Τηρουμένων των αναλογιών, το 2013 ήταν μια κινηματογραφική χρονιά όπως οι προηγούμενες. Ποιοτικά σκαμπανεβάσματα, κακά blockbuster, μέτρια σινεφίλ έργα, αριστουργήματα που, ενώ συζητήθηκαν –περιορισμένα- στο εξωτερικό, εδώ θα τα ανακαλύψουμε σε βάθος χρόνου. Μα η ίδια η φύση του μέσου, φροντίζοντας για την ισορροπία και την ευμάρειά της, φρόντισε να υπάρξουν και προτάσεις που θα μείνουν στα κατάστιχα και, καλώς εχόντων των πραγμάτων, δε θα ξεχαστούν από το κοινό. Ας δούμε λοιπόν τα δέκα διαμαντάκια που έλαμψαν με το δικό τους τρόπο. Μπόνους, μια ταινία ειδικού γούστου που, αν και δεν είδαμε στις αίθουσες, δε θα μπορούσε να λείπει από αυτή τη λίστα.
Επάξια πολυσυζητημένη, η Ζωή της Αντέλ κατάφερε να είναι η ταινία που γύρω από το όνομά της υπήρξαν αντιδράσεις που θα μπορούσαν να αποτελέσουν δείγματα για κοινωνιολογική μελέτη. Οι δήθεν προοδευτικοί/ανεκτικοί κατέκριναν τη ρεαλιστικότερη σκηνή σεξ της χρονιάς ως παρατραβηγμένη και ηθελημένο «κράχτη» για να κόψει εισιτήρια από λιγούρια ενώ οι σνομπ μίλησαν για μια μέτρια ιστορία αγάπης που φούσκωσε εξαιτίας των Καννών.
Καμία από τις δύο πλευρές δεν κατάφερε να εστιάσει στον πυρήνα της ταινίας, μια ιστορία ξαφνικού έρωτα που δεν κοιτάει φύλο και κάνει τον κύκλο της όπως κάθε πραγματικό εφηβικό νταραβέρι. Το πύρινο πάθος της Αντέλ και της Έμμα ξεκινάει από την εφηβική κάψα για να μείνουν μόνο κάποια κοκκινόγκριζα κάρβουνα όταν τα χρόνια περάσουν και η ιεραρχία των προτεραιοτήτων αλλάξει. Τα σώματα δε λιώνουν πια το ένα μέσα στο άλλο ανάμεσα σε λυσσασμένες εξάψεις ηδονής, μα εφάπτονται με έναν ψυχρό, ανοίκειο τρόπο που υπενθυμίζει τα όσα δεν έζησαν.
Παρατηρητική και εμπαθής, με τις εμφανείς αντιθέσεις της και την φερέλπιδα αναζήτηση για τα κοινά που δένουν, τελικά, ένα ζευγάρι χωρίς καμία έμφυλη διάκριση, η Αντέλ παραμένει η τρυφερότερη ταινία για τον έρωτα που είδαμε φέτος, καθώς και το ομορφότερο canto στην εφηβική ορμή και την πάλη για την εύρεση ψηγμάτων ομορφιάς στις γεμάτες υγρασία και μούχλα γωνίες της μηχανικής ρουτίνας.
Ο Blixa Bargeld ούρλιαζε στο μακρινό 1980 «Tanze Für Euren Untergang» παραινώντας τους ακροατές να χορέψουν στο ρυθμό της παρακμής. Το τσίρκο της παρακμιακής ηδονής του νέου φιλμ του Σορεντίνο φάνηκε να άκουσε της προσταγές του Bargeld και να υπάκουσε σε αυτές.
όντας ταυτόχρονα ένα ποιητικό δοκίμια πάνω στην άκρατη ηθική παρακμή και φανφάρα της πλουτοκρατίας, μα και ένα ερωτικό γράμμα στη γοητεία της Ρώμης που προκαλεί (κυριολεκτικά στο σύμπαν της ταινίας) λιποθυμίες από το κάλλος της, Η Τέλεια Ομορφιά ανακατεύει το μεσμερικό σουρεαλισμό του Φελίνι με τη χωρική απόδοση της ψυχής του κατά Αντονιόνι Ευαγγέλιου για να σερβίρει ένα φανταχτερό κοκτέιλ που βγάζει προς τα έξω τον χειρότερο εαυτό και δημιουργεί άσχημο χανγκόβερ. Ο ηλικιωμένος playboy δημοσιογράφος Τζεπ κάνει τον απολογισμό της ασύδοτης ζωής του και περιπλανάται σε μια Ρώμη και σε καταστάσεις που φαίνονται σαν να ‘χουν βγει από όνειρο. Τι πραγματικά κατάφερε και τι μπορεί να κρατήσει ως θερμή ανάμνηση συνεχίζοντας την περιδίνησή του στα μεθύσια των πάρτυ και στις ανθρώπινες σχέσεις που δεν ξεφεύγουν από την ασφαλή επιφάνεια;
Με πανέμορφη φωτογραφία, σύνθετα πλάνα, ευφυείς διαλόγους και μια παραπάνω φλυαρία ο Σορεντίνο καταφέρνει να κερδίσει δικαιωματικά τη θέση που του αναλογεί στα ιερά τέρατα της φετινής χρονιάς. Ένας σκοτεινός άνθρωπος που αγαπά το φως της ζωής.
Το πρόβλημα που προκύπτει με τον ελληνικό κινηματογράφο είναι αυτό της πόλωσης στα δύο άκρα του. Από τη μία έχουμε τις εμπορικές, δίχως βάθος και ουσία, ταινίες που μοιάζουν σαν να παράγονται χωρίς καμία καλλιτεχνική ανησυχία και από την άλλη την άνοδο του δυσνόητου weird cinema που τείνει να αυτοαναφλεχθεί μέσα στο φορμαλισμό του. Λείπει ένας mainstream κινηματογράφος που δε θα αναλωθεί σε υπερβολικά δυσνόητα τοπία, αλλά συνάμα θα έχει σοβαρό λόγο ύπαρξης. Ένα καλό παράδειγμα ενός τέτοιου Κινηματογράφου είναι η Μικρά Αγγλία.
Αφιερωμένη στους έρωτες που πνίγηκαν σαν άλλοι ναυτικοί από τα συμφέροντα της εποχής και την ανθρώπινη φιλαργυρία, περιγράφει την εξέλιξη ενός ερωτικού τριγώνου ενός νεαρού, φτωχού πλην τίμιου ναυτικού με δύο αδελφές, έχοντας για φόντο την Άνδρο του 1930. Το ράγισμα των ονείρων και ο θάνατος του ρομαντισμού εν όψει του χρήματος απεικονίζεται μέσα από αφανείς ψυχικές θύελλες, γεμάτα εντάσεις βλέμματα από τους ταλαντούχους ηθοποιούς και σπίτια των οποίων η ομορφιά κρύβει ατιμωτικά μυστικά.
Με το δικό του, ιδιαίτερο στυλ επανέρχεται ο Παντελής Βούλγαρης για να βάλει τα πράγματα στη θέση τους και να υπενθυμίσει στην καλύτερη ελληνική ταινία της χρονιάς πως το mainstream δεν είναι δαίμονας και ότι η συναισθηματική ελευθερία πρέπει να κρατηθεί εν ζωη. Πάση θυσία.