Εγώ, ο Εαυτός μου και η Μαμά *****
Γαλλία, Βέλγιο, 2013, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Γκιγιόμ Γκαλέν
Πρωταγωνιστούν: Γκιγιόμ Γκαλέν, Ιβόν Μπακ, Κάρολ Μπρένερ
Διάρκεια: 85’
Ο Γκιγιόμ μεγάλωσε ως το λιγότερο αρρενωπό μέλος μιας οικογένειας τεσσάρων αντρών και μιας γυναίκας. Πάντα είχε αδυναμία στη μητέρα του και προσπαθούσε να της μοιάσει. Ως αποτέλεσμα, μεγαλώνοντας κατέληξε ότι δεν είναι φανατικός των γυναικών με τη διαδεδομένη έννοια του όρου και περνά τον καιρό του εξετάζοντας τις προοπτικές του να αφήσει το ασέξουαλ παρελθόν του μακριά και να περάσει στην ενεργή ομοφυλοφιλική ζωή. Μα παρά τις όσες προσπάθειες, πάντα κάτι τσινάει μέσα του.
Σε μια ασαφή προσπάθεια ψυχανάλυσης και αποδοχής του πρότερου βίου του, ο Γκιγιόμ Γκαλέν γράφει, σκηνοθετεί και πρωταγωνιστεί στο Εγώ, ο Εαυτός Μου και η Μαμά, μια γαλλική κομεντί με ολίγον τι από Αλμοδόβαρ στο queer στοιχείο του. Επιστρατεύει ένα πλάγιο χιούμορ που καθοδηγείται από τα κωμικοτραγικά μαθήματα του θηλυπρεπούς χαρακτήρα του, για να ανοιχτεί στο κοινό και να το ευχαριστήσει, συγκινώντας με δόσεις αλήθειας.
Το γαλλικό πνεύμα πλανάται σε κάθε δευτερόλεπτο, μια τόσο ανάλαφρη και κάπου-κάπου σικ ταινία δε θα μπορούσε να είναι προϊόν κάποιας άλλης εθνικής κινηματογραφίας. Θέτει ως κέντρο της έναν ήρωα που θυμίζει τον κλασσικό κωμικό ανθρωπάκο, μα απέχει πολύ από το να χαρακτηριστεί κοντινός στα πρότυπα αυτού. Το κάθε βλέμμα του, η κάθε μικροκίνηση, η μελέτη γενικά της σωματικής έκφρασης χωρίς την ξεκάθαρη εντύπωση κάποιου συναισθήματος στο πρόσωπο, θυμίζουν έναν λιγότερο αρρενωπό και αεικίνητο Μπάστερ Κίτον, αν αυτός είχε ως έδρα του τη Γαλλία του 21ου αιώνα.
Ευγενής και παιχνιδιάρης, εκμυστηρεύεται τα μικρά και μεγάλα γεγονότα της ζωής του στα οποία διδάχθηκε, γελοιοποιήθηκε και εν τέλει καθορίστηκε σαν θλιμμένος κλόουν που ζητά να τον δουν πέραν του βαμμένου προσώπου. Σκηνοθετεί ικανοποιητικά και με άμεσο τρόπο την ταινία, χωρίς να θέλει να κάνει κάτι το διαφορετικό και χρησιμοποιεί μια πληθώρα εξαιρετικών κομματιών για να ντύσει το σύνολο. Υποδύεται εξίσου καλά τον ίδιο του τον καθημερινό εαυτό όσο και την απογοητευμένη μητέρα του, δίνοντας μια arthouse κατάληξη στην όλη ψυχολογική παρωδία.
Τι πετυχαίνει, όμως; Το χιούμορ του, παρά το ευφάνταστα απλοϊκό του ύφος δεν μπορεί να θεωρηθεί αρκετά προσβάσιμο, παραμένοντας στο επίπεδο της σεμνής κομεντί και όχι της ξεκάθαρης κωμωδίας. Με αυτόν τον τρόπο φαίνεται πως, αν δεν είναι κάποιος φαν της συγκεκριμένης τεχνοτροπίας, μάλλον θα του περάσουν αδιάφορα τα μικρά σημεία της. Επιπλέον, παρά το ότι γίνεται απόλυτα σαφές πως αποτελεί μια κατάθεση ψυχής στο ευρύ κοινό, δε σημαίνει ότι θα ευαισθητοποιήσει κάποιον. Ότι θα νιώσει συμπάθεια για τον μπερδεμένο πρωταγωνιστή σίγουρα, μα πως θα καταλάβει κάποια περαιτέρω πράγματα για το χτίσιμο της γκέι ταυτότητας ή θα δει τους ομοφυλόφιλους με άλλο μάτι δε σηκώνει συζήτηση. Δεν θα το κάνει γιατί, παρά τα όποια ευθεία σημεία του, εξακολουθεί να κρατάει έναν τόνο προσωπικό που δεν μπορεί να περάσει ένα καθολικό νόημα. Ευχάριστο σίγουρα, μα όχι τόσο βαθύ όσο θα ήθελε να είναι.
Αμιγώς σινεφίλ; Μάλλον όχι. Μια ανάλαφρη ταινία για τον καθέναν; Σίγουρα όχι. Ταλαντεύεται με μια κάποια χάρη ανάμεσα στα δύο, χωρίς να μπορεί να καθοριστεί πλήρως. Μα, εν τέλει, είναι τόσο ανθρώπινο και ζεστό που δεν μπορείς να του κρατήσεις κακία, έστω και αν περιστρέφεται γύρω από τη ζωή ενός ανθρώπου που δε θα γνωρίσεις ποτέ, μα ούτε και είχε να πει κάτι που θα σου αλλάξει άρδην τη ζωή. Αυτό που ήθελε ήταν απλώς να το κάνει για το καλό του κι εσύ να τον ακούσεις. Μα ως αφηγητής, ήταν αν μη τι άλλο συμπαθής.