Κανένας δημιουργός δεν έκατσε ποτέ στην καρέκλα της έμπνευσης σκοπεύοντας να γράψει ένα αριστούργημα που θα αποτελεί διαχρονικό σημείο αναφοράς. Έτσι κι ο Manuel Göttsching, 66 χρόνων σήμερα, έχοντας γράψει τα χιλιόμετρά του ως κιθαρίστας των Ash Ra Tempel στην γερμανική «κοσμική» σκηνή της δεκαετίας του ’70 (πατώντας τόσο στη βάρκα του kraut όσο και του progressive rock), αποφάσισε στο τέλος της να κάνει ότι είχαν κάνει τόσοι και τόσοι μουσικοί πριν από αυτόν (και θα το έκαναν φυσικά και μετά από εκείνον): να παρατήσει την κιθάρα του και να πιάσει τα synths.
Τον Δεκέμβριο του 1981, επηρεασμένος από τους ηλεκτρονικούς μινιμαλιστές του (τότε πολύ) πρόσφατου παρελθόντος, και κυρίως τον Terry Riley, έκατσε στο σπίτι του και αυτοσχεδίασε για μία ώρα με στόχο όχι κάτι παραπάνω από την απλή εξάσκηση. Πάτησε σε ένα υπνωτικά επαναλαμβανόμενο synth μοτίβο δύο συγχορδιών, στο δεύτερο μισό το πότισε και με ένα μακρύ κιθαριστικό σόλο κι εγένετο E2-E4. Όταν τελείωσε ήταν πολύ ικανοποιημένος, αλλά δεν ήξερε ότι είχε γραψει ιστορία. Δεν ήξερε ότι είχε δημιουργήσει ένα έργο-καλούπι που θα επηρέαζε όσο λίγα την πορεία της ηλεκτρονικής/χορευτικής μουσικής στις δεκαετίες που έρχονταν. Η δουλειά του άργησε να κυκλοφορήσει, πόσo μάλλον να αναγνωριστεί, αλλά σήμερα θεωρείται καθοριστική. Έπαιζε (ερήμην του) στα underground νεοϋρκέζικα κλαμπ της εποχής, διασκευάστηκε κι έγινε κλαμπ επιτυχία στην αυγή των 90s, αγκαλιάστηκε από τους techno πρωτοπόρους, εξακολουθεί να επηρεάζει ακόμα και σήμερα – είναι εντελώς ευδιάκριτα τα ίχνη του σε καλλιτέχνες όπως ο Lindstrom (που αναμένουμε στο φετινό Plisskën), οι Kiasmos ή ο Rival Consoles που έρχεται αυτήν την εβδομάδα στην Αθήνα.
«Ο βασικός σκοπός μου στη μουσική είναι ο αυτοσχεδιασμός. Ξεκινάω χωρίς να ξέρω πότε και πώς θα τελειώσω. Γι’ αυτό και τα κομμάτια μου είναι μεγάλα σε διάρκεια», μας είπε ενω ξεκίνησε τη διάλεξή του στο πρόσφατο Red Bull Music Academy που έγινε στη γενέτειρά του, το Βερολίνο. Ο Göttsching δεν είναι χαρισματικός ομιλητής, μιλούσε με ένα σχεδόν ναρκοληπτικό ύφος μπροστά σε ένα κοινό συμμετεχόντων στην Ακαδημία αλλά και δημοσιογράφων που κρέμονταν από τα χείλη του (κι από την κιθάρα του που χρησιμοποίησε σε ένα μικρό showcase). Όμως, οι ιστορίες του είναι τόσο δυνατές που μας αποζημίωσαν και με το παραπάνω – από τον δίσκο που κυκλοφόρησε με τον τότε φυγά «γιατρό του LSD» Timothy Leary μέχρι τη συνάντησή του με τον Conny Plank στο Αμβούργο, και φυσικά το ευτυχές «ατύχημα» του Ε2-Ε4…
https://www.youtube.com/watch?v=ys0HyevZpQg&t=976s
Το Βερολίνο ήταν μια πολύ ενδιαφέρουσα και ζωντανή πόλη στα 1920s. Το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου δεν βρήκε μόνο μια βομβαρδισμένη πόλη, αλλά και μια κατεστραμμένη κουλτούρα. Υπήρχε συλλογική ενοχή και οι άνθρωποί του δεν ήθελαν να κάνουν θόρυβο, Ήθελαν να περνάνε απαρατηρητοι. Αναπτύχθηκε, λοιπόν, μια μάλλον ντροπαλή σκηνή ροκ εν ρολ.
Πάντα η μουσική έπρεπε να έχει νόημα. Εμένα δε με ενδιέφερε ποτέ αυτό. Δε με ενδιέφερε αν ήταν ψυχεδελική και διεύρυνε τη συνείδηση. Αυτές οι φράσεις ήταν για τις πωλήσεις.
Kraut Rock? It’s a funny name.
Είχα βαρεθεί με τις κιθάρες. Ήθελα κάτι καινούριο κι έπιασα τα keyboards. Μεγάλωσα τον εξοπλισμό μου, απέκτησα sequencers κι ένα Minimoog. Kι έχτισα, εν μέσω διαφορετικών άλμπουμ και πρότζεκτ, μια επαφή με την Virgin Records στην Αγγλία. Παράλληλα, άρχισα να φτιάχνω μουσική για τις επιδείξεις μόδας μια φίλης μου στο Βερολίνο – ήταν αυτοσχεδιαστικά live που κρατούσαν 60, 70, 80 λεπτά και με εκπαίδευσαν για τα καλά ώστε να φτάσω στην ηχογράφηση του E2-E4.
Είχα μόλις επιστρέψει από την περιοδεία του φίλου μου από τους Ash Ra Tempel, Claus Schulze, που ήμουν guest και μπήκα να ηχογραφήσω κάτι για να προπονηθώ. Δεν άλλαξα, για το E2-E4, τίποτα στον τρόπο δουλειάς μου. Ήμουν πολύ χαλαρός, άφησαν τον εαυτό μου ελεύθερο και τελικά βγήκαν στο αποτέλεσμα όλα αυτά τα χρόνια πειραματισμού κι εξάσκησης. Δεν αντιμετώπισα κανένα τεχνικό πρόβλημα κι όταν τελείωσα το session μου φάνηκε σχεδόν τέλειο – δε χρειαζόταν ούτε edits, ούτε overdubs. Είχα λοιπόν ένα tape στα χέρια μου που όσοι το άκουγαν μου έλεγαν να το κυκλοφορήσω. To Ε2-Ε4 ξεκίνησε λοιπόν ώς κάτι που απλά είχα ηχογραφήσει σε ένα δικάναλο. Ήταν, όμως, μια σπουδαία στιγμή.
Το έπαιξα στον Richard Branson της Virgin. Είχε ένα νεογέννητο στα χέρια του, το οποίο αποκοιμήθηκε κατά την ακρόαση. Αμέσως μου είπε: «το ξέρεις ότι μπορείς να κάνεις μια περιουσία με αυτή τη δουλειά». Τον ευχαρίστησα και το άφησα στην άκρη για δυο χρόνια.
Υπήρχε ένα club στη Νέα Υόρκη -το Paradise Garage- που το έβαζαν να παίζει ολόκληρο, από την αρχή ως το τέλος. Ο DJ, μάλιστα, κάποιος Larry Levan που δεν ήξερα, είχε πει ότι αυτή θα ήθελε να είναι η μουσική της κηδείας του.
Τελικά, κυκλοφόρησε το 1984. Ήταν πάλι ο Claus Schulze που έστηνε ένα μικρό label για να κυκλοφορήσει μουσική δική του και φίλων, την Inteam Records. Με ρώτησα αν είχα τίποτα έτοιμο κι έβγαλα από το συρτάρι το E2-E4. Στο Βερολίνο έγραφαν ότι δεν ήξερα τι έκανα. Είχε τελειώσει η χρυσή περίοδος της πειραματικής ηλεκτρονικής μουσικής γιατί με το τεχνολογικό μπουμ ο εξοπλισμός είχε γίνει φθηνότερος και όλοι έκαναν synth pop. «Καλύτερα να ακούσεις τους Depeche Mode», μου έλεγαν. Αυτοί, αλλά και γκρουπ όπως οι OMD και οι Human League, αντιπροσώπευαν τη νέα τάση. Και στη Γερμανία όλοι ακολουθούσαν το Νέο Κύμα, κανείς δεν ασχολιόταν πια με τους Tangerine Dream.
Η επιτυχία του E2-E4 ήταν πολύ αργή. Έπρεπε να φτάσουμε στο τέλος των 80s-αρχές των 90s, στη λεγόμενη «techno περίοδο», για να ξαναέρθει αυτή η μουσική στο προσκήνιο. Στο μεταξύ, έμαθα αργότερα ότι, υπήρχε ένα club στη Νέα Υόρκη -το Paradise Garage- που το έβαζαν να παίζει ολόκληρο, από την αρχή ως το τέλος. Ο DJ, μάλιστα, κάποιος Larry Levan που δεν ήξερα, είχε πει ότι αυτή θα ήθελε να είναι η μουσική της κηδείας του. Το αγάπησαν και κάποιοι DJs στο Ντιτρόιτ, αλλά ήταν 1989 όταν ξαφνικά το έπαιζαν όλοι και ηθελαν να το ρεμιξάρουν, να το σαμπλάρουν κτλ. Τότε ήταν που ήρθαν οι Sueno Latino και με βρήκαν στο Βερολίνο για να μου ζητήσουν την άδεια για τη δική τους εκδοχή που έγινε διεθνής επιτυχία. Ο μάνατζέρ τους μου έδειξε όλη αυτήν την πληθώρα bootlegs που κυκλοφορούσαν ήδη, για τα οποία εγώ δεν είχα ιδέα.
Δεν μπορούσα να φανταστώ ότι οι άνθρωποι χόρευαν με αυτό το κομμάτι στα clubs. Δεν υπάρχει δυνατό μπάσο, ούτε drum kick. Φυσικά, όταν παίζω ή συνθετω, δεν έχω ιδέα για το κοινό που θα απευθυνθεί το έργο μου. Αποδέχθηκα λοιπόν τι είχε γίνει, σκέφτηκα «είναι μάλλον ενδεικτικό της μετάβασης από τον κλασικό μινιμαλισμό των 60s στο techno ή, τέλος πάντων, στα modern electronics. To E2-E4 προφανώς λειτουργεί ως γέφυρα».
Αν και για να είμαι ειλικρινής, βρίσκω κάπως λυπηρό ότι η ηλεκτρονική μουσική περιορίστηκε τόσο πολύ στη dance. Υπάρχουν τόσες πολλές δυνατότητες που μένουν ανεξερεύνητες.
Το E2-E4 ήταν η πρώτη φορά που είχα τον τίτλο (σ.σ. δανεισμένος από την πιο συνηθισμένη εισαγωγική κίνηση του πιονιού στο σκάκι) πριν ολοκληρωθεί η μουσική.