Μια σειρά απαιτήσεων που ένας καλλιτέχνης θέτει ως απαραίτητο κριτήριο για να παρουσιάσει το έργο του, οι οποίες απαιτήσεις κατά κανόνα ικανοποιούνται από τους διοργανωτές-οικοδεσπότες. Αυτός είναι, μέσες άκρες, ο ορισμός του rider, ενός από τα πιο διασκεδαστικά και ενδεχόμενως x-rated κομμάτια του παζλ της συναυλιακής, εν προκειμένω, βιομηχανίας. Διασκεδαστικά, δηλαδή, για όλους τους υπόλοιπους πλην των διοργανωτών που κατά καιρούς τρέχουν και δεν φτάνουν για να βρουν τους μονόκερους που ζήτησε ο καλλιτέχνης να τον περιμένουν στο καμαρίνι του…

Είναι, βέβαια, μια ερώτηση που οφείλεις να κάνεις όταν φιλοξενείς στη ραδιοφωνική σου εκπομπή έναν εκ των διοργανωτών του Plisskën Festival που φέτος, φιλόδοξο όπως πάντα, επιστρέφει επιτέλους στο μεγάλο αθηναϊκό καλοκαίρι, με 34 ονόματα να απαρτίζουν το πολυσυλλεκτικό του line-up.

«Ποιος/α είχε το πιο τρελό rider;» ρώτησα τον Στέφανο Παπαγκίκα ένα πρωί Παρασκευής στον αέρα του Best 92.6, ξέροντας φυσικά ότι δεν θα μπορούσε να μπει σε «μυθιστορηματικές» λεπτομέρειες. «Οι Tinariwen» ήταν η απρόσμενη απάντησή του. «Μας ζήτησαν ένα φουρνάκι για να μαγειρεύουν μόνοι τους το φαγητό τους. Οι οποίοι Tinariwen δεν ταξιδεύουν με βαλίτσες, αλλά μόνο με τα ρούχα που φοράνε. Γιατί ζουν όντως ως νομάδες».

Μπορεί να μην είναι κάτι πάρα πολύ σημαντικό, είναι όμως μια λεπτομέρεια ενδεικτική της αμείωτης αλήθειας αυτών των πάλαι ποτέ ένοπλων Tuareg μαχητών από το Μάλι που η ζωή τα έφερε έτσι ώστε δεκαετίες αφότου φυτεύτηκε ο πρώτος σπόρος της μπάντας στην έρημο της Σαχάρας, να φτάσουν να κερδίζουν μέχρι και βραβείο Grammy (για τον δίσκο Tassili του 2011, ενώ στις 6 του ερχόμενου Σεπτεμβρίου περιμένουμε πώς και πώς το Amadjar), όντας πια μέσα στο παιχνίδι της ποπ κουλτούρας της Δύσης ως οι «bluesmen της ερήμου». Ας μην κολλάμε, όμως, στους εύκολους χαρακτηρισμούς. Εδώ, ασχέτως genre, έχουμε να κάνουμε με μία από τις πιο συναρπαστικές μπάντες που μπορεί να δει κανείς ζωντανά.

Η μυσταγωγία στην Αθήνα θα ξεκινήσει απόψε στις 21:30 (Main Stage). Εν είδει ορεκτικού στην Popaganda μία σύντομη κουβέντα του μπασίστα των Tinariwen, Eyadou AG Leche.

Οι Tinariwen ξεκίνησαν ως μια σύναξη φίλων με όρεξη να τζαμάρουν γύρω από τη φωτιά. Τώρα πια, μετά από τόσες συναυλίες ανά τον κόσμο, μετά από τόσα βραβεία – συμπεριλαμβανομένου κι ενός Grammy- και μετά από τόση αναγνώριση, κατά πόσο έχουν αλλάξει τα πράγματα στον τρόπο που δουλεύετε; Οι Tinariwen δεν έχουν αλλάξει σε σχέση με το παρελθόν. Η απλότητα είναι το μυστικό μας και ο μόνος τρόπος για να νιώθουμε ελεύθεροι. Φυσικά έχουμε πολλή δουλειά να κάνουμε. Πάνω απ’ όλα θέλουμε να μη χαθεί ο πολιτισμός μας. Και μέσα από τις εμπειρίες που συλλέγουμε σε αυτόν τον κόσμο που λατρεύουμε, να βρούμε ένα τρόπο κοινωνικής ευημερίας για το μέλλον. Νιώθουμε μεγάλη την ευθύνη στους ώμους μας.

Κάθε πότε βρίσκετε την ευκαιρία να επιδοθείτε όπως παλιά σε ένα τζαμάρισμα που κανείς δεν μπορεί να προβλέψει πότε και πώς θα τελειώσει; Πώς κυλάει μια τυπική μέρα στη ζωή των Tinariwen; Ενδιάμεσα από τις περιοδείες, όταν ο καθένας μας είναι στο σπίτι με την οικογένειά του, δεν είναι εύκολο να συναντηθούμε. Καλύτερα έτσι, είναι μερικά χρονικά διαστήματα που προσπαθούμε να ήμαστε πιο ήσυχοι. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι δεν προκύπτουν κάποιες μαζώξεις, όπου παίζουμε για τους ανθρώπους της ερήμου. Συνεχίζουμε να το κάνουμε χωρίς καμία τεχνική υποστήριξη μέχρι και σήμερα, γιατί όπως προείπα για εμάς προέχει η διατήρηση της απλότητας στη ζωή. Κατά τα άλλα, η πιο τυπική συνήθεια για κάποιον που ζει στην έρημο είναι να φροντίσει τον κήπο του, που για όλους μας είναι πολύ σημαντικός ως σύμβολο της ζωής.

Οι Δυτικοί βαφτίζουμε blues πολλά κατά τόπους είδη παραδοσιακής μουσικής. Το ρεμπέτικο, για παράδειγμα, είναι γνωστό σε όλο τον κόσμο ως «ελληνικό blues», εσάς σας αποκαλούν «bluesmen της ερήμου»… Δεν μας απασχολούν αυτοί οι χαρακτηρισμοί. Έχουμε γενικά μεγάλο πάθος για τη μουσική, είτε είναι παλιά είτε καινούρια. Δεν μπορώ να ξέρω γιατί μας αποκαλούν «bluesmen της ερήμου». Ίσως γιατί κι εμείς, όπως όσοι έπαιζαν και παίζουν blues στην Αμερική, όταν σηκώνουμε το κεφάλι αντικρύζουμε τον ίδιο μπλε ουρανό. Για εμάς, το στυλ μουσικής που παίζουμε έχει συγκεκριμένο όνομα: “assouf”, που σημαίνει κάτι σαν νοσταλγία ή μελαγχολία – είναι το πιο δυνατό συναίσθημα που μπορεί να βιώσει κανείς. Η μουσική πηγάζει από την παράδοσή μας, ο ρυθμός είναι σαν ποίηση για εμάς. Φυσικά, μπορεί αυτό που κάνουμε να έχει κάποια συγγένεια με τα αμερικάνικα blues ή με κάτι που γίνεται σε οποιοδήποτε άλλο σημείο του κόσμου. Αυτό που μετράει είναι το συναίσθημα.

Τα μέλη ενός συγκροτήματος κλείνονται σε ένα στούντιο, γράφουν τραγούδια, τα ηχογραφούν, βγάζουν δίσκο, περιοδεύουν και πάλι από την αρχή. Αυτή είναι η αλυσίδα και στην περίπτωση ενός συγκροτήματος που αποτελείται από νομάδες Tuareg; Πράγματι είναι μία διαδικασία που μας πήρε αρκετό καιρό να την κατανοήσουμε ώστε να μπορέσουμε να την εφαρμόσουμε σωστά. Σημασία έχει να παραμένει αυθεντική η μουσική μας, να μην ξεχνάμε τις ρίζες μας, να διατηρούμε αμείωτη την πίστη μας στο συνεχές που ενώνει το παρόν με το παρελθόν μας. Στην πραγματικότητα δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι διαφορετικό από αυτό που κάνουμε.

Επίσης στη Δύση έχουμε μία λιγότερο ή περισσότερο συγκεκριμένη εικόνα του τι σημαίνει για ένα συγκρότημα να αποκτά χρόνο με το χρόνο μεγαλύτερη φήμη, να περιοδεύει ανά τον κόσμο, να πουλάει δίσκους και πάει λέγοντας. Πώς λειτουργεί όλη αυτή η κατάσταση στη δική σας περίπτωση; Ο μηχανισμός της show business φαντάζει πολλές φορές δυσνόητος, δεν είμαστε σίγουροι για το τι ακριβώς σημαίνει να θεωρείται κανείς σταρ. Εντάξει, καταλαβαίνουμε ότι είναι επιτυχία να ακούγονται τα τραγούδια σου στο ραδιόφωνο, αλλά για εμάς δεν θα αποτελέσει ποτέ κινητήρια δύναμη. Δεν είναι άλλωστε δύσκολο να χάσει κανείς την αυθεντικότητά του σε μια προσπάθεια να γίνει περισσότερο αρεστός. Είναι κάτι που συμβαίνει γενικότερα και δείχνει την παθογένεια της κοινωνίας των ανθρώπων.

Όντας ξεκάθαρα πολιτικοποιημένοι, σκεφτήκατε ποτέ να τραγουδήσετε στα αγγλικά και όχι στη γλώσσα σας (Tamasheq) για να φτάσει το μήνυμά σας σε περισσότερο κόσμο; Δεν είναι κατ’ ανάγκη κακή ιδέα, αλλά μάλλον είναι υπερβολικά δύσκολο, μας φαίνεται αφύσικο. Ίσως κάποια μέρα, ποιος ξέρει; Μερικές φορές όταν τζαμάρουμε, τραγουδάμε στα αγγλικά αλλά το κάνουμε περισσότερο για πλάκα. Γελάμε με την προφορά μας και με το ότι η ποίησή μας δεν μπορεί να αποδοθεί σωστά…

«Αν δούμε ότι τα αδέρφια μας χρειάζονται περισσότερο μαχητές παρά μουσικούς, θα πάμε στο μέτωπο, γιατί είμαστε πάντα έτοιμοι να πολεμήσουμε απ’ όποιο μετερίζι χρειαστεί για τις αξίες μας και τον πολιτισμό μας. Αυτό κάνουμε με τη μουσική, αυτό θα κάνουμε, αν χρειαστεί, και με τα όπλα». Θα έλεγες ότι αυτή η προ ετών δήλωσή σου αποτελεί κατά κάποιο τρόπο το μανιφέστο των Tinariwen; Ναι! Δεν μπορείς να αφήνεις τους άλλους να αποφασίσουν για την τύχη της πατρίδας σου, ούτε να αφήσεις ανενόχλητους τους πολιτικούς να κάνουν κουμάντο με κάθε κόστος.

Από τους απλούς fans μέχρι μουσικούς σαν τον Mark Lanegan και τον Kurt Vile με τους οποίους έχετε συνεργαστεί, ποιά είναι η πιο συχνή ερώτηση που σας κάνουν όλα αυτά τα χρόνια; Υποθέτω όλοι θέλουν να μάθουν για την εποχή που ήμασταν ένοπλοι επαναστάτες. Αυτό που ίσως να μην καταλαβαίνουν κάποιοι είναι ότι δεν μας αρέσει ο πόλεμος. Φυσικά προτιμάμε τη μουσική…

Θα έλεγες ότι έχει κάποια, έστω μικρή σχέση το να παίζετε τη μία μέρα εδώ και την άλλη εκεί, με τη νομαδική φύση της καταγωγής σας; Είναι προφανώς άλλο πράγμα να είσαι νομάς στη μέση της ερήμου.

Δέκατη και τελευταία ερώτηση: πού και πώς φαντάζεστε τους εαυτούς σας σε δέκα χρόνια από τώρα; Ακόμη εδώ θα είμαστε. Με τα σώματά μας λίγο πιο γερασμένα. Όχι όμως το πνεύμα μας.

Οι Tinariwen θα εμφανιστούν απόψε στις 21:30, στην κεντρική σκηνή του Plisskën Festival. Περισσότερες πληροφορίες: plisskenfestival.gr
Θεοδόσης Μίχος

Ο Θεοδόσης Μίχος γεννήθηκε στον Βόλο το 1979. Ζει στο κέντρο της Αθήνας από το 1998. Εργάζεται ως δημοσιογράφος (είναι συνιδρυτής της Popaganda) και ραδιοφωνικός παραγωγός (καθημερινά 8-10πμ στον Best 92.6). Είναι συγγραφέας των βιβλίων Κράτα το σόου (2016) και Η Αλκμήνη και οι άλλοι (2020).

Share
Published by
Θεοδόσης Μίχος