υπάρχει καμία αντιπαλότητα. Δηλαδή πας να δεις μια μπάντα live και είναι άλλες δέκα από κάτω που παρακολουθούν και γουστάρουν. Είναι ειλικρινές αυτό το πράγμα.»
Από μουσικούς πρωταγωνιστές εκείνης της εποχής μέχρι μουσικόφιλους που ήταν παρόντες σε κάθε της στάδιο, αν υπάρχει μια κοινή συνισταμένη στις απόψεις τους είναι ότι άπαντες είχαν επίγνωση ότι δρούσαν σε μια Θεσσαλονίκη που κατά βάση ήταν βαθιά συντηρητική και ακριβώς γι’ αυτό υπήρξε τόσο έντονη δημιουργική αντίδραση. Επιβεβαιώνετε;
ΤΚ: Φυσικά ισχύει και αυτό. Η πόλη της εκκλησίας είναι η Θεσσαλονίκη, και του Κούβελα και του Παπαθεμελή και μερικών ακόμη ανθρώπων που έχουν κάνει την Ελλάδα έτσι όπως είναι. Θέλοντας και μη αυτό σε επηρεάζει όταν ζεις εδώ. Όμως τη δεκαετία του ’80 ήταν διαφορετικά τα πράγματα. Υπήρχε φυσικά η βαθιά συντήρηση αλλά υπήρχε και κάτι άλλο. Ήταν τρελή αυτή η πόλη.
ΧΧ: Επειδή ήταν πιο μικρή, δε γίνονταν τόσες πολλές καφρίλες όπως στην Αθήνα.
ΤΚ: Στην ίδια περιοχή, στην Πρόξενου Κορομηλά, σε ένα σταυροδρόμι, εκεί που είναι το Berlin, ήμασταν μαζεμένοι όλοι: πάνκηδες, ροκαμπιλάδες, σκινχεντς, χεβιμεταλάδες, ροκενρολάδες, νιουγουεϊβάδες. Γίνονταν και φασαρίες, αλλά γενικώς συμβιώναμε χωρίς να σφαζόμαστε. Ήμασταν και φίλοι. Αυτό κράτησε μέχρι τις επιχειρήσεις Αρετή, που τα σκούπισαν όλα.
ΧΧ: Νομίζω ότι ακριβώς επειδή είναι αρκετά μικρή η Θεσσαλονίκη, δεν υπήρξε χωνευτήρι, δεν εξαφανίζονταν όλα αυτά τα διαφορετικά στοιχεία. Τα έβλεπες, τα αναγνώριζες και αν ήθελες ζούσες τη ζωή σου ως μέλος μιας παρέας που δεν είχε να κάνει με το συντηρητισμό, ήταν κάτι που υπήρχε γύρω γύρω, αλλά εμείς μπορούσαμε να είμαστε σε μια δική μας κατάσταση, πολύ ευχάριστη. Προσωπικά δεν ξέρω αν με πίεζε ο συντηρητισμός που υπήρχε στη Θεσσαλονίκη. Η Ελλάδα ολόκληρη άλλωστε είναι συντηρητική χώρα.
ΤΚ: Ίσως να σε επηρεάζει αυτός ο σκοταδισμός ανάλογα και με την οικογένεια σου. Εμένα, ας πούμε, δεν με έπιασε ποτέ γιατί οι γονείς μου ήταν αριστεροί. Γενικά δε νομίζω ότι η μόνη κινητήριος δύναμη της σκηνής ήταν η αντίδραση στο συντηρητισμό. Περισσότερο οφείλεται στο ότι ήταν πολύ μικρή η πόλη, άρα εκ των πραγμάτων έρχονταν σε επαφή άνθρωποι με διαφορετικές ιδέες, υπήρχε μεγάλη τριβή ανάμεσα στους μουσικούς κι έγιναν μαγικά πράγματα.
ΧΧ: Συν το ότι υπήρχαν και ορισμένοι παλαιότεροι που βοήθησαν. Όπως έκανε ο Παπάζογλου με τις Τρύπες, κι όχι μόνο δηλαδή, βοήθησε πάρα πολλούς. Δεν ήταν ο μόνος. Ή ο Πεντζίκης με το Magnanimous. Όλοι αυτοί βοήθησαν την μουσική βιομηχανία, ας πούμε, της πόλης.
ΤΚ: Μάλλον βιοτεχνία. Έτσι ήταν πάντα.
ΧΧ: Γιατί δεν υπήρχε καθόλου το σκεπτικό ειδικά σε αυτές τις μπάντες ότι θα μπορούσαν ποτέ να βγάλουν χρήματα.
Όταν πια η σκηνή, ή έστω οι πιο προβεβλημένες μπάντες της, αφορούσαν πολύ κόσμο, άλλαξαν οι ισορροπίες σε όλο αυτό που ζούσατε μέχρι τότε;
ΤΚ: Γενικά η Θεσσαλονίκη τη δεκαετία του ’90 ήταν κάτι άλλο από τη δεκαετία του ’80. Ωραίο αλλά πολύ διαφορετικό. Μην ξεχνάς ότι τη δεκαετία του ’90 άνοιξε ο Μύλος που ήταν κάτι πάρα πολύ σημαντικό για την πόλη. Ειδικά εμείς ως ηχολήπτες όχι μόνο είδαμε αλλά δουλέψαμε κιόλας με το 80% από τις μπάντες που γουστάραμε σε όλη μας τη ζωή.
ΧΧ: Θυμάμαι ότι έγραφα με τα Σπαθιά το «Μια Ματιά σαν Βροχή» και ο Τίτος δεν ήταν στο στούντιο γιατί δούλευε στον Μύλο κάνοντας ήχο στον Tricky. Ο Βασίλης Γκουνταρούλης εκείνη τη μέρα δεν ήρθε στο στούντιο, δεν γράψαμε πλήκτρα, γιατί ήθελε να πάει στη συναυλία. Φαντάσου λοιπόν να αγαπάς τη μουσική και κάθε μέρα να βλέπεις live κάτι διαφορετικό εκεί. Όνειρο ήταν.
ΤΚ: Την πρώτη μέρα που δούλεψα εκεί ήταν με τους Fall και την τρίτη μέρα με τον Dr John. Ήταν τρέλα, απίστευτο πράγμα. Ο Μύλος υπήρξε κομβικό σημείο για τη Θεσσαλονίκη, ίσως και για όλη την Ελλάδα.
ΧΧ: Βλέπαμε κι ακούγαμε πράγματα εκεί και την επόμενη μέρα μπορεί να είχαμε ηχογραφήσεις στο στούντιο, οπότε σίγουρα επηρεαζόμασταν.
ΤΚ: Από τεχνικές ηχοληψίας μέχρι το πώς έπαιζαν οι μουσικοί. Ήταν πολύ μεγάλο σχολείο.
ΧΧ: Πειραματιζόμασταν συνέχεια εκείνη την περίοδο στο στούντιο του Πεντζίκη. Τον διώχναμε και μέναμε στο υπόγειο μέχρι το ξημέρωμα. Πήγαινε 7 το πρωί και συνειδητοποιούσες ότι είχες κάνει απίστευτα πολλή δουλειά. Η οποία μερικές φορές μπορεί να ήταν μεγάλη βλακεία, αλλά τουλάχιστον κάναμε ό,τι θέλαμε.
Ποιες ξεχωρίζετε ως τις πιο κομβικής σημασίας δουλειές σας; Και σε επίπεδο δισκογραφίας αλλά και σε συναυλιακό.
ΧΧ: Θα μπορούσες να πεις ότι οι πιο γνωστές δουλειές που έχουμε κάνει είναι, στην αρχή τουλάχιστον, οι Τρύπες και πιο μετά ό,τι έχει κάνει το κάθε άτομο αυτού του συγκροτήματος. Κάτι αντίστοιχο και με τα Ξύλινα Σπαθιά. Από κει και πέρα όμως, χρόνο με το χρόνο το όλο πράγμα μπλέκεται. Για παράδειγμα, πήγε ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου με τον Μπάμπη (σ.σ. Τρύπες). Ή κόσμος από τον Μύλο, όπου ήμασταν ηχολήπτες, όπως ο Μπαντούκ (σ.σ. Γιώργος «Μπαντούκ» Αποστολάκης, Blues Wire, Λαϊκεδέλικα, κ.α.) πήγε με τον Θανάση (σ.σ. Παπακωνσταντίνου), στον οποίο έκανε την παραγωγή ο Μπάμπης (σ.σ. Παπαδόπουλος) σε εκείνη τη φάση. Και κάπου εκεί ήρθε στην παρέα και ο Σωκράτης (σ.σ. Μάλαμας). Το δικό μας στούντιο ξεκίνησε επίσημα το 2004 με το «Άδειο Δωμάτιο».
ΤΚ: Το μεγαλύτερο, πάντως, χρονικό διάστημα που έχουμε περάσει ετοιμάζοντας ένα δίσκο -συζητήσεις, πρόβες, ηχογραφήσεις- ήταν σχεδόν τρία χρόνια με το ντεμπούτο από τους Επισκέπτες. Λίγο λιγότερο διήρκεσε η «Γελαστή Ανηφόρα» του Αγγελάκα.
Από όλους τους δίσκους που έχετε δουλέψει μαζί, μπορείτε να ξεδιαλέξετε δυό-τρεις στους οποίους έχετε ιδιαίτερη αδυναμία;
ΤΚ: Σίγουρα ο «Βραχνός Προφήτης» του Θανάση, σχεδόν όλοι από Τρύπες, οι Επισκέπτες επίσης, αλλά και διάφορα άλλα που δεν έχουν ακουστεί. Για παράδειγμα ένας δίσκος που μου άρεσε πάρα πολύ αλλά η τύχη του ήταν πολύ λίγη, ήταν των Boomstate.
XX: Φαντάσου ότι εκεί που γράφτηκε η «Αγρύπνια» του Θανάση, γράφτηκε και ο συγκεκριμένος δίσκος. Είχαμε ήδη στημένα τα μηχανήματα και με το που τελειώσαμε με τον Θανάση, βάλαμε τους Boomstate να παίξουν. Μέλος των οποίων είναι ο Χρήστος Μέγας που έπαιζε και με τον Παπάζογλου ενώ ήταν και ηχολήπτης του Θανάσης Παπακωνσταντίνου, καθώς και ο Φώτης Σιώτας που επίσης παίζει με τόσους και τόσους. Είμαστε δηλαδή όλοι από την ίδια παρέα.
ΤΚ: Καμιά τριανταριά άνθρωποι που παίζει ο ένας στις δουλειές του άλλου.
ΧΧ: Και εμείς ανάμεσά τους, ή μάλλον πίσω από τις κονσόλες.
Είπατε νωρίτερα ότι η άνοδος εκείνης της πολυσυζητημένης σκηνής της Θεσσαλονίκης, για εσάς που ήσασταν κομμάτια της ήταν κάπως σαν να μην τρέχει τίποτα. Κατά τον ίδιο τρόπο αντιμετωπίσατε και τη δύση της;
ΤΚ: Εκείνη την εποχή, γύρω στο 2000, που διαλύθηκαν και οι Τρύπες, είχαμε πολλή δουλειά για να δώσουμε σημασία, να νιώσουμε ας πούμε ότι κάτι ξεφουσκώνει. Είχαμε ήδη ξεκινήσει τον «Βραχνό Προφήτη», κάναμε αμέσως μετά την «Αγρύπνια», βγήκαμε με τον Θανάση στο δρόμο, ταυτόχρονα κάναμε πρόβες με τον Γιάννη για να γίνουν οι Επισκέπτες… Προφανώς όμως για κάποιους ανθρώπους αυτή η «δύση» είχε ένα αποτύπωμα. Πρώτα απ’ όλα όταν σταματάει μια μπάντα, αλλάζει η ζωή των μελών της, είτε οικονομικά είτε ψυχολογικά. Ευτυχώς όμως συνολικά δεν σταμάτησε το όλο πράγμα σε δημιουργικό επίπεδο, άρχισαν να γίνονται καινούρια πράγματα.
ΧΧ: Μπορεί το ενδιαφέρον του κόσμου για το «ελληνόφωνο ροκ», όπως το έλεγαν τότε, κάπως να ξεφούσκωσε, αλλά όλοι οι μουσικοί και τα συγκροτήματα που εμείς κάναμε παρέα, προχώρησαν. Εντάξει, είναι κρίμα που σταμάτησαν οι Τρύπες, αλλά οι Επισκέπτες δεν είναι λιγότερο αξιόλογη δουλειά. Εμάς, ως ηχολήπτες, δεν μας ενδιέφερε ποτέ να ασχολούμαστε μόνο με το ροκ, ανέκαθεν θέλαμε να μπλεχτούμε και με άλλα πράγματα. Άρα συνεχίσαμε να δουλεύουμε με την ίδια λογική όπως πάντα. Στην τελική υπάρχουν ακόμη και σημεία πολύ ροκ στους δίσκους του Θανάση και του Αγγελάκα. Στη δική μας ζωή δεν ξεφούσκωσε τίποτα. Υπάρχει συνέχεια. Δεν είναι ότι ασχολούμασταν στα 90s με το ροκ κι αργότερα μπλέξαμε με το έντεχνο ή τα πειραματικά.
ΤΚ: Δημιουργικά δεν έχει ξεφουσκώσει ποτέ η φάση. Πάντα υπάρχει κάτι που μας τραβάει το ενδιαφέρον. Παιδευόμαστε και προχωράμε.
ΧΧ: Δεν θέλουμε να κολλάμε σε μανιέρες. Πολλές φορές φέρνουμε τα πάνω κάτω στο στούντιο, βάζουμε τελείως ανάποδα τα μικρόφωνα, για να βγάλουμε κάτι τελείως διαφορετικό. Και είναι κάτι που το κάνουμε από τις αρχές των 90s.
Όλα αυτά τα χρόνια πόσες φορές έχετε «σκοτωθεί» μεταξύ σας;
ΤΚ: Πλάκα κάνεις;
ΧΧ: Πάρα πολλές!
ΤΚ: Μέσα στη δημιουργική διαδικασία είναι οι διαφωνίες. Και όταν διαφωνούμε εμείς, διαφωνούμε σοβαρά. Πολλές φορές μάλιστα διαφωνούμε επί τούτου όταν συμφωνούμε. Γίνεται πολύ συχνά. Είμαστε σαν αδέρφια, ο ένας βγάζει την ένταση του στον άλλο.
ΧΧ: Στη δουλειά κατά περίπτωση η δικιά μου οπτική και του Τίτου μπορεί να είναι παράλληλες, μπορεί να είναι ταυτόσημες, μπορεί να είναι τελείως αντίθετες. Όλο αυτό έχει τρομερό αποτέλεσμα. Ακόμη κι ο τσακωμός. Γιατί συμβαίνει συχνά στον καθένα μας να πιστεύει και να θέλει κάτι πάρα πολύ αλλά να καταλαβαίνει ότι αυτό που λέει ο άλλος είναι καλύτερο. Είναι σχεδόν ψυχεδελικό όλο αυτό που συμβαίνει ανάμεσά μας, πάντα με γνώμονα να βγει καλό το αποτέλεσμα για τους μουσικούς που γράφουν στο στούντιο, είτε είναι παλιοί, είτε πιτσιρικάδες, που υπάρχουν πάρα πολλοί και πάρα πολύ αξιόλογοι.
Οι πιτσιρικάδες, όπως λέτε, που έρχονται να γράψουν εδώ, ξέρουν ποιοι είναι αυτοί οι δύο τύποι πίσω από την κονσόλα και τι έχουν κάνει μέχρι σήμερα;
ΤΚ: Συνήθως ναι.
ΧΧ: Το οποίο δεν έχει να κάνει μόνο με τις δουλειές μας αλλά και με τη συμπεριφορά μας.
H διάλυση ποιας από όλες εκείνες τις θρυλικές μπάντες της Θεσσαλονίκης των 80s και των 90s σας πλήγωσε περισσότερο; Όχι τόσο ως επαγγελματίες, αλλά ως fans.
ΤΚ: Όλα τα πράγματα έχουν ένα τέλος. Είναι πολύ συνειδητό ότι μια μπάντα που είναι σήμερα, δεν θα είναι αύριο. Οπότε δεν τα βάφεις μαύρα.
Γιατί λοιπόν ο κόσμος δεν μπορεί να ξεπεράσει με τίποτα τη διάλυση των Τρυπών;
ΤΚ: Έλα μου ντε…
ΧΧ: Εγώ πάντως θα ήθελα πάρα πολύ οι Τρύπες να ξαναγίνουν συγκρότημα.
Μήπως όλο αυτό έχει να κάνει με το ότι διαλύθηκαν στο peak τους, τόσο συνθετικά όσο και τεχνικά;
ΧΧ: Ίσως. Τεχνικά ήταν όντως απίστευτοι.
ΤΚ: Και όντως δεν πέρασαν ποτέ στην άλλη πλευρά. Ίσα ίσα, όσο πλησίαζε το τέλος παίζανε όλο και καλύτερα. Στις τελευταίες συναυλίες ήταν συγκλονιστικοί, δεν το πίστευα. Δεν παρήκμασαν ποτέ. Δεν πρόλαβαν.
ΧΧ: Από την άλλη πρέπει να πω ότι βλέποντας το από μέσα, το γεγονός ότι διαλύθηκαν οι Τρύπες κι έγιναν οι Επισκέπτες, έχει φάση.
ΤΚ: Κι ένα κάρο ακόμη πράγματα. Ο Μπάμπης έχει κάνει τόσα και τόσα φανταστικά πράγματα από τότε. Ο Ασκληπιός έκανε κι αυτός διάφορα και τα τελευταία χρόνια έχει τους Seahorse. Ο Καρράς εμφανίστηκε ξανά, γράφει εδώ το νέο του δίσκο και είναι υπέροχος. Δηλαδή είναι πιο ωραίο να βλέπεις αυτούς τους ανθρώπους να παραμένουν δημιουργικοί χώρια, από το να παρακμάζανε μαζί. Ξέρω ότι ο κόσμος δεν θα σταματήσει ποτέ να ζητάει να επανενωθούν. Το reunion όμως είναι άλλο πράγμα και ειδικά στη ροκ μουσική μετά από είκοσι χρόνια δεν ξέρω τι νόημα έχει. Αν υπάρχει λόγος, ίσως να αξίζει.
ΧΧ: Αν δηλαδή είναι να βγει ένας δίσκος. Βέβαια αν ποτέ επανενώνονταν οι Τρύπες για να βγάλουν νέα δουλειά, ο κόσμος πάλι «Λονδίνο, Άμστερνταμ ή Βερολίνο» θα ήθελε να ακούσει και όχι τόσο τα νέα κομμάτια. Αυτό με λυπεί λιγάκι κι ας ξέρω ότι δεν είναι παράλογο.
ΤΚ: Εμένα πάντως μ’ αρέσει πολύ που όλο αυτό έχει μείνει στο κεφάλι μου όπως ήταν. Να ξέρω ότι φτάσαμε εκεί που φτάσαμε στο τέλος και δεν ξέφτισε καθόλου το πράγμα. Δεν ξεπουλήθηκε. Ήταν ακέραιο μέχρι το τέλος, χωρίς καμία έκπτωση.
«Πάντα λόγω της θέσης µας στις κονσόλες βλέπουµε τις πλάτες σας καθώς παρακολουθείτε τις συναυλίες των καλλιτεχνών που αγαπάτε. Μας λείπουν πολύ αυτές οι πλάτες, όπως µας λείπουν και οι πλάτες αυτού του κράτους που ποτέ δεν στήριξε την τέχνη και τα παρεµφερή επαγγέλµατα χωρίς διακρίσεις». Αυτά έγραφες Τίτο πριν από μερικούς μήνες σχετικά με την ανύπαρκτη βοήθεια της πολιτείας προς τους καλλιτέχνες εν μέσω πανδημίας. Σήμερα είστε πιο ψύχραιμοι ή πιο απελπισμένοι;
ΤΚ: H νέα πραγματικότητα είναι…κενή. Ευτυχώς που έχουμε το στούντιο και είμαστε καλά μεταξύ μας. Μας σώζει η δημιουργικότητα. Αλλά αυτή δεν τρώγεται. Ουσιαστικά μας έχουν απαγορεύσει να δουλεύουμε από τον περασμένο Μάρτιο. Μας έχουν γραμμένους στα παλιά τους τα παπούτσια.
ΧΧ: Είναι σαν να λένε: κάντε άλλο επάγγελμα παιδιά.
ΤΚ: Ήδη το έχουν κάνει τόσοι και τόσοι. Είναι πάρα πολύ στενάχωρο να βλέπεις μουσικούς να μην έχουν να φάνε και να γίνονται συσσίτια για τα στοιχειώδη τους. Εμείς ως ηχολήπτες δουλεύαμε πάντα τα καλοκαίρια και το χειμώνα άντε να κάναμε 1-2 συναυλίες το μήνα. Φέτος το καλοκαίρι τίποτα, το χειμώνα το ίδιο. Ώρες ώρες κοιταζόμαστε και λέμε «τι θα γίνει;».
ΧΧ: Κι εγώ σου λέω ότι κάποιοι βρίσκουν τα χρήματα να έρθουν εδώ και να γράψουν ένα δίσκο. Πώς θα το προχωρήσουν; Πού θα τον παρουσιάσουν; Είναι φριχτό όλο αυτό που συμβαίνει. Μερικές φορές σκέφτομαι ότι απλά συνεχίζουμε να κάνουμε πράγματα εδώ μεταξύ μας μόνο και μόνο για να λέμε ότι τα κάνουμε.
ΤΚ: Και εννοείται ότι πολλά τα κάνουμε τσάμπα για ανθρώπους που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα. Γιατί στην τελική μόνο κακό θα μας κάνει το να σταματήσουμε να δουλεύουμε. Μας κάνει καλό να είμαστε εδώ μέσα. Είναι όμως κρίμα να μην αντιλαμβάνεται μεγάλη μερίδα του κόσμου ότι είναι φριχτό όλο αυτό που συμβαίνει στους καλλιτέχνες. Δεν αντιλαμβάνονται ότι οι μουσικοί ζουν από αυτό που κάνουν.
ΧΧ: Επίσης κάποιοι πιστεύουν ότι επειδή είσαι γνωστός, έχεις βγάλει τα λεφτά της ζωής σου. Δεν είναι όμως έτσι.
ΤΚ: Κανένας απ’ όλους αυτούς τους γνωστούς που συζητάμε τόση ώρα δεν έχει λύσει το ζήτημα βιοπορισμού. Κανείς τους δεν είναι άνετος. Όλοι αυτή τη στιγμή περνάνε πάρα πολύ δύσκολα.
Τελικά ποιο είναι το καλύτερο και το χειρότερο του να κάνεις αυτή τη δουλειά σε αυτή την πόλη και μετά από τόσα χρόνια να θεωρείστε πια εμβληματικοί ηχολήπτες και παραγωγοί;
ΧΧ: Για μένα το καλύτερο είναι όλη αυτή η μεγάλη δημιουργική παρέα της οποίας είμαι μέλος. Έχει ορίσει τη ζωή μου. Το χειρότερο δεν ξέρω, δεν νομίζω ότι υπάρχει. Ίσως η αβεβαιότητα τώρα πια. Αλλά τη ζωή μου ορίζει το κοινό όνειρο που υπάρχει τόσα χρόνια και νομίζω ότι θα συνεχίσει να υπάρχει.
ΤΚ: Το καλύτερο είναι που είμαστε εδώ, έχουμε αυτό το στούντιο, τη φωλίτσα μας. Και το χειρότερο είναι ότι έχουμε τη φωλίτσα μας και πρέπει να την πληρώνουμε.
ΧΧ: Όχι όμως και εμβληματικοί… Ποιοι, εμείς; Απλά όλα αυτά, είναι η ζωή μας. Χαίρομαι πάρα πολύ που έχουμε κάνει τους δίσκους που έχουμε κάνει.
ΤΚ: Δεν αισθανόμαστε ούτε για πλάκα έτσι. Εδώ είναι «οικογενειακά» τα πράγματα.
ΧΧ: Κατά κάποιο τρόπο θα μπορούσες να πεις ότι όλο αυτό το πράγμα στη Θεσσαλονίκη τελικά είναι μία οικογένεια.
ΤΚ: Είναι χαρακτηριστικό της πόλης ότι υπάρχει συναδελφικότητα, σύμπνοια ανάμεσα στις μπάντες και τους τεχνικούς. Δεν υπάρχει καμία αντιπαλότητα. Δηλαδή πας να δεις μια μπάντα live και είναι άλλες δέκα από κάτω που παρακολουθούν και γουστάρουν. Είναι ειλικρινές αυτό το πράγμα. Κι έχει πάρα πολλές μπάντες αυτή τη στιγμή η πόλη. Είναι γεμάτη με πάρα πολύ διαφορετικά και πολύ ωραία πράγματα. Είναι τόσο κρίμα που τώρα δεν έχουν πού να παίξουν. Μόνο πρόβες.
ΧΧ: Στην Αθήνα βρίσκετε καμιά άκρη; Γίνεται τίποτα με όλη αυτή την τρέλα; Την παλεύετε ή είστε και εσείς όπως εμείς;