«Όχι πια λόγια, όχι τα μάταια, τα τριμμένα λόγια…
Φτάνουν πια τα λόγια, αδερφοί μου, τα τριμμένα τα μάταια λόγια, όποιου έπους”
– Α. Σικελιανός
Eπίκαιρο το θέμα. Αφορά τον μόνο θεσμό που ακόμα ενδιαφέρεται για την ατσάλωση του εθνικού μας φρονήματος. Τις θυμόμαστε όλοι. Εθνικές εορτές, επέτειοι του όχι, αναθεμα την ώρα… όταν σκοτώνονται, όταν σκοτώνονται κτλ.
ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΣΠΟΥΔΑΙΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ
Τις θυμόμαστε όλοι. Είτε ως παλιοί μαθητές, είτε ως μάρτυρες εορτών στα σχολεία όπου φοιτούν τα παιδιά μας. Και κάποιοι, πλέον, ως δάσκαλοι οι ίδιοι, που καλούνται όχι μόνο να παρίστανται, αλλά να οργανώνουν, να σκηνοθετούν και να προσδιορίζουν τις γιορτές και επετείους. Πολλοί δάσκαλοι εντελώς ακατάλληλοι, άλλοι ιδιαιτέρως ανέμπνευστοι, άλλοι φοβισμένοι, πολλοί αδιάφοροι, κάποιοι… πολύ λίγες ώρες. Αλλά πώς οργανώνονται οι γιορτές και οι επέτειοι στο σχολείο;
Η εικόνα ήταν και παραμένει στερεότυπη. Ανάκατα κείμενα, συνήθως ανασυρμένα από τα αραχνιασμένα ντουλάπια του σχολείου (τώρα και του δικτύου) και τις ανθολογίες ποιημάτων, μαθημένα απ’ έξω με το σύστημα αυτόματος πιλότος του ροντηριακού εξπρεσιονισμού, σκηνοθετημένα σκετσάκια με την υπερτροφική και εκτός νοήματος εθνική υπερβολή του «αδάμαστου ελληνικού πνεύματος».
Για τους πιο ψαγμένους μια άλλη εναλλακτική σειρά από ποιήματα, αλίμονο στο τι καταλαβαίνει κανείς από τον Ρίτσο και τον Σεφέρη στην Δ΄ Δημοτικού, με διάσπαρτες κουβέντες όπως «Μακρυμάλλικα αγόρια, αθάνατα νιάτα της Ελλάδας γκρεμίστε το θρόνο του τυράννου» ή «ευλογημένη η ώρα των νέων με τα ανοιχτά πουκάμισα που τους έλεγαν αλήτες» ή «δε λυγίζει αυτός που φύλαξε τα σύνορα» ποτ-πουρί με εναλλασσόμενα ρεπερτόρια, τέλος Οκτωβρίου «Παιδιά της Ελλάδος παιδιά» και 15 μέρες μετά «Πότε θα κάνει ξαστεριά».
Παντού, ωστόσο, επικρατεί ότι έχουν πολεμήσει ως θεριά οι Έλληνες τους κατακτητές (άσχετα αν τις περισσότερες φορές οι αντίπαλοι είναι Έλληνες). Σημαιοστολισμοί, η χορωδία σε πλήρη παραφωνία και η εγκύκλιος (αναφέρομαι στην φετινή, για την γιορτή της 17ης Νοεμβρίου) σαφέστατη: «Μέλη των συλλόγων των εκπαιδευτικών και εκπρόσωποι των μαθητικών συμβουλίων θα διοργανώσουν στα σχολεία εκδηλώσεις, ομιλίες, που θα ανταποκρίνονται στη σπουδαιότητα και τη σημασία των γεγονότων».
Άραγε η εγκύκλειος δίνει πραγματικές ελευθερίες δημιουργικής έκφρασης στις σχολικές μονάδες; Άραγε διαπιστώνεται μια τόσο συστηματική τρομοκρατία από τους γύρω θεσμούς, ώστε να είναι βέβαιο ότι ο δάσκαλος θα επιλέξει την πεπατημένη, την ασφαλή οδό για να μην μπλέξει σε περιπέτειες; Και κυρίως: Ποιά είναι η σπουδαιότητα των γεγονότων; Τι γιορτάζουμε ακριβώς; Τα σχολεία σήμερα, ακολουθώντας τον συνολικό διχασμό και την σύγχυση των ημερών, έχουν και πάλι αποχρώσεις, άλλοτε απαξίωσης του συστήματος, άλλοτε ενδυνάμωσης του..
ΜΑ ΓΙΑΤΙ ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΑΥΤΟ; ΜΑ ΦΟΒΟΥΝΤΑΙ ΟΙ ΗΡΩΕΣ;
Ο Γιάννης Τζήκας, πρώην σχολικός σύμβουλος πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης στη Θεσσαλία, δίνει μια σαφή εικόνα της κατάστασης:
«Εξισώνουμε την εθνική γιορτή με το βαλσαμωμένο, τη μετατρέπουμε σε ταμπού που μόνο το άλαλο δέος του ταιριάζει και το οποίο παραμένει άλαλο ακόμη κι όταν υποδύεται το βαρυσήμαντο σε πανηγυρικούς και διαγγέλματα που ξοδεύουν λέξεις, επειδή δεν έχουν να συντάξουν ιδέες ή επειδή φοβούνται τις υλικές ιδέες. Και κάπως έτσι η ιστορία μένει εκτός ιστορίας, το παλαιό απομονώνεται (δαφνοστεφανωμένο) από το τωρινό και σπάει η αλυσίδα του χρόνου, σπάει δηλαδή η λογική της συνέχειας, το «εκεί» χάνει οποιαδήποτε σχέση με το «εδώ» και οι ήρωες –δηλαδή οι παππούδες που έτυχε να γίνουν ήρωες, επειδή δεν διέθεταν άλλο τρόπο για να συνεχίσουν να υπάρχουν ελεύθεροι – σφραγίζονται στην οστεοθήκη της άπραγης αθανασίας και κατ’ ουσίαν ακυρώνονται.
Θεμελιώνουμε την επετειακή γιορτή στον κληρονομημένο στόμφο, πάνω στο κενό δηλαδή. Ξοδευόμαστε και ’μεις και οι μαθητές στην αναπαραγωγή ενός πανηγυρικού θορύβου που απειλείται να μείνει ορφανός από νόημα, εφόσον εκτοπίζει το ιστορικό γεγονός στην περιοχή του θαύματος, του εξωπραγματικού, τους δε ανθρώπους τους ανυψώνει σε κάποιον απρόσιτο ουρανό υπερανθρώπων στερώντας τους έτσι τη δυνατότητα να λειτουργήσουν αμέσως και παραδειγματικά.
Αν αντί για όλα αυτά καλούσαμε, π.χ. στην επέτειο του ’40, έναν γέροντα – υπάρχουν ακόμα γύρω μας, δίπλα μας, στο σπίτι μας ίσως, κουρασμένοι μπορεί, γελασμένοι μπορεί, πάντως όχι αμνήμονες – και αφού νικήσει τον πρώτο, τον δεύτερο κόμπο συγκίνησης και αρχίσει να μιλάει για τη δυστυχία του πολέμου, για την πείνα και το κρύο, για το θάνατο που καραδοκούσε, για το φόβο, κυρίως για το φόβο, τα παιδιά όσο μικρά κι αν είναι μπαίνουν σε σκέψεις: «Μα φοβούνται οι ήρωες;»
Και λόγο το λόγο, ερώτηση την ερώτηση, απόκριση την απόκριση ο θαυμασμός τους αρχίζει να αποκτά πρόσωπο, γίνεται συγκεκριμένος, απτός, υλικός. Αρχίζουν να καταλαβαίνουν πως την ιστορία δεν την γράφουν οι ήρωες, κάποια ράτσα αλλόκοτη, εξωγήινη, μα άνθρωποι απλοί, καθημερινιοί τη γράφουν, χωριάτες και αγρότες, χτίστες και μικρέμποροι, χαρούμενα γελαστά παιδιά, φοιτητές, στρατιώτες και ανθυπολοχαγοί.» (από την εισαγωγή του e-book Γιάννης Τζίκας Προτάσεις για τις σχολικές γιορτές).