Mike Simonetti: Ο Πρώτος Των Ιταλών Που Το Κάνουν Καλύτερα

Ομολογώ ότι όταν εμφανίστηκε η Italians Do It Better, εκεί στο δεύτερο μισό των ‘00s, την πήρα εξαρχής με στραβό μάτι. Άλλο ένα label αναβίωσης, σκεφτόμουν, θεωρώντας ότι το “Italians” κλείνει το μάτι σε italo disco καταβολές. Φυσικά, στα χρόνια που μεσολάβησαν οι δίσκοι που βγήκαν και οι καθοριστικές συλλογές After Dark (ειδικά το πρώτο μέρος) αποκάλυψαν μια υπέροχη noir pop συνολική αισθητική της ετικέτας και (μου) ίσιωσαν το κάδρο. Αλλά έπρεπε να βρω το αφεντικό του label, τον ίδιο τον Mike Simonetti, ένα απόγευμα δικό μου/πρωινό για εκείνον στο σπίτι του στο Νιου Τζέρσεϊ και να μου ξεκαθαρίσει: «Δεν υπάρχει και πολύ νόημα πίσω από το όνομά μας, είναι απλά ένα αστείο, ένα εσωτερικό αστείο που τελικά αποδείχθηκε πετυχημένο κι έμεινε στον κόσμο».

Ο  Simonetti δεν είναι κάποιος «νέος» στο κύκλωμα των DIY διασκογραφικών. Πριν την IDIB έτρεχε την Troubleman Unlimited, που ξεκίνησε μάλιστα από ένα fanzine, σε πολύ διαφορετικό μήκος κύματος. Noise, post-hardcore, drone από μπάντες όπως οι Blank Dogs, οι Wolf Eyes, οι Walkmen ακόμα ακόμα και οι Boris ή ο Merzbow. «Άρχισα να παίζω ως DJ όλο και πιο πολύ  disco και  house εγκαταλείποντας άλλα είδη, ενώ στην σκηνή των clubs ήμουν ήδη από τα τέλη των ’80s που είχα πρωτοδουλέψει νύχτα. Κάποια στιγμή, εκεί στο ξεκίνημα της IDIB, δεν υπήρχε η σημερινή αγορά για χορευτική μουσική, όλος αυτός ο ήχος ακουγόταν πολύ “γαλλικός”. Κι εκεί ήταν που αποφασίσαμε να πειραματιστούμε», είναι η εξήγησή της στροφής του.

Το label το τρέχει με τον φοβερό τύπο που ακούει στο όνομα Johnny Jewel, τον εγκέφαλο πίσω από τα πρότζεκτ των Chromatics, Glass Candy, Desire, Symmetry. «Σχεδόν αυτός παράγει όλη τη μουσική που κυκλοφορεί το label, αφού είναι ανακατεμένος σε τόσα γκρουπ και είναι σίγουρα καλύτερος από μένα στο επιχειρηματικό κομμάτι, ειδικά αν κρίνει κανείς από την σχεδόν unlistenable μουσική που κυκλοφορούσα σε προηγούμενα μου labels (σ.σ. γελάει). Εγώ απλά τον συνοδεύω γιατί, να σου πω την αλήθεια, τρέχω μικρές ανεξάρτητες δισκογραφικές από το 1992 και είναι πολύ, μα πάρα πολύ, κουραστική δουλειά όσο γοητευτική κι αν ακούγεται. Ξόδεψα σχεδόν όλη μου τη ζωή εκεί και τα τελευταία 4 χρόνια έχω αφοσιωθεί στη μουσική μου, είτε πρόκειται για παραγωγή είτε για το DJ κομμάτι της δραστηριότητάς μου» μου λέει σχεδόν ανακουφισμένος.

Ακριβώς αυτήν τη βετεράνικη ιδιότητά του θέλω να επικαλεστώ, μεταφέροντάς του το λόγο που μου αρέσει τόσο ο ήχος της Italians.  Του λέω ότι για μένα συμβολίζει κατά κάποιον τρόπο το τέλος μιας εποχής clubbing βασισμένου στο στρατιωτικό techno ή σε αναλόγως σκληρούς ήχους και το πέρασμα σε πιο εκλεπτυσμένα ακούσματα όσον αφορά την dance. Γελάει πάλι. «Δε μου το έχουν ξαναπεί, για μένα ακόμα και η techno δεν ήταν ποτέ σκληρή μουσική – ήταν απλά η μουσική που άκουγα μεγαλώνοντας στα νεοϋρκέζικα clubs. Ούτως ή άλλως, τόσο εγώ όσο και ο Johnny ήμασταν punk rockers στην εφηβεία μας. Κι αυτό τα σημάδεψε όλα».

Ναι, αλλά σήμερα  τι είναι αυτό που τον ενδιαφέρει περισσότερο; Να κυκλοφορήσει ένα 12’’ που θα σκοτώνει στο dancefloor ή να βγάλει έναν δίσκο που θα ακούγεται στο ραδιόφωνο, θα προορίζεται για οικιακή ακρόαση και δε θα προσφέρεται για άμεση κατανάλωση, αλλά θα έχει πολλά επίπεδα; Βρίσκει ενδιαφέροντα τον διαχωρισμό, αλλά πιστεύει ότι σήμερα με το ίντερνετ σχεδόν όλοι μπορούν να κάνουν ένα κομμάτι-πυροτέχνημα σπίτι τους.

Και τότε μου αποκαλύπτει ότι έχει έτοιμο από πέρυσι ένα διπλό άλμπουμ που περιμένει η σειρά του. Έναν δίσκο που δούλευε για τρία χρόνια και για τον οποίο ακούγεται στ’ αλήθεια περήφανος που «δεν έχει κάποιο  προφανές single, δεν προορίζεται για τα clubs, αλλά έχει τραγούδια με φωνητικά, ευτυχώς όχι δικά μου, και μπορώ να τον παίξω live».

Μιλάμε στη συνέχεια για το ίντερνετ, στο οποίο η IDIB δεν φοβάται να μοιράζει free stuff γιατί «έτσι θα έρθει περισσότερος κόσμος σε μας, δεν έχει νόημα να είμαστε εσωστρεφείς όταν όλα είναι προσβάσιμα» και προσπαθώ να τον προβοκάρω ζητώντας του να μου πει πού υπερτερεί το Νιου Τζέρσεϊ έναντι της Νέας Υόρκης (άσχετα αν ξέρω τη μια και μοναδική απάντηση). Δεν τσιμπάει γιατί μεγάλωσε και μενει σε μια πόλη πολύ κοντά στο «Μεγάλο Μήλο» όποτε δεν έχει θέματα σύγκρισης. «Κοίτα, εδώ είναι πολύ πιο φθηνά, τη Νέα Υόρκη την αγαπάω αλλά έχει γίνει μια πανάκριβη πόλη για τουρίστες».

Ερχόμαστε σιγά σιγά και στην Αθήνα, στην εμφάνισή του στο En Lefko Festival (μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι δε θυμόταν σχεδόν τίποτα από την προηγούμενη φορά που είχε έρθει πριν 4 περίπου χρόνια). Και είναι ξεκάθαρος.

«Στα  dj sets μου παίζω πάντα για τον κόσμο, όχι για τον εαυτό μου. Αν είναι Γερμανοί θα τους βάλω σκληρό techno (σ.σ. ξεσπάει σε δυνατά γέλια), αλλά γενικά κινούμαι ανάμεσα στη disco και το house».

Είμαστε έτοιμοι να το κλείσουμε, έχω μια τελευταία ερώτηση. Τι μουσική άκουσε εκείνη την ημέρα με το που σηκώθηκε από το κρεβάτι; Ποιος ήταν ο πρώτος δίσκος που έβαλε; «Δεν ακούω πολλή μουσική στο σπίτι, πίστεψέ το ή όχι. Έχω και δύο παιδιά, καταλαβαίνεις…». ΟΚ, στα παιδιά τι αρέσει; Η απάντηση πληρωμένη.

«Τα παιδιά δεν έχουν καλό γούστο στη μουσική»

 Όλες οι πληροφορίες για το 2ο En Lefko Festival εδώ

Παναγιώτης Μένεγος

Share
Published by
Παναγιώτης Μένεγος