Πάει καιρός από τότε που είδαμε τελευταία φορά ένα αστυνομικό θρίλερ με περιρρέον το πνιγηρό συναίσθημα αγωνίας. Το Seven ποτέ δεν κατάφερε να έχει έναν άξιο διάδοχο, ούτε καν από τον ίδιο του το δημιουργό και πατέρα της συγκεκριμένης αισθητικής, Ντέιβιντ Φίντσερ. Ο Ντένις Βιλνέβ διέπραξε τη συμβολική πατροκτονία δημιουργώντας το Prisoners, ένα έργο που κι ο ίδιος του ο «πατέρας» θα ζήλευε.
Το απλοϊκό κόνσεπτ του ήρεμου οικογενειάρχη που μεταμορφώνεται σε κτήνος στερημένο ηθικής προκειμένου να βρει την απαχθείσα κόρη του, μετατρέπεται τεχνιέντως σε ένα μαραθώνιο που κοντράρει την αντοχή του θεατή με την πολυεπίπεδη βία, τον βασανιστικό ρυθμό και τις έντονες φωτογραφικές αντιθέσεις του. Αν οι Swans επί περιόδου Cop γύρναγαν μια ταινία που θα συνόδευε τις προβολές τους, θα έμοιαζε κάπως έτσι.
Μάταια η αναζήτηση της καλλιτεχνικής πρωτοπορίας στο Prisoners, καθώς δε στοχεύει στην καλλιτεχνική επανάσταση, μα στην ανάσταση ενός ιδιώματος που το έθαψε η ίδια του η ασφαλής επαναληπτικότητα. Σε δυόμισι ώρες ο Βιλνέβ καταφέρνει να αναδείξει τη σκηνοθετική υπεροχή του, κάτι που άλλοι συγκαιρινοί του σκηνοθέτες αφιερώνουν ολόκληρη τη φιλμογραφία τους προσπαθώντας το.
Όταν στο καλοκαιρινό τεύχος του Σινεμά διάβασα για την επερχόμενη προβολή του ντεμπούτου ενός Καζάκου σκηνοθέτη στις Νύχτες Πρεμιέρας, σημείωσα στο μυαλό μου ότι είχα μια ακόμα υποχρέωση το Σεπτέμβρη: να δω τα Μαθήματα Αρμονίας.
Η καθημερινότητα των μαθητών ενός σχολείου στην επαρχία του Καζακστάν και ο συνεχής τραμπουκισμός τους από μια άτυπη «φαμίλια» ανήλικων νταήδων είναι το κεντρικό της θέμα. Ως μέσο ανάπτυξης της προβληματικής του, χρησιμοποιεί ένα από τα κακοποιημένα θύματά της συμμορίας· έναν υποδειγματικό μαθητή του σχολείου που η ευφυία του παίρνει το λάθος δρόμο, για να τον οδηγήσει στην επιθυμία της εκδίκησης κατά του δυνάστη του και στην αναπόφευκτη αιματοχυσία.
Η εξωγενής καταπίεση της τριτοκοσμικής ζωής στην επαρχία του Καζακστάν και η επακόλουθη βία που αυτή γεννά στους κοινωνικούς μικρόκοσμους μαραίνει έννοιες όπως «ελπίδα» και «αλτρουισμός». Αδυσώπητη και χωρίς καμία αισιόδοξη νότα, καταφέρνει να συνθλίψει όποιο απομεινάρι προσμονής για αίσιο τέλος.
Με στιβαρό ρακόρ, πληθώρα μισανθρωπικών συμβολισμών, ντοκιμαντερίστικη καταγραφή και, πάνω απ’ όλα, με θέληση προβληματισμού δεν αφήνει το κοινό με την αίσθηση ότι όλα θα πάνε καλά σαν πέσουν οι τίτλοι τέλους. Στον κόσμο των Μαθημάτων Αρμονίας δεν υπάρχει κάποια ανώτερη οντότητα που επαγρυπνεί για το καλό των ανθρώπων, οι ίδιοι τη δημιουργούν μέσω της δράσης. Αυτή είναι η πραγματικότητα του Εμίρ Μπαϊγκάζιν, από τον οποίο περιμένουμε μόνο μεγάλα πράγματα στο μέλλον.
Αυτό που πάντα σε καταδιώκει μα ποτέ δεν του ξεφεύγεις είναι η κεντρική προβληματική της νέας ταινίας του Ασγκάρ Φαραντί. Άνθρωποι που δέθηκαν μεταξύ τους στο παρελθόν, άνθρωποι του παρόντος που βαραίνονται από το παρελθόν, γενικώς, άνθρωποι που μια παρελθοντική ιστορία τους φέρνει κοντά και η αληθινή της υπόσταση ξετυλίγεται περίτεχνα όσο τα λεπτά της ταινίας αποτελούν και αυτά με τη σειρά τους παρελθόν.
Ο Αχμάντ επιστρέφει στο Παρίσι για να κλείσει με τις γραφειοκρατικές υποχρεώσεις που αφορούν στο διαζύγιό του με την πρώην σύζυγό του Μαρί. Θα γνωριστεί άτσαλα με το νέο εραστή της, τον Άραβα Σαμίρ, του οποίου το παρελθόν κρύβει μια ιστορία πόνου και μετάνοιας. Όλοι μαζί θα αναγκαστούν να αντιμετωπίσουν το παρόν με βάση τις αθέατες μεριές του παρελθόντος και να ανακαλύψουν μυστικά που πιθανόν να ανατρέψουν τα πάντα.
Δυστυχώς ο Φαραντί δεν κατάφερε να ανταποκριθεί στις γιγάντιες απαιτήσεις του Χωρισμού, εκπίπτοντας πολλές φορές σε μελοδραματικούς τόνους και εξαναγκαστική συγκίνηση. Μέχρι να φτάσει, όμως, σε αυτές τις στιγμές, ξανασυναντάμε το λεπτομερέστατο σενάριο, την οξεία παρατηρητικότητά του και εν τέλει, τη θέρμη με την οποία αντιλαμβάνεται τις ανθρώπινες σχέσεις, πράγματα τα οποία από μόνα τους αρκούν για να καταταχθεί το Παρελθόν στις σημαντικότερες ταινίες της χρονιάς.
Η επιβίωση ως κεντρικό θέμα φάνηκε να απασχολεί μεγάλο μέρος της συνολικής παραγωγής, άγνωστο το αν αυτή η επιλογή έγινε υποσυνείδητα σαν πλάγιο σχόλιο για την ανθρώπινη κατάντια. Η ταινία που μπόρεσε να υπερέχει έναντι των υπολοίπων και να ατενίσει τη θέα από την κορυφή του λόφου είναι το Όλα Χάθηκαν.
Τα «αποτρεπτικά» στοιχεία του One man show και των λιγοστών λέξεων που προφέρει ο μοναδικός Ρόμπερτ Ρέντφορντ στάθηκαν αρκετά για να λακίσει πολύς κόσμος από την εμπειρία του, με τη δικαιολογία της «βαριάς κουλτούρας». Απομακρυσμένο από την έννοια της ανάλαφρης διασκέδασης που αρνείται κατηγορηματικά να εντυπώσει το κάτι παραπάνω στο μυαλό του θεατή, έχοντας ταυτόχρονα υπαρξιακής φύσεως υπονοούμενα, απογυμνώνει το σενάριο από οποιαδήποτε φανφάρα, φτάνοντας σε μια σχεδόν πρωτόγονη αντίληψη της επιβίωσης, άλλοτε με συγκλονιστικές υπερκινητικές σεκάνς και άλλοτε με μια ρεαλιστική αφαιρετικότητα. Ποιος είπε ότι η επιβίωση είναι μια διαρκής κίνηση;
Τέλος, μετά από προσεκτική σκέψη, άφοβα μπορώ πλέον να πω ότι το τελικό δεκάλεπτο είναι ό, τι ομορφότερο είδα για το έτος 2013 σε ταινία. Ένας συνδυασμός πεισιθάνατου λυρισμού και ονειρικής χρωματικότητας που όμοιό τους δεν είδαμε σε καμία ταινία. Αν λειτουργούσε αυθύπαρκτα ως ταινία μικρού μήκους θα μιλάγαμε για το μεγαλύτερο μέχρι στιγμής επίτευγμα της δεκαετίας.
Όχι, δεν τελειώσαμε εδώ, έχουμε bonus!