Ας τοποθετηθώ σε σχέση με το ένδοξο παρελθόν. Δε ανήκω στους λίγους που είδαν πριν εικοσιδύο χρόνια την ταινία στις σκοτεινές αθηναϊκές οθόνες (δεν θα ήταν και πολλές). Δεν ανήκω επίσης και στους (πάρα) πολλούς που την ανακάλυψαν μετά και την έβαλαν στα ντουλάπια με τους θησαυρούς τους. Ανήκω στην κατηγορία που δεν είδαν ποτέ την ταινία του Ρένου Χαραλαμπίδη και δεν μοιράστηκαν ποτέ αγαπημένες σκηνές, ατάκες, χαρακτήρες (ακόμη δεν ξέρω ποιο ήταν αυτό που πάντα με σταμάταγε). Παραδόξως όμως, μπορεί και να θυμάμαι πολλά περισσότερα από όσους την είδαν. Υπήρχε πάντα ένας «φθηνοτσιγαριώτης» στην ζωή μου, να μου υπενθυμίζει με «αποδείξεις» και συνεχόμενη αναβίωση ενός άτυπου best off, τι έχανα που δεν την έβλεπα. Πολλές φορές είχα δίπλα μου και δύο ή τρεις.
Αποτέλεσμα αυτής της παράξενης σχέσης με το αντικείμενο, ήταν να είμαι δυο δεκαετίες μετά έτοιμος για κάτι που φυσικά ποτέ δεν είχα ζητήσει. Η Αθήνα στα τέλη των 90’ς, οι καύσωνες του καλοκαιριού, οι δρόμοι, τα καρτοτηλέφωνα, τα πεταχτά φιλιά, οι μικρές και μεγάλες φιλοσοφίες στην αδράνεια της καθημερινότητας, το ξημέρωμα στην άκρη της πόλης ή πάνω σε αυτή, δεν ήταν μόνο οι «αλήθειες» μιας ταινίας που όφειλα να ανασύρω από τις διηγήσεις των φίλων μου, αλλά κυρίως οι αναμνήσεις της δικής μου ζωής σε μια πόλη που ήθελε να γίνει Ευρώπη και να αναπνέει έρωτα και ζωή με μια και μόνη ανάσα. Και μάλιστα ατελείωτη.
Η είδηση πως η ταινία «Φτηνά τσιγάρα» που σημάδεψε μια δεκαετία και αγαπήθηκε από ακόμη περισσότερες, θα γινόταν μιούζικαλ στην Εναλλακτική Σκηνή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, μου είχε φανεί από την πρώτη στιγμή πολύ λογική. Και εντελώς παράλογη την ίδια στιγμή. Η παρουσία του Παναγιώτη Καλαντζόπουλου στην σύνθεση των κομματιών (που είχε γράψει ούτως ή άλλως τις μουσικές για την ταινία), του συγγραφέα- ποιητή Πέτρου Βουνισέα στο λιμπρέτο και του Κωνσταντίνου Ρήγου στην σκηνοθεσία, μετέτρεψε την αντιφατικότητα σε ζάλη. Γλυκιά ζάλη, αλλά ζάλη.
«Πολύ, πολύ καλύτερα από ό,τι περίμενα»: Αυτό ήταν που γέμισε το δικό μου inbox όταν άρχισα να ρωτώ γνωστούς και φίλους που την είδαν, πως τους φάνηκε. Η απορία πάνω σε αυτή την απάντηση, βεβαίως είχε προλάβει να πέσει βαριά σαν ιστορία. Γιατί, τι περίμεναν; Και γιατί τελικά, είδαν αυτό που δεν περίμεναν; Ας προσπαθήσω να απαντήσω εγώ εκ μέρους τους…
Όταν μπαίνεις στο θέατρο ανακαλύπτεις πως όλος ο θίασος είναι ήδη πάνω στη σκηνή. Κάθονται σε χρωματιστούς καναπέδες, φορούν ρούχα με την ίδια στάμπα της ταπετσαρίας τους και παίζουν ένα παιχνίδι με λέξεις. Αυτό που κάποιος σκέφτεται κάτι και άλλοι προσπαθούν να βρουν τι. Πίσω τους μια μπάντα με φυσικά όργανα και τρόπικαλ διάθεση κάνει πρόβα, βγάζει ήχους, ετοιμάζεται να πρωταγωνιστήσει. Αναγνωρίζω σε αυτή τον Παναγιώτη Καλαντζόπουλο. Και στο μπουκέτο των ηθοποιών μπροστά, την Σοφία Κουρτίδου και τον Τάκη Βαμβακίδη. Μετά από λίγο τον Ιαν Στρατή και δύο τύπους από την Τούρτα της Μαμάς, ονόματα δεν ξέρω. Συνεχίζουν να παίζουν μεταξύ τους όσο το κοινό βρίσκει τις θέσεις του. Λίγο μετά, γυρνούν και το ρωτούν. Το βάζουν στο παιχνίδι τους. Ένας κύριος με λευκό κοστούμι και γυρισμένη σε μας πλάτη, τους κοιτά επίσης. Είναι ο αφηγητής Ρένος Χαραλαμπίδης. Σε λίγο θα αρχίσει να ξετυλίγει το κουβάρι της ιστορίας, να συστήνει τους ήρωες, να τονίζει τους συσχετισμούς με την ταινία, να παρακολουθεί πως εξελίσσονται τα δικά του όνειρα, δύο δεκαετίες μετά. Τον παρακολουθώ καθ’ όλη τη διάρκεια. Αναρωτιέμαι, πόσοι τόνοι συγκίνησης, μπορεί να συσσωρεύονται στο βλέμμα του που διακριτικά και επιδέξια κρύβει.
Η παράσταση ξεκινά. Για τις επόμενες δύο ώρες παρακολουθείς ένα ελληνικό μιούζικαλ και ευτυχώς για σένα δεν έχεις ιδέα τι σημαίνει αυτό. Μέχρι έστω το πρώτο dirty song («mou na ra»), το απόλυτο χιτ της παράστασης, δια στόματος Κουρτίδου, διαπεράσει το είναι σου και σε τινάξει σαν ηλεκτροσόκ στην καρέκλα. Ωπ τι έχουμε εδώ;
Ό,τι σωστό «κλισέ» συνοδεύει μια καλοδουλεμένη μηχανή σε μια θεατρική παράσταση, θα το βρεις εδώ. Ένα διαβολεμένο θίασο με διαβολεμένες φωνές (κάποιος να οδηγήσει επιτέλους τον Στρατή στην παγκόσμια καταξίωση, αυτό που κάνει στη σόλο στιγμή του, να σβήνει από το χάρτη το Dream On των Aerosmith με τέτοια ευκολία, είναι αδιανόητο). Ένα συνθέτη σε μια από τις πιο «έξω καρδιά» προσωπικές του στιγμές. Ένα σκηνοθέτη στο απόγειο της δημιουργικής του τρέλας. Και πάνω από όλα, επιτρέψτε μου, ένα ποιητή των λέξεων έτσι ώστε να στηθεί αυτό το πικάντικο, ωμό, εύθυμο, ατίθασο και τόσο συγκινητικό λιμπρέτο που όμοιο του είχαμε πράγματι καιρό να δούμε και να ακούσουμε.
Βγαίνοντας έξω στο αίθριο της Λυρικής μετά την παράσταση, εκεί μπροστά στα κελαριστά σιντριβάνια, έχεις πολλά να θυμηθείς. Και για πολλά να χαμογελάσεις. Τα ονόματα που επιτέλους έμαθες. Θάνος Λέκκας και Πάρις Θωμόπουλος. Οι δύο της Τούρτας. Ο πρώτος ως alter ego του Χαραλαμπίδη οργώνει την σκηνή με περισσή ευαισθησία και ανάλαφρη δοτικότητα- τα δύο πιο τρυφερά τραγούδια της παράστασης είναι ντυμένα με τη φωνή του (τα «Όνειρα» σε ντουέτο με την συνοδοιπόρο Χριστίνα Στεφανίδη και η «Φεγγαρόπετρα»). Και ο δεύτερος, πότε μόνος και πότε σε ξεκαρδιστικά ντουέτα με τον Κωνσταντίνο Μπιμπή και την Σοφία Κουρτίδου. Τρεις απίθανοι ηθοποιοί που επαναπροσδιορίζουν την κωμωδία με ένα απελευθερωμένο σωματικό τρόπο που δεν σε αφήνει ούτε δευτερόλεπτο εκτός. Διαθέτουν φινέτσα μοναδική και ξέρουν πως να την επικοινωνήσουν. Δεν το βρίσκεις αυτό εύκολα.
Θυμάσαι φυσικά κι άλλα. Το θεατρικό μέτρο και τη κινηματογραφική ροή ανάμεσα στις σκηνές. Το πόσο αβίαστα κυλούν τα «σκετσάκια». Και το πόσο γλυκά και εύθυμα περνούν ανάμεσα στα μουσικά θέματα (θα θέλαμε το soundtrack ευθύς να πρωταγωνιστεί στην μουσική μας λίστα του Spotify). Τα Summertime in Prague και Λευκό μου Γιασεμί, με τη ζεστή φωνή της Idra Kayne. Τα γεμάτα φαντασία και ποπ διάθεση ρούχα του Απόστολου Μητρόπουλου. Όλο το δεύτερος μέρος. Μια γλυκιά υπενθύμιση της τρυφερότητας που γλιστρά ακόμη μέσα στον προβληματισμένο μικρόκοσμο των σχέσεων μας.
Τα θεατρικά «Φθηνά Τσιγάρα» δεν ξέρω τι σχέση έχουν με τα κινηματογραφικά. Όπως δεν ξέρω κι αν αυτό έχει σημασία. Γιατί στέκουν έξοχα και ως αφορμή και μόνο. Για μια cool, εύθυμη και συγκινητική βουτιά πίσω στο χρόνο. Σε αυτό που ήμασταν και ποτέ δεν χάσαμε. Ακόμη κι αν πιστέψαμε, κάπου εκεί στο δρόμο, το αντίθετο.