Snowpiercer *****
Νότια Κορέα, ΗΠΑ, Γαλλία, 2013, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Joon Ho-Bong
Πρωταγωνιστούν: Chris Evans, Kang-Ho Song, Tilda Swinton
Διάρκεια: 126’
Έτος 2031 και η Γη είναι καλυμένη από χιόνι μετά από ένα παγετώνα που προκλήθηκε από τον ίδιο τον άνθρωπο. Τις ακατοίκητες πεδιάδες πλέον καλύπτει το χιόνι και οι λιγοστοί άνθρωποι που επιβίωσαν, κατοικούν στο Snowpiercer, ένα τιτάνιο τρένο που κάνει το γύρο του κόσμου. Τα βαγόνια του κατοικούνται και συντηρούνται ανάλογα με την κοινωνική τάξη, με τους κοινωνικά υψηλότερους να απασχολούν τα μπροστινά και τη «πλέμπα» τα πίσω. Η κακομεταχείριση των φτωχών από τους πλούσιους θα οδηγήσει μια ομάδα αδύνατων σε έναν πόλεμο κατά των δυναστών τους, από διάζωμα σε διάζωμα. Το post apocalyptic αριστούργημα της χρονιάς.
Η τάση του ανθρώπου από τη μια να θέλει να επαναστατήσει και από την άλλη να επιβληθεί στους κατώτερούς του παραμένει μια θεματική κατά κύριο λόγο κυρίαρχη όταν γίνεται λόγος για το φουτουριστικό στην τέχνη. Πάει η εικόνα των Τζέτσονς με τους βολικούς καθημερινούς ανθρώπους να απολαμβάνουν τις ανέσεις που τους προσφέρει το ουτοπικό μέλλον. Στο μυαλό του καλλιτέχνη, τώρα, το μέλλον φαντάζει πιο οργουελικό και κατεστραμμένο (με κάθε υπάρχουσα έννοια) από ποτέ. Ένα τρομακτικό μα νοσταλγικό ερείπιο του παρελθόντος που φώναζε «Λύκος».
Το 1999 το κόμικ Le Transperseneige κυκλοφόρησε για πρώτη φορά, δείχνοντας την άσπρη ημέρα που όλοι δεν περιμένουν. Το 2013, ο Joon Ho-Bong, γνωστός από τον Επισκέπτη και το Mother επιλέγει να το μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη, σε μια πρώτη αγγλόφωνη απόπειρα. Και τα καταφέρνει περίφημα. Ασιάτης και να σκηνοθετεί με τέτοιον τρόπο αγγλόφωνο ντεμπούτο; Από τα σπάνια επιτεύγματα του κινηματογράφου, λαμβάνοντας υπόψιν την άρδην διαφορετική ματιά των δύο φιλοσοφιών.
Η ταινία ξεκινάει όπως κάθε αποκαλυπτική ταινία που σέβεται τον εαυτό της: μαύρο φόντο με λευκά γράμματα που περιγράφουν το μέγεθος της καταστροφής, βρώμικοι χώροι, εξαθλιωμένοι άνθρωποι, φασίζοντες κυρίαρχοι. Οργουελικές αντιθέσεις ενός ζοφερού μέλλοντος. Η δράση εκκινεί τάχιστα, μετά τις λακωνικές και ουσιαστικές –χωρίς τραβήγματα για γέμισμα χρόνου και επέκταση του δράματος- γνωριμίες με τους λόγους για τους οποίους η τροπή της ταινίας έχει ως εξής, καταιγιστική και καλοσχεδιασμένη, ήδη στο πρώτο εικοσάλεπτο έχει αρχίσει. Και αν αναλογιστούμε τη δίωρη διάρκεια της ταινίας, μόνο ως θετικό μπορεί να καταλογιστεί κάτι τέτοιο. Κατευθείαν στο ζουμί, δεν τα κρατάμε όλα για το τέλος για να «χτίσουμε την κορύφωση».
Από τη στιγμή που γνωρίζουμε τον Κορεάτη δευτεραγωνιστή, ωστόσο, είναι που το Snowpiercer μετατρέπεται από μια τίμια υπερπαραγωγή σε ένα αλλόκοτο και σαφέστατα ανώτερο αισθητικά καλλιτεχνικό ταξίδι. Όλα εφεξής σταματούν να ακολουθούν την κλασική σκηνοθεσία που βασίζεται στην αδρεναλίνη και παίρνουν μια τροπή ψυχεδελική. Με τις μάχες να σιγοντάρονται από μινιμαλιστικά κομμάτια πιάνου και εγχόρδων, τους χώρους που οι πλούσιοι κατοικοεδρεύουν να ντύνονται με μια κιτς μίξη 50’s chic και φωτορυθμικών από κλαμπ και σε σύνολο να κονιορτοποιούνται σε ένα artistic κράμα που παρακολουθείται με ενδιαφέρον.
Αν μπορεί να μετριάσει την υψηλή εικόνα της ταινίας κάτι, αυτό θα είναι σίγουρα η μερική υπακοή σε ορισμένα κλισέ του ιδιώματος, όπως μια τάση στο μελόδραμα, η ασπρόμαυρη παρουσίαση της ανθρώπινης ηθικής, όπως και το τυπικό και σχετικά ακίνδυνο φινάλε που έχουμε χιλιοδεί σε παρόμοια δημιουργήματα. Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω αν το πρωτότυπο υλικό ενείχε τις συγκεκριμένες «ελλείψεις» ή αν ο Bong είχε γραμμή να μην αλλάξει τίποτα από αυτό ήθελε-δεν ήθελε, μα το ταξίδι προς την κάθαρση, όχι την ατομική μα τη συλλογική, αιτιολογεί το φινάλε και τα όποια κλισέ με τρόπο που του δίνει άφεση. Καλό, χρυσό το καλλιτεχνικά εξέχον, μα σε περιπτώσεις σαν και αυτή, αν δεν συνοδευτεί από μια ανθρώπινη συμπάθεια και μια οικουμενική αξία (την οποία και θέλει, τελικά, να προωθήσει), ποιος ο λόγος να υπάρχει;
Όλοι ανεξαιρέτως δείτε την. Δεν είναι μόνο μια τρανή απόδειξη του ότι οι ασιάτες κινηματογραφιστές μπορούν να δώσουν σταγόνες αναζωογόνησης και στα πιο κουρασμένα τοπία του κινηματογράφου, μα είναι μια απόδειξη απολαυστική, οπτικά εξαίσια και, όταν θέλει, συγκινητική.