Μία μέρα, εντελώς ξαφνικά, επισκέφτηκαν τον Γιάννη Αγγελάκα δύο γοητευτικοί υπονομευτές κάθε ανθρώπινης βεβαιότητας με όρεξη για κουβέντα

«Όμορφο, δεν λέω, αλλά θα ήθελα να μην ξαναπαγγείλεις ποίηση εδώ μέσα», λέει ο Μικρός Δάσκαλος, ο ένας από τους δύο ήρωες του νέου βιβλίου του Γιάννη Αγγελάκα.
«Γιατί, δάσκαλε;» ρωτάει ο άλλος, ο Μεγάλος Μαθητής.
«Θα μπερδέψεις τους κριτικούς» απαντάει ο Μικρός Δάσκαλος. «Δεν θα ξέρουν σε ποια κατηγορία να κατατάξουν το βιβλίο μας.»

Το αυτοτελές, όπως όλα, κεφάλαιο με το συγκεκριμένο απόσπασμα είναι -ίσως στρατηγικά, ίσως τυχαία, ίσως να μην έχει και τόση σημασία αυτό- τοποθετημένο σε μία από τις τελευταίες σελίδες και επαναφέρει στο προσκήνιο του μυαλού όποιου διαβάζει την απορία που εκ των πραγμάτων γεννιέται εξαρχής για το τι είναι τέλος πάντων αυτό το σύνολο λέξεων, μία απορία με την οποία επιτυγχάνεται γρήγορα ειρήνη, ώσπου έρχεται ο ίδιος ο συγγραφέας να τη δυναμιτίσει.

Με το πεζογράφημα «Ο Μεγάλος Μαθητής και ο Μικρός Δάσκαλος» (εκδ. Καστανιώτη), βέβαια, ο Αγγελάκας πρώτα και κύρια βάζει φωτιά σ’ ό,τι καίει τον ίδιο, σ’ ό,τι τρώει την δική του ψυχή, υλοποιώντας ευρηματικά και (αυτο)σαρκαστικά την ιδέα των σύντομων διαλόγων ανάμεσα στους δύο περίεργους ήρωες, μία ιδέα που του ήρθε «τελείως ξαφνικά και αναπάντεχα», όπως λέει στην Popaganda, και «σιγά σιγά άρχισα να σκέφτομαι πως αυτές οι περσόνες θα μπορούσαν να εξελιχθούν σε γοητευτικούς υπονομευτές κάθε ανθρώπινης βεβαιότητας και συζητώντας με ελαφράδα, γελοιότητα και αυτοσαρκασμό να θέτουν και να απλώνουν όλα τα σοβαρά ερωτήματα που με απασχολούν εδώ και χρόνια».

Ζητήματα, δηλαδή, σαν κι αυτό:
ΜΜ: Δάσκαλε, παντρεύτηκες; Έχεις παιδιά;
ΜΔ: Όχι βέβαια. Οι άνθρωποι παντρεύονται και κάνουν παιδιά, μόνο και μόνο γιατί δεν αντέχουν να ηττηθούν χωρίς άλλοθι. Ο μικροαστισμός είναι η βολική ταφόπλακα που βάζουν πάνω από τις πνευματικές και υπαρξιακές τους αγωνίες.
ΜΜ: Γιατί, δάσκαλε, θεωρούν κακό πράγμα την αγωνία; Η ανησυχία δεν είναι η δύναμη που εξελίσσει τη ζωή;
ΜΔ: Και ποιος σού είπε, αγαπητέ μου, ότι η ζωή είναι το ζητούμενο σ’ αυτή τη ζωή;

Ή σαν αυτό:
ΜΜ: Δάσκαλε, ως δάσκαλος οφείλεις να μη δίνεις σε κανέναν ελπίδες ότι μπορεί να ζήσει έξω από το ασφυκτικό δίχτυ της παγκόσμιας οικονομίας, έτσι δεν είναι;
ΜΔ: Έτσι ακριβώς.
ΜΜ: Τότε τι ακριβώς είναι η παιδεία;
ΜΔ: Έντονη προθέρμανση για τον εφιαλτικό μαραθώνιο της ζωής.

Ή σαν αυτό:
ΜΜ: Δάσκαλε, πες μου πώς μπορώ να επικοινωνώ καλύτερα με τον εαυτό μου.
ΜΔ: Η τάξη και η ευγένεια απαιτούν πρώτα απ’ όλα να ρωτήσεις τον εαυτό σου αν έχει καμία όρεξη να επικοινωνεί μαζί σου.
ΜΔ: Είμαστε προϊόντα λάθος σχεδιασμού. Οι κατασκευαστές μας έχασαν τον έλεγχο και απομακρύνθηκαν από τον τόπο του εγκλήματος. Περιμένουν να αυτοαφανιστούμε και κατόπιν θα επιστρέψουν να σπείρουν γογγύλια και βατράχια.
ΜΜ: Φρίκη, δάσκαλε! Φρίκη! Δεν έχουμε καμία ελπίδα παρά να περιμένουμε τον αυτοαφανισμό μας.
ΜΔ: Με λίγη καλή μουσική δεν είναι και τόσο άσχημα.

Εγώ, πάντως, επέμεινα: Τελικά οι μπερδεμένοι κριτικοί σε ποια κατηγορία να κατατάξουν το βιβλίο σου;
Ήταν η μόνη ερώτηση που έμεινε χωρίς απάντηση.

Για αρχή ας μιλήσουμε για το λογοτεχνικό εύρημα, όπως λένε, του βιβλίου, το ότι όλο είναι γραμμένο υπό μορφή διαλόγου ανάμεσα στον Μεγάλο Δάσκαλο και τον Μικρό Μαθητή. Η επιθυμία να γράψεις αυτό το βιβλίο, προϋπήρξε της «γέννησης» του ευρήματος; Είχες πρώτα κατά νου αυτά που ήθελες να πεις και μετά βρήκες τον τρόπο ή πρώτα σου σφηνώθηκε στο μυαλό η ιδέα του διαλόγου και μετά δόμησες τη σκέψη σου ώστε να λειτουργήσει το όλο πράγμα;
Πρώτα πρώτα με επισκέφθηκαν τελείως ξαφνικά και αναπάντεχα ο Μεγάλος Μαθητής και ο Μικρός Δάσκαλος, σημείωσα τον πρώτο τους διάλογο (είναι αυτός που κράτησα και πρώτο στο βιβλίο) και σιγά σιγά άρχισα να σκέφτομαι πως αυτές οι περσόνες θα μπορούσαν να εξελιχθούν σε γοητευτικούς υπονομευτές κάθε ανθρώπινης βεβαιότητας και συζητώντας με ελαφράδα, γελοιότητα και αυτοσαρκασμό να θέτουν και να απλώνουν όλα τα σοβαρά ερωτήματα που με απασχολούν εδώ και χρόνια.

Πόσο σίγουρος ήσουν ότι θα το τελείωνες τη στιγμή που το ξεκίνησες;
Καθόλου σίγουρος δεν ήμουν. Παρ’ όλα αυτά σε δύο χρόνια είχε ολοκληρωθεί.

Έγραψες το βιβλίο για να επικοινωνήσεις καλύτερα με τον εαυτό σου ή με όποιον/α το διαβάσει;
Και τα δύο ισχύουν έτσι κι αλλιώς σε ό,τι κάνω.

«Αδιαφορώ για τα απρόσωπα, εμπαθή και χυδαία τρολ οποιασδήποτε απόχρωσης του διαδικτύου. Όσοι είναι να καταλάβουν, καταλαβαίνουν.»

Τα «Σάλια…», το πρώτο σου βιβλίο, κυκλοφόρησε το 1995, δέκα χρόνια μετά τον πρώτο δίσκο που έβγαλαν οι Τρύπες. Θέλω να καταλήξω στο εξής: είμαι περίεργος για το αν κάποιος που έχει τόσες δεκαετίες καλλιτεχνικής δημιουργίας στην πλάτη του, αντιλαμβάνεται το κοινό του -όσους διαβάζουν τις λέξεις, όσους ακούνε τη μουσική, κλπ- ως ένα σύνολο μεμονωμένων ατόμων ή ως μία ασαφή «μάζα». Να σημειωθεί ότι στην προκειμένη δεν χρησιμοποιώ τη λέξη «μάζα» με την κακή έννοια.
Τα «Σάλια, μισόλογα και τρύπιοι στίχοι» πρωτοκυκλοφόρησαν το 1988 από τις εκδόσεις Πλέθρον, δηλαδή τρία χρόνια μετά τον πρώτο μας δίσκο. Διορθώνω χωρίς παρεξήγηση, άλλωστε ένας δημοσιογράφος δεν οφείλει να είναι και αρχαιολόγος! [σ.σ. οφείλει όμως να είναι πιο προσεκτικός, να αναζητήσει την έκδοση του 1995 (Λιβάνης) και να μην αρκεστεί στην πληροφορία που υπάρχει στην επανέκδοση που κυκλοφόρησε το 2016 μαζί με το CD «Λύκοι Λάιβ Στο Ολύμπιον»]. Όσον αφορά την ουσία του ερωτήματος η μάζα με την καλή ή με την κακή της έννοια ποτέ δεν με συγκινούσε. Οτιδήποτε έκανα και κάνω το κάνω νιώθοντας πως έχω απέναντί μου πρόσωπα.

Πρόσφατα ο Nick Cave δημοσίευσε ένα κείμενό του στο theredhandfiles.com που συζητήθηκε πολύ γιατί σε κάποια σημεία «εξίσωσε» την Antifa με την Άκρα Δεξιά («Η Antifa και η Άκρα Δεξιά αποτελούν τα δύο μέλη ενός αγρίως ερωτικού, βίαιου και αμοιβαίως αυτοσυντηρούμενου γαμήλιου δεσμού»), στο πλαίσιο υποστήριξης της πάγιας αποστροφής του σε κάθε είδους δογματισμό («Νιώθω αφόρητη πλήξη και πίεση υπό το βάρος της ύβρεως όσων εμφανίζονται τόσο δογματικοί στις θέσεις τους»). Υπάρχουν πολλά ανάλογα σημεία σε αυτό το βιβλίο σου. Αναφέρω χαρακτηριστικά το εξής: «Η ανθρωπότητα συχνά πυκνά μπαίνει σε κάτι σκοτεινά, δύσοσμα τούνελ που πολλές φορές μοιάζουν να μην έχουν τέλος. Τότε οι απελπισμένοι άνθρωποι υποκύπτουν ευκολότερα στη μαύρη μαγεία του φανατισμού. Φανατικοί χριστιανοί, φανατικοί μουσουλμάνοι, φανατικοί εθνικιστές, φανατικοί φιλελεύθεροι, φανατικοί κομμουνιστές και άλλοι κάνουν ό,τι μπορούν για να γίνει ακόμα πιο σκοτεινό και εύφλεκτο το χάος». Όχι ότι δεν έχεις έρθει και εσύ στο παρελθόν αντιμέτωπος με αντιδράσεις σε κατά καιρούς δηλώσεις σου, αλλά τι θα κάνεις τώρα αν γυρίσει κάποιος και σου πει «καλά ρε μεγάλε είναι δυνατόν να βάζεις στο ίδιο τσουβάλι τους εθνικιστές με τους κομμουνιστές;»
Δεν μπορώ να ταυτιστώ με την σκέψη του Cave. Είναι άλλο πράγμα να μεγαλώνεις σε έστω ξεπεσμένες αυτοκρατορίες και άλλο να ανδρώνεσαι σε ένα θλιβερό προτεκτοράτο. Καταλαβαίνω την φρίκη του με τους δογματικούς (το δόγμα είναι όπως το αμπαζούρ στη λάμπα, είχε πει κάποτε ο Κουστουρίτσα) αλλά νομίζω πως το λάθος που κάνει ο αντιφασισμός είναι που κατεβαίνει στην αρένα του φασισμού και αντιπαρατίθεται σωματικά μαζί του ενώ το ζήτημα είναι πνευματικό.

Στον συγκεκριμένο διάλογο του βιβλίου που αναφέρεις ο Δάσκαλος τα βάζει με τους φανατικούς οποιασδήποτε ιδέας, καλής, κακής, ανθρώπινης ή απάνθρωπης, υπάρχουν ιδεολογήματα όπως αυτό του φασισμού που τρέφονται με την συναισθηματική πανούκλα του φανατισμού, τις ιδέες όμως που έχουν στον πυρήνα τους κάποια ομορφιά και κάποια καθαρά, δίκαια και λογικά αιτήματα για την εξέλιξη της ανθρωπότητας το μόνο που καταφέρνουν όσοι φανατίζονται με αυτές είναι να τις λερώνουν και να τις αποδυναμώνουν.

Δεν βάζω στο ίδιο τσουβάλι τους εθνικιστές και τους κομμουνιστές. Το τραγούδι του μακαρίτη του Πανούση που τραγούδησα ήταν ένα τραγούδι κριτικής της ηγεσίας του κομμουνιστικού κόμματος τόσο για τα γνωστά ιστορικά της λάθη όσο και για το ότι εκείνο τον καιρό έδινε δημοκρατικό άλλοθι με την παρουσία του μέσα στο κοινοβούλιο και την  ανοχή του, μαζί με όλα τα συστημικά και «αντισυστημικά» κόμματα, στην κατάλυση κάθε έννοιας δημοκρατίας, με ουρανοκατέβατους πρωθυπουργούς τεχνοκράτες κι όλες αυτές τις τραγικές βλακείες που ζήσαμε. Αντ’ αυτού προσβλήθηκαν οι κνίτες και μας είπαν πως προσβάλλαμε και τους παλιούς αγωνιστές που πολέμησαν στα βουνά και έδωσαν τη ζωή τους για την ουτοπία ενός δίκαιου και ελεύθερου κόσμου. Οι γραμματείς κι οι φαρισαίοι τη βγάλαν καθαρή. Ωραιότατα! Αδιαφορώ για τα απρόσωπα, εμπαθή και χυδαία τρολ οποιασδήποτε απόχρωσης του διαδικτύου. Όσοι είναι να καταλάβουν, καταλαβαίνουν.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Κινδυνεύει η ελευθερία του λόγου -είτε σε επίπεδο καλλιτεχνικής δημιουργίας είτε σε επίπεδο καθημερινής ζωής;- από την πολιτική ορθότητα;
Ανάμεσα στη σύγχρονη, εκλεπτυσμένη ανθρωποφαγία και στους παλιούς παραδοσιακούς κανίβαλους θα προτιμούσα έναν κόσμο μυημένο στη φυσική του ευγένεια, στη συναισθηματική του ευφυία και σ’ έναν υγιή αυθορμητισμό. Δεν απάντησα στο ερώτημά σου. Είναι πολιτικά ορθό αυτό;

Εξ ορισμού, αφού και ο Μεγάλος Μαθητής και ο Μικρός Δάσκαλος είναι δικά σου δημιουργήματα, λένε πράγματα που έχει στο μυαλό του ο Αγγελάκας. Διαβάζοντας όμως έχω την αίσθηση ότι χρησιμοποιείς τον Μαθητή (με την πηγαία άγνοια και περιέργεια του) σε μεγάλο βαθμό για να δυναμιτίσεις τις όποιες βεβαιότητες του Δασκάλου. Θα ‘λεγες ότι όλο αυτό λειτουργεί ως παραπομπή και σε μια γενικότερη, ας την πούμε σωκρατική, στάση ζωής, να πέφτει δηλαδή κανείς όσο λιγότερο γίνεται στις μαύρες τρύπες των αφ’ υψηλού βεβαιοτήτων που, θέλοντας και μη, παγιώνονται στο κεφάλι όσο περισσότερο μεγαλώνει κανείς;
Χαίρομαι που διαβάζοντας το βιβλίο έκανε αυτές τις σκέψεις. Δεν έχω να πω κάτι παραπάνω γι’ αυτό.

«Υπάρχουν ιδεολογήματα όπως αυτό του φασισμού που τρέφονται με την συναισθηματική πανούκλα του φανατισμού, τις ιδέες όμως που έχουν στον πυρήνα τους κάποια ομορφιά και κάποια καθαρά, δίκαια και λογικά αιτήματα για την εξέλιξη της ανθρωπότητας το μόνο που καταφέρνουν όσοι φανατίζονται με αυτές είναι να τις λερώνουν και να τις αποδυναμώνουν.»

Σε δύο σημεία επιστρέφεις σε μερικούς χαρακτηριστικούς στίχους που έγραψες τότε που υπήρχαν οι Τρύπες. «Χορεύουν μέσα μου γυμνές / όλες οι απαντήσεις», λέει κάποια στιγμή ο ΜΜ. «Καιρός για νέες συντριβές» λέει μερικές σελίδες αργότερα ο ΜΔ. Ο Λευτέρης Βογιατζής μου είχε πει κάποτε το εξής: «Νιώθω μια συγκατάβαση απέναντι στο πως ήμουνα ως νέος. Αλλά και ένα σεβασμό για τη λαμπερή εντιμότητα που είχε η αναζήτησή μου». Πώς λειτουργεί για σένα το όλο θέμα, της επιστροφής δηλαδή ανά τακτά διαστήματα (κυρίως μέσα από τις συναυλίες σου που παίζεις και παλιά σου τραγούδια αλλά και τώρα, σε αυτό το βιβλίο) στο καλλιτεχνικό σου παρελθόν, σε περασμένους σου εαυτούς;
Δεν μπορώ να το δω έτσι, παρελθόν, παρόν, μέλλον τα νιώθω συμπαγή και ενιαία. Έναν εαυτό έχω που περνά από τις διάφορες φάσεις του χωροχρόνου που του δόθηκε. Συζητώ καθημερινά με όλες μου τις ηλικίες.

Υπήρξε κάτι που δεν ήξερες για τον εαυτό σου όταν άρχισες το βιβλίο και το έμαθες όταν έβαλες την τελευταία τελεία;
Ότι καμιά φορά οι φανταστικοί φίλοι μπορούν να είναι εξίσου τρυφεροί και ωφέλιμοι με τους πραγματικούς.

Το βιβλίο του Γιάννη Αγγελάκα, «Ο Μικρός Δάσκαλος και ο Μεγάλος Μαθητής», κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη.
Θεοδόσης Μίχος

Ο Θεοδόσης Μίχος γεννήθηκε στον Βόλο το 1979. Ζει στο κέντρο της Αθήνας από το 1998. Εργάζεται ως δημοσιογράφος (είναι συνιδρυτής της Popaganda) και ραδιοφωνικός παραγωγός (καθημερινά 8-10πμ στον Best 92.6). Είναι συγγραφέας των βιβλίων Κράτα το σόου (2016) και Η Αλκμήνη και οι άλλοι (2020).

Share
Published by
Θεοδόσης Μίχος