Λιμουζίνα: Μια Κωμωδία Παρεξηγήσεων *****
Ελλάδα, 2013, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Νίκος Παναγιωτόπουλος
Πρωταγωνιστούν: Νίκος Κουρής, Δούκισσα Νομικού, Δημήτρης Καταλειφός
Διάρκεια: 92’
Ο πολυγραφότατος Νίκος Παναγιωτόπουλος ήταν πάντα με τον τρόπο του ο πιο «Ευρωπαίος» εκ των Ελλήνων σκηνοθετών της γενιάς του. Απείχε από το ατέρμονο cult του Ζερβού και το μακάβριο arthouse του Νικολαϊδη, παραμένοντας πιστός στην οικειοποίηση ενός στυλιζαρίσματος που ενδεχομένως μυρίζει Γαλλία και προσφέροντάς μας αριστουργήματα όπως τα Χρώματα της Ίριδας και τους Τεμπέληδες της Εύφορης Κοιλάδας. Τι έχει να πει ο αξιότιμος σκηνοθέτης εν έτει 2014 με τη σουρεαλιστική του κωμωδία, τη Λιμουζίνα;
Τρεις φίλοι, με «προεξάρχοντα» τον νεαρό Έλληνα Μάρκο, που φιλοδοξεί να γίνει τρανός συγγραφέας, ξεκινούν ένα ταξίδι από τη Γαλλία της δεκαετίας του ’60 για να φτάσουν στην Ελλάδα του σήμερα. Μέσα στη διαδρομή τους θα έρθουν σε επαφή με διάσημα, μα και άσημα πρόσωπα, ανακαλύπτοντας αργά και σταθερά, μέσα από διαλόγους διαρκείας, τον κόσμο μα και τους εαυτούς τους.
Ενώ οι εισαγωγικές σκηνές, στις οποίες συστηνόμαστε με το Μάρκο και ακούμε τις βαθυστόχαστες κουβέντες τους σε ένα γαλλικό καφέ με τον Σάμιουελ Μπέκετ έχουν τη γοητεία του Παναγιωτόπουλου που αγαπήθηκε, με την άφιξή τους στην Αθήνα, αυτή αρχίζει να ξεθωριάζει. Η έλλειψη μιας κεντρικής πλοκής και οι αφηρημένοι διάλογοι για τη φύση του ανθρώπου δεν προσφέρουν καμία υποψία ρομαντικής πολυλογίας, παρά μόνο μια αίσθηση αποκεντρωμένης και αναίτιας φλυαρίας.
Το όλο στυλ δεν μπορεί να συγκεραστεί πλήρως με την ελληνική πραγματικότητα, δείχνοντας το κέντρο της Αθήνας άσχημο και όχι παρακμιακά σαγηνευτικό, όπως ίσως θα ήθελε. Πιθανόν αν ήταν μια ξενόγλωσση ταινία με φόντο μια άλλη πόλη, από τον ίδιο σκηνοθέτη, όμως, όλα να ταίριαζαν καλύτερα μεταξύ τους. Και τα γνώριμα fade outs από σκηνή σε σκηνή έχουν αρχίσει να κορέννυνται σε κουραστικό βαθμό.
Αν και ο Νίκος Κουρής με φιλότιμο και κόπο προσπαθεί να προσεγγίσει το χαρακτήρα του Μάρκου, διατηρώντας ορθές αναλογίες μεταξύ της Μεσογειακής τρέλας και της κοσμοπολίτικης μυστηριώδους διαφορετικότητας, για τους άλλους δύο πρωταγωνιστές δεν μπορώ να πω κάτι παρόμοιο.
Ο Adrian Frieling ενώ έχει μια κάποια διάρκεια παιξίματος παραμένει σε μια νοοτροπία κομπάρσου, μη δείχνοντας να παίρνει στα σοβαρά το ρόλο του, ενώ η Δούκισσα Νομικού υποδύεται με τόσο κακό τρόπο την παιχνιδιάρα Κολέτ που είναι να απορεί κανείς αν έχει ιδέα από ηθοποιία ή όχι. Όταν χρησιμοποιεί μόνο το σώμα της και το βλέμμα της δικαιώνει κατά κάποιον τρόπο την επιλογή της, μα όταν ανοίγει το στόμα της να μιλήσει καταστρέφει την εικόνα της τρελής Γαλλιδούλας με οδυνηρό τρόπο. Καλές οι ερμηνείες του Δημήτρη Καταλειφού, του Παύλου Χαϊκάλη και του Τάκη Σπυριδάκη στους δεύτερους ρόλους, μα τι να τους κάνουμε όταν δεν έχουμε καλά-καλά αξιοπρεπείς πρωταγωνιστές;
Πάει καιρός που είχα να νιώσω τόσο μικτά συναισθήματα για μια ταινία. Αναμφίβολα ο Παναγιωτόπουλος δεν έχει πλέον να αποδείξει τίποτα και σε κανέναν με το παρελθόν του, μα όταν το παρόν του φαίνεται τόσο αμήχανο, το συναίσθημα της απογοήτευσης είναι αυτό που επικρατεί τελικά στο τέλος. Κρατάω μόνο τις μικρές λεπτομέρειες που υπήρχαν διασκορπισμένες και ήταν ενδεικτικές του σκηνοθέτη, γιατί από γενικότερη εικόνα δε μας βλέπω και πολύ καλά.