Μιλώντας για μουσική με τον πατέρα μου, τον Ιλάν

Δεν ξέρω πώς τα καταφέρνει και κάνει όλη τη νεολαία να θέλει να «αράξει» μαζί του. Ίσως να ευθύνονται οι αμέτρητες rock ‘n’ roll περιπέτειες που στιγμάτισαν τα νιάτα του, και που σίγουρα φαντάζουν αξιοζήλευτες για τα δεδομένα της εποχής μας. Ίσως βέβαια να είναι κι αυτό το μαγικό του ταλέντο στο ραδιόφωνο, που καταφέρνει να συνδυάζει με έναν μοναδικό τρόπο τον λόγο και τη μουσική. Τυχαίο άλλωστε που ακροατές του όταν έκανε ακόμη πρωινές εκπομπές, κόντευαν να τρακάρουν επειδή τον άκουγαν στα αυτοκίνητά τους; Βέβαια, τον μπαμπά μου τον κέρδισε η… νύχτα.

Τον κέρδισαν εκείνες οι ώρες κατά τις οποίες η πόλη σωπαίνει, και τα ραδιόφωνα δυναμώνουν. Εγώ τον θυμάμαι από πολύ μικρή να «μας παίρνει τ’ αυτιά» με τις μουσικές του, καθώς το δωμάτιό του βρίσκεται κολλητά στο δικό μου.

Πώς να εκτιμήσω αυτές τις συνθήκες, όταν εγώ άκουγα ακόμη Παπαρίζου, Ρουβά, και Γαρμπή προτού «μετεξελιχθώ» στην τρελοροκού που ονειρευόταν; Αμάν και πώς έκανε για να αγαπήσω, αν όχι την κλασσική μουσική, σίγουρα την Rock και την Jazz.

Κι αν με ρωτούσε κανείς τι δεν θα ξεχάσω ποτέ, αυτό είναι οι πολύχρωμοι μαρκαδόροι του με τους οποίους υπογραμμίζει σχεδόν τα πάντα στις δεκάδες σελίδες που γράφει στο χέρι προκειμένου να ετοιμάσει μία εκπομπή, τις ώρες που περνάει πάνω από αυτές τις κόλλες Α4, από τον υπολογιστή και από το στερεοφωνικό του σύστημα. Ακόμη περισσότερο όμως, δεν θα ξεχάσω τα-άνευ υπερβολής- χιλιάδες CD και βινύλια που κοσμούν το γκαράζ μας, στο οποίο εδώ και πολλά χρόνια έχουμε σταματήσει να παρκάρουμε το αμάξι, για τον απλούστατο λόγο πως δεν υπάρχει χώρος.

Ο μπαμπάς μου διηγείται τις ιστορίες του στο γκαράζ μας, εκεί όπου βρίσκονται φυλαγμένα τα αναρίθμητα CDs και βινύλιά του.

Ο Ιλάν δεν έχει παίξει ποτέ του μουσική από υπολογιστή. Προτού σταματήσει να τα μετράει, θυμάται πως το 1996 είχε στη συλλογή του περίπου 2200 CD και αμέτρητα βινύλια. Εγώ πάλι θυμάμαι μια φορά να μου αφιερώνει στο Τρίτο Πρόγραμμα το “My Number One” της Παπαρίζου για τα δέκατα γενέθλιά μου. Τα υπόλοιπα μού τα διηγείται για την Popaganda, μερικές μόλις ημέρες πριν πει και πάλι το πρώτο καλησπέρα στους ακροατές του, αυτή τη φορά «Στο Κόκκινο» στους 105.5, τη Δευτέρα 21 Μαΐου.

Η σχέση του με τη μουσική, θυμίζει κάτι από εκείνα τα πρώτα ερωτικά καρδιοχτύπια των παιδικών χρόνων, που ξεχείλιζαν από ρομαντισμό κι αγνότητα. Η μουσική μπήκε στο σπίτι του από πολύ νωρίς, όταν ο μουσικόφιλος πατέρας του, εβραϊκής καταγωγής, που έζησε για ένα φεγγάρι στο Ισραήλ σαν οικονομικός μετανάστης, επέστρεψε στην Ελλάδα έναν χρόνο αφότου γεννήθηκε.

Ο Μάρκελος λοιπόν, εργαζόταν ως ηλεκτρολόγος σ’ ένα συνεργείο, του οποίου ο προϊστάμενος παρότρυνε τους εργαζόμενους να ακούνε κλασσική μουσική, την ώρα που εκείνος τους μιλούσε για Μαρξισμό. Όταν επέστρεψε στην Ελλάδα σε ηλικία 22 περίπου ετών, ο πατέρας του αισθανόταν, τόσο επαγγελματικά όσο και μουσικά, καταρτισμένος. Τα πρώτα εκείνα μουσικά ερεθίσματα στο Ισραήλ, τον ώθησαν να πάρει μέρος σε έναν διαγωνισμό στην Αθήνα που τον διοργάνωνε ο Όμηρος Αθηναίος.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

Οι διαγωνιζόμενοι άκουγαν για 20 δευτερόλεπτα κάθε κομμάτι που παιζόταν σε ένα πικάπ στη μέση του στούντιο, και καλούνταν να απαντήσουν ποιο ήταν το κομμάτι που είχε μόλις ακουστεί. Ο παππούς μου όχι μόνο ανίχνευε το κομμάτι, αλλά εντόπιζε ποιος είναι ο συνθέτης του, ποιος ο μαέστρος και ποια η ορχήστρα. Κάπως έτσι λοιπόν, την 3η φορά που συμμετείχε στον διαγωνισμό, ο παρουσιαστής του λέει, «κοίταξε αγόρι μου, κάνε μας τη χάρη, μην έρθεις ξανά μπας και πάρει και κανείς άλλος τα δισκάκια» (που έδιναν ως δώρο). 

Στο πατρικό σπίτι  υπήρχε από νωρίς πικάπ και ραδιοφωνικό συγκρότημα, και κάθε Κυριακή πρωί στηνόταν μία «ιερή τελετή» κατά τη διάρκεια της οποίας έπρεπε να σωπάσουν όλοι για να ακούσουν τη συναυλία που μετέδιδε το Δεύτερο Πρόγραμμα. Συγχρόνως όμως ακούγονταν και πάρα πολλοί δίσκοι. Ανάμεσα σ’ αυτούς υπήρχαν δίσκοι του Mahler, Tchaikovsky, και πολλών ακόμη, και κάπως έτσι τ’ αυτιά του άρχισαν να μαγεύονται από την πανδαισία των ήχων. «Το πρώτο δισκάκι που αγόρασα με δικά μου λεφτά ήταν ένα ποπ φωνητικό ντουέτο των Jan and Dean έπειτα, μέχρι που μια μέρα, επειδή πηγαίναμε απόγευμα στο Βαρβάκειο στην οδό Κωλλέτη, ξενύχτησα κι άκουσα στο ραδιόφωνο αργά το βράδυ την εκπομπή του «Αμερικάνου» όπως τον αποκαλούσαν, στο AFRS (Armed Forces Radio Station) που εξέπεμπε για την Ελλάδα από τη Βάση του Ελληνικού. «Ο Αμερικάνος πραγματοποιούσε την περίφημη εκπομπή του Willis Conover The Jazz Hour”. Με επηρέασε και με διαμόρφωσε στον τρόπο μιλάω στο ραδιόφωνο, γιατί είχε μία βαθιά, μπάσα και αργή φωνή με την οποία ταυτίστηκα. Η εκπομπή μεταδιδόταν απ’ τα κεντρικά του AFRS, της Voice Of America που είχε έδρα το Μόναχο και υπήρχε για προπαγανδιστικούς λόγους μιας και εκείνη την εποχή βρισκόταν σε εξέλιξη ο ψυχρός πόλεμος Ανατολής και Δύσης. Η εκπομπή κατάφερε να γεννήσει και να διαμορφώσει τις σχολές ολόκληρης της Ανατολικής Ευρωπαϊκής Τζαζ, όπως εκείνες της Πολωνίας, της Ρωσίας και της Τσεχοσλοβακίας».

Daddy Cool

Όταν ήταν περίπου 14 ετών, ο Ιλάν, άρχισε να επισκέπτεται με την παρέα του τα κλαμπάκια της οδού Πατησίων, με όλο το κέντρο της αθηναϊκής ζωής να βρίσκεται τότε στη Φωκίωνος Νέγρη. Εκεί έπαιζαν οι Charms, οι Idols και πολλά άλλα συγκροτήματα της εποχής.

Εκείνη την περίοδο στο σχολείο η κοντινή του παρέα είχε σχηματίσει ένα συγκρότημα, τους Mastersounds. Εκείνος δεν θέλησε να μάθει μουσική γιατί σαν τελειομανής φοβόταν ότι δεν θα γίνει ποτέ ένας ολοκληρωμένος μουσικός αν ασχολιόταν επιφανειακά με αυτή. Κάπως έτσι προτίμησε και ανέλαβε να φέρνει τις μουσικές προτάσεις στο συγκρότημα της παρέας. Στο γκρουπ συμμετείχαν τότε ο Γιάννης Τίκωφ, ο Βαγγέλης Κονταρίνης και ο Κώστας Τζίφας και έπαιζαν κυρίως μουσικές των Shadows, αλλά σταδιακά προσπάθησαν να παίξουν και κομμάτια του Modern Jazz Quartert με αρκετά καλά αποτελέσματα.

«Η παρέα έσπασε όταν έφυγα στην Ελβετία για σπουδές απ’ όπου κι επέστρεψα φορτωμένος με όλες τις δισκάρες της εποχής, όπως εκείνον των Led Zeppelin, καθώς τότε ήταν η εποχή της μεγάλης έκρηξης του ροκ. Έχοντας στα αυτιά μου όλους αυτούς τους δίσκους βρέθηκα στο Πολυτεχνείο της Αθήνας, στους Μηχανολόγους Μηχανικούς κι εκεί αντάμωσα ξανά τα τρία από τα μέλη του συγκροτήματος. Αποφασίσαμε λοιπόν να ξαναστήσουμε το γκρουπ. Eγώ ήμουν ο μάνατζερ. Ο φίλος μου, ο Βασίλης Ρακόπουλος μας έφερε τον Αχιλλέα Περσίδη, συμμαθητή του από το δημοτικό, έναν πολύ καλό blues και flamenco κιθαρίστα. Βρήκαμε και τον Τρύφωνα Σαράντη που έπαιζε πλήκτρα κι έτσι στήθηκε η μπάντα των μηχανικών, η Machine Band. Κάναμε εμφανίσεις στα μεγάλα ξενοδοχεία, τότε δεν υπήρχαν ακόμη djs, οπότε όταν κάποια σχολή ήθελε να κάνει ένα μεγάλο χορευτικό πάρτι, είτε στο Hilton, είτε στη Μεγάλη Βρετανία, είτε σε άλλα ξενοδοχεία του κέντρου, αναλαμβάναμε εμείς δράση. Παίζαμε κυρίως χορευτική μουσική, αλλά και Santana, ροκ και ελαφριά jazz».

Η Machine Band

Έχοντας παίξει το ίδιο βράδυ με τον Γιώργο Νταλάρα, τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, τους Socrates, τη Μαρίνα, τον Tony Pinelli κι αρκετούς ακόμη, αποφάσισαν να οργανώσουν την πρώτη συναυλία στην επαρχία. Η πρώτη στάση έγινε στη Λαμία, όπου ο Ιλάν είχε αναλάβει να κολλήσει τις αφίσες, να κανονίσει την προπώληση των εισιτηρίων και να δώσει συνέντευξη στον τοπικό ραδιοφωνικό σταθμό. Όταν το “Magic Bus” τους έφτασε μπροστά στα μαρμάρινα σκαλιά του θεάτρου της Λαμίας, συνάντησαν μια παρέα από πιτσιρίκια που έπαιζαν ποδόσφαιρο. «Φτάνω λοιπόν και ο ένας από περιέργεια πηδάει και κοιτάζει μέσα στο πουλμανάκι. Αντικρίζοντας εμάς τους μακρυμάλληδες, βάζει μια φωνή: “ήρθαν οι Χίπ’δις, ήρθαν οι Χίπ’δις”!

Γυρνώντας από την περιοδεία, ήταν Χούντα ακόμη, ένα βράδυ στον εξώστη του τότε κινηματογράφου Βεάκη, όπου παιζόταν η ταινία του Βέγγου “Τι έκανες στον πόλεμο Θανάση”, κάθονταν στην μπροστινή σειρά οι Socrates, και στην πίσω σειρά καθόμασταν εμείς με το συγκρότημα. Εγώ είχα γνωρίσει νωρίτερα τον Γιώργο Τρανταλίδη, που ήταν τότε ο ντράμερ των Socrates, και έτσι πήρα το θάρρος και σκύβοντας να τους χαιρετήσω στο διάλειμμα, άδραξα την ευκαιρία να τους πω: Συγκρότημα εσείς, συγκρότημα εμείς, δε συνεργαζόμαστε»;

Από τότε άρχισαν να παίζουν σε όλα τα live των Socrates ως support group. Οι συναυλίες τους στήνονταν κυρίως τα πρωινά της Κυριακής σε κινηματογράφους που ξεχείλιζαν από 1200-1400 θαυμαστές και ούρλιαζαν μανιωδώς για τους Socrates. Κάτι τέτοιο όμως συνέβη και στο πρώτο δικό τους μεγάλο live, με το κοινό να τους υποδέχεται με πληθωρικά ουρλιαχτά, τόσο πληθωρικά που στην αρχή νόμιζαν πως ήταν αποδοκιμασίες. Βλέποντας όμως τον κόσμο να χτυπιέται με χαρά, κατάλαβαν πως ήταν ουρλιαχτά επιδοκιμασίας.

To Live των Socrates στην Κόρινθο, την διοργάνωση του οποίου είχε αναλάβει ο Ιλάν Σολομών.

Και τότε έρχεται η γνωριμία με τη Μαρίζα Κωχ. «Της λέω μια μέρα, Μαρίζα, έχεις κάνει ποτέ περιοδεία στην επαρχία; Μου λέει: όχι. Της λέω: φεύγουμε τον Απρίλιο. Με πολλά απρόοπτα λοιπόν φύγαμε για μία σύντομη περιοδεία στην οποία συμμετείχε και το συγκρότημα Οι Ρέμπελοι, τραγουδιστής του οποίου ήταν ο αδελφός μου ο Τζο. Εγώ τότε ήμουν ακόμη φοιτητής στο Πολυτεχνείο αλλά έβλεπα σιγά-σιγά την πόρτα του να κλείνει γιατί δεν με ενδιέφερε καθόλου το αντικείμενο. Στο Πολυτεχνείο πήγα για να ικανοποιήσω ένα όνειρο του πατέρα μου κι εγώ το ακολούθησα νομίζοντας πως ήταν και δικό μου. Στην πορεία συνειδητοποίησα ότι δεν ήταν δικό μου όνειρο αυτό το επάγγελμα. Κάναμε λοιπόν την περιοδεία με τη Μαρίζα και λίγες μέρες αφότου επέστρεψα στην Αθήνα, μου τηλεφώνησε ο Τρανταλίδης των Socrates για να με ρωτήσει πώς πήγε η περιοδεία με τη Μαρίζα, κι εν τέλει να μου προτείνει να αναλάβω τη διοργάνωση των δικών περιοδειών. Και λέω, γιατί όχι»;

Το κοινό τότε στην επαρχία ήταν πολύ διαφορετικό απ’ ό,τι τώρα. Διψούσε για μουσική και αυτή η λαχτάρα αυξανόταν δεδομένου ότι ήταν Χούντα και τα πολλά ροκ ήταν απαγορευμένα. Ξεκινώντας μάλιστα για μία περιοδεία, τα τραγούδια που θα έπαιζαν τα συγκροτήματα έπρεπε να εγκριθούν πρώτα απ’ το Υπουργείο Προεδρίας της Εθνικής Κυβερνήσεως, να περάσουν από έγκριση λογοκρισίας οι στίχοι και αν υπήρχαν τραγούδια με ξένο στίχο, έπρεπε να μεταφραστούν στα ελληνικά για να εγκριθούν. Δεν ήταν λίγες φορές που ενώ είχε πέσει «μπλόκο», εκείνοι συνέχιζαν να τα παίζουν απτόητοι, δίχως να χαμπαριάζουν από περιορισμούς. Μικρή ήταν άλλωστε η πιθανότητα να βρεθεί εκεί κάποιος ασφαλίτης και να καταλάβει ποιο ήταν το τραγούδι που είχε απαγορευτεί.

Μαρία Δημητριάδη και Μαρίζα Κωχ

Το χαρτί με το οποίο οι στίχοι των κομματιών περνούσαν από έγκριση λογοκρισίας.

«Μετά από κάτι χρόνια άρχισα να διοργανώνω τα μεγάλα τα φεστιβάλ της νεολαίας του Ρήγα Φεραίου, στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας όπου ερχόντουσαν πολλές χιλιάδες κόσμου, για να παρακολουθήσουν εκτός από Έλληνες τραγουδιστές και τζαζ και ροκ συγκροτήματα. Συνέχιζα να τα διοργανώνω μέχρι το 1987. Σε αυτά συμμετείχαν και πολλές μουσικές μορφές όπως ο Νικόλας Άσιμος, ο Πάνος Τζαβέλλας, η Γλυκερία αλλά και ο Παύλος Σιδηρόπουλος που βρισκόταν κατά έναν τρόπο υπό την προστασία μου μέχρι που έφυγε. Είχα αναλάβει να του κλείνω δουλειές, καθώς είχε ανάγκη να κάνει οτιδήποτε θα του απέφερε χρήματα. Η μαμά του με αποκαλούσε φύλακα-άγγελό του. Εκεί λοιπόν πέτυχα τον Πουλικάκο και όλη αυτή τη γενιά του ροκ». 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

Εκείνη τη χρονιά, ο -πλέον δημοσιογράφος- Χρήστος Ξανθάκης είχε βοηθήσει τον Ιλάν σε ένα απ’ τα Φεστιβάλ, στο οποίο συμμετείχαν 27 ροκ συγκροτήματα και πολλά άλλα. Το ίδιο βράδυ λοιπόν, ανάθεμα πώς έγινε αυτό το πράγμα, έπαιζαν ένα heavy metal συγκρότημα, οι Σπάρτακος, και οι Last Drive. Αυτό ήταν το μεγάλο του λάθος, όπως μου έχει πει, γιατί έβαλε τους χεβιμεταλάδες μαζί με τους νιουγουεϊβάδες, οι οποίοι δεν είχαν πολλά-πολλά μεταξύ τους. «Εγώ βέβαια τα θεωρούσα αστεία όλα αυτά. Ξαφνικά ακούω από το walkie talkie: τρέχα, εδώ σκοτώνονται, έχουν βγάλει μπουκάλια και τα πετάνε στα κεφάλια ο ένας του άλλου. Φτάνω λοιπόν στη σκηνή και τους λέω, ρε σεις γιατί ήρθατε εδώ, για να τα γαμήσετε όλα; Γυρνάνε όλοι με κοιτάνε και τους λέω”Αν θέλετε να το διαλύσετε, σπάστε τα όλα, σταματάμε τώρα”. Οι μεταλάδες από τα δυτικά προάστια που ήταν τίμιοι άνθρωποι του λαού, σηκώθηκαν κι έφυγαν όλοι μαζί, οι άλλοι έγιναν προβατάκια και κάπως έτσι λοιπόν γνώρισα τους Last Drive που τότε ήταν μεν πιτσιρικάδες, αλλά πολύ καλοί μουσικοί. Την ίδια χρονιά, θυμάμαι, είχα ανοίξει ένα ροκ κλαμπ στα Εξάρχεια, στην οδό Οικονόμου που λεγόταν “127 DB” (decibel)». Αργότερα το ανέλαβε ο Πέτρος Κουτσούμπας του Πήγασου, πριν ανοίξει το AN club.

Από αριστερά επάνω: Τζόνι Λαμπίτζι, Γιάννης Σπάθας, Γιώργος Τρανταλίδης, Αντώνης Τουρκογιώργης, Παύλος Δεληγιαννίδης, Θανάσης Γκαϊφύλλιας και κάτω, ο Παύλος Σιδηρόπουλος

Μια μέρα ο Χρήστος Ξανθάκης ρώτησε τον Ιλάν: «ρε συ, τι τους έχεις τόσους δίσκους, για να τους βάζεις να τους ακούς εσύ με την παρέα σου; Έλα να κάνουμε εκπομπή στο ραδιόφωνο». Ραδιόφωνο; Τι Ραδιόφωνο μωρέ, έλεγε τότε ο Ιλάν. Κάπως έτσι βρέθηκε να παίζει τζαζ στο Star Radio.

Ήταν ένα ερασιτεχνικό-πειρατικό ραδιόφωνο, που το αποκαλούσαν “το Ραδιόφωνο των Βορείων Προαστίων”, γιατί εξέπεμπε από ένα πλυσταριό στην ταράτσα ενός διώροφου σπιτιού κάπου στο Μενίδι και ακουγόταν το πολύ μέχρι το κέντρο της Αθήνας.

Παρ’ όλα αυτά, εκεί μαζεύτηκαν πολλές, καλές και -αργότερα- γνωστές φωνές τόσο του ραδιοφώνου όσο και του χώρου της παραγωγής και συγκροτήθηκε ένας πολύ καλά οργανωμένος ραδιοφωνικός σταθμός. Όταν όμως ήρθε η ώρα να καταθέσουν αίτηση για την εξασφάλιση επίσημης άδειας λειτουργίας, καθώς μέχρι τότε τους κυνηγούσαν τα ραδιογωνιόμετρα, κατέληξαν σε έναν μεγάλο καυγά, γεγονός που σήμανε τη διάλυση και το κλείσιμο του σταθμού.

«Πριν απ’ εμάς είχε φύγει μια άλλη παρέα παραγωγών από εκεί, γιατί ο ιδρυτής του Star Radio είχε την τάση να τα διαλύει όλα και με το που έμαθαν ότι φύγαμε κι εμείς, γίναμε ένα πολύ ενδιαφέρον θέμα για τις εφημερίδες, καθώς τότε ήταν που βγήκε ο νόμος για την ελεύθερη ραδιοφωνία. Όταν ξεκίνησε η ελεύθερη ραδιοφωνία, αποφασίσαμε το 1987 να ανοίξουμε τον ΗΧΩ Fm στους 102.4, σε ένα υπόγειο στον Βύρωνα, καθόλου ρομαντικό αλλά πάρα πολύ όμορφο γιατί εκεί μέσα γίνονταν ωραία πράγματα. Τολμήσαμε λοιπόν και καταθέσαμε την αίτηση για την άδεια στο Υπουργείο Προεδρίας παρά το γεγονός ότι εκείνη την εποχή τις άδειες τις έπαιρναν μόνο τα ραδιόφωνα των μεγάλων ιδιοκτητών (Λαμπράκης, Κυριακού, Κοσκωτάς κλπ). Ήταν μία προσπάθεια που έγινε από 15 ερασιτέχνες. Εγώ αρχικά είχα μόνο μία εκπομπή κάθε Κυριακή βράδυ στην οποία έπαιζα Jazz, μετά είχα κι άλλη μία που λεγόταν «Σοκολατένιες Νότες» και παίζαμε κυρίως τα blues. Ο ΗΧΩ Fm, μετά από πρόταση του μακαρίτη Κώστα Γιαννουλόπουλου μετεξελίχθηκε στον Jazz Fm, που πλέον θεωρείται ένα cult ραδιόφωνο γιατί το άκουγαν άνθρωποι που ήθελαν να ακούσουν αληθινή μουσική. Υπάρχουν παλιοί ακροατές που ακόμη κλαίνε επειδή έκλεισε αυτός ο σταθμός».

CD κι εκπομπές, πολλά CD κι εκπομπές

Ήταν τότε που ο Πέτρος Κωστόπουλος έψαχνε συχνότητα για τον ΚΛΙΚ fm και αγόρασε το σταθμό με την πλειοψηφία των 15 και όχι την έγκριση του Ιλάν. Ο Jazz Fm διήρκεσε 6 χρόνια. Το βράδυ που έκλεινε ο σταθμός, ο Πύρρος Δήμας σε ένα «παράλληλο σύμπαν» έπαιρνε το πρώτο του χρυσό μετάλλιο στην Ατλάντα. «Θυμάμαι να κλείνω την τελευταία μας εκπομπή, να γυρίζω στο σπίτι και ο Πύρρος Δήμας να σηκώνει εκείνη την ώρα το χρυσό». Αυτή κι αν ήταν μία γλυκόπικρη αντίφαση.

Μετά τον Jazz Fm ο Ιλάν Σολομών δεν ήθελε να ξανακάνει ραδιόφωνο. Είχε πικραθεί πολύ κι ό,τι κι αν επιχείρησε να κάνει στη συνέχεια, δεν κατάφερε να τον αγγίξει ούτε στο ελάχιστο. Μία εκπομπή στον En Lefko, κι άλλη μία βδομάδα στον Galaxy, απ’ όπου και παραιτήθηκε γιατί δεν μπορούσε να φανταστεί τον εαυτό του να βρίσκεται στο ραδιόφωνο και να μην παίζει τη μουσική που αγαπάει, ήταν αρκετά για να τον οδηγήσουν στο Τρίτο Πρόγραμμα της ΕΡΤ.  Εκεί ξεκίνησε κάνοντας μία εκπομπή μόνο για την Jazz και την World Music. Αυτό συνέχισε να συμβαίνει μέχρι το 2003 όταν και ήρθε ο Δημήτρης Παπαδημητρίου, τότε διευθυντής του σταθμού και γνωστός συνθέτης, και τον ρώτησε αν έχει στη συλλόγή του κλασσική μουσική; Μα πώς να μην έχει αφού μεγάλωσε σε σπίτι φίλων της κλασσικής; Και κάπως έτσι έστησε μία εκπομπή στην πρωινή ζώνη, παρά το γεγονός ότι μέχρι τότε εξέπεμπε σχεδόν πάντα βράδυ. Η εκπομπή λεγόταν «Όλα τα πρωινά του Τρίτου», προς τιμήν του Γιαννουλόπουλου και της εκπομπής του «Τα πρωινά όλου του κόσμου», ο οποίος έφυγε σε ηλικία 48 ετών.

Ραδιοφωνικές περιπέτειες στον Jazz Fm

 

Οι… πολύχρωμες εκπομπές του μπαμπά

«Δεν έχω χρησιμοποιήσει ποτέ μου υπολογιστή, παίζω πάντα από CD και σκοπεύω να συνεχίσω να το κάνω, ακόμη κι αν αυτό συνεπάγεται ότι θα παιδεύω αιωνίως έναν ηχολήπτη. Το 1996 είχα στη συλλογή μου περίπου 2200 CD και αμέτρητα βινύλια, μετά σταμάτησα να τα μετράω. Στην ΕΡΤ μπαινόβγαινα, και έχω τη χαρά και την τιμή να υπερηφανεύομαι ότι με έχουν απολύσει όλες οι κυβερνήσεις αυτού του τόπου. Τελικά στην ΕΡΤ βρέθηκα να κρατώ συντροφιά στους πιστούς ακροατές μου από το 1999 μέχρι και το 2015 με πάρα πολλά διαλείμματα. Φεύγοντας απ’ την ΕΡΤ ακολούθησε η αγρανάπαυση, μετά το διαδικτυακό ραδιόφωνο στο Moody Radio και το Target Radio, για λίγες εκατοντάδες ακροατές, πράγμα το οποίο βέβαια θεωρήθηκε μεγάλη επιτυχία δεδομένου ότι συνήθως σε ακούνε από 10 έως 80, άντε 100 άτομα. Έκανα κι ένα φεγγάρι στο Ραδιόφωνο 24/7, σ’ έναν σταθμό που φρόντισε πολύ γρήγορα να θεωρήσει ότι αυτό που είχε φτιάξει έπρεπε να μη το αφήσει καν να δοκιμαστεί, και το μετέτρεψε τώρα σε ένα ραδιοφωνικό Mega Channel».

Τώρα, ο Ιλάν είναι έτοιμος να γυρίσει μία ακόμη σελίδα στην πολυετή πορεία του στο Ραδιόφωνο, καθώς από τις 21 του Μάη πρόκειται να μας κρατήσει και πάλι συντροφιά, αυτή τη φορά «Στο Κόκκινο» στους 105.5 των FM.

«Οι φίλοι μου μού έλεγαν πως είμαι τυχερός γιατί δεν έκατσα με τις ώρες πάνω από ένα όργανο, όσο κάθονταν εκείνοι για να μάθουν να παίζουν. Εσύ, μου έλεγαν, είχες μάθει να ακούς. Αν ήξερα να παίζω ένα όργανο θα ήμουν ένας μέτριος οργανοπαίκτης, κι ένας πιθανόν καθόλου καλός ή έως και κακός ραδιοφωνικός παραγωγός, γιατί δυστυχώς γνωρίζω πολύ λίγους οργανοπαίκτες, με εξαιρέσεις, που μπορούν να κάνουν καλό ραδιόφωνο, καθώς συχνά πέραν αυτού δεν διαθέτουν σφαιρικότητα στην ενημέρωση, δεν έχουν μάθει να καλλιεργούν τον λόγο που είναι συνυφασμένος με την εκπομπή, και σ’ εμένα ήταν το δέσιμο λόγου και μουσικής που μετρούσε. Συνδέω το ραδιοφωνικού κομμάτι με την καθημερινότητα των ανθρώπων. Γι’ αυτό και πολλές φορές ακροατές μου το πρωί κόντευαν να τρακάρουν, γιατί με άκουγαν στα αυτοκίνητα και τους έλεγα να προσέχουν πρώτα το τιμόνι και μετά το ραδιόφωνο».

Ποιοι είναι εκείνοι οι δίσκοι που έχουν σημαδέψει όχι μόνο τις ραδιοφωνικές εμπειρίες του, αλλά κι ολόκληρη την βουτηγμένη στη μουσική ζωή του; « Το Time Out του Dave Brubeck Quartet μου ήρθε πακέτο από Αμερική γιατί εκεί είχε πάει η ξαδέλφη του παππού σου για να κάνει καριέρα ως πιανίστρια, και όλως τυχαίως έμενε στην ίδια πολυκατοικία με τον Dave. Έπειτα, ένα βράδυ έτυχε να ακούσω από τον «Αμερικάνο» John Coltrane, του οποίου τον πρώτο δίσκο αγόρασα όταν είχε πια πεθάνει. Όταν δε ήμουν φοιτητής στην Ελβετία, μπήκα ένα πρωί σ’ ένα δισκάδικο, κι άκουσα από μακριά μία τρομακτική φωνή που ούρλιαζε I Can’t Quit You Baby”. Πλησιάζω στην κοπέλα, της λέω Qu’est-ce que c’est?? Μου λέει, Le Led Zeppelin, τους αγοράζω και τρελαίνομαι. Για καλή μου τύχη, καθώς δεν είχα λεφτά, κατάφερα και να τους δω εκεί κοντά να παίζουν τζάμπα σε μία συναυλία. Αλλά και η Bourrée του Bach, όταν την άκουσα παιγμένη από τους Jethro Tull, με έκανε να πάθω την πλάκα μου γιατί ήμουν μαθημένος από μικρός με Bach στο σπίτι».

Μερικές ακόμη rock ‘n’ roll ιστορίες με τον Μίκη Θεοδωράκη και την Μαρίζα Κωχ να πρωταγωνιστούν

Η κουβέντα μας δε θα μπορούσε να ολοκληρωθεί δίχως την αναφορά στον καλό του φίλο, Κυριάκο Σταμέλο, ο οποίος έφυγε απρόσμενα από την ζωή τον περασμένο Απρίλη. Τον είχε γνωρίσει όταν ήταν ακόμη ένα 15χρονο παιδί, κι έπειτα από μερικά χρόνια κατέληξαν να φοιτούν μαζί στο Πολυτεχνείο. Έγιναν φίλοι, ο μπαμπάς μου του έκανε το σχέδιο γιατί ήταν καλός κι εκείνος του έλυνε τις ασκήσεις στα μαθηματικά γιατί δεν ήταν καθόλου καλός σε αυτά. Ερχόταν σπίτι, έτρωγε απ’ τη μαμά του, άκουγε μουσικές απ’ τον πατέρα του, μιλούσαν, μέχρι που του έδωσε και τα πρώτα απαγορευμένα για εκείνη την εποχή βιβλία, Μαρξ, Λένιν κι άλλα πολλά. Κάπως έτσι ο Κυριάκος από ένα άπραγο παιδί αριστερής οικογένειας, κι αρκετά φοβισμένο λόγω Χούντας, ξαφνικά εξελίχθηκε σε έναν φυσικό ηγέτη του Πολυτεχνείου. Στρατεύτηκε μαζί με τους συνδικαλιστές φοιτητές καταδικάστηκε από δικαστήρια για “τεντιμποϊσμό” και απολύθηκε με προσωρινή άδεια της κυβέρνησης Μαρκεζίνη την εποχή που η Χούντα του Παπαδόπουλου έκανε φιλελεύθερο άνοιγμα.

«Και φτάνει στην Αθήνα στις 14 Νοεμβρίου του 1973, μπαίνει μέσα στο Πολυτεχνείο, γίνεται μέλος της συντονιστικής, αναλαμβάνει τη φρούριση του χώρου, ωσότου τον συνέλαβαν και τον έδειραν, τον βασάνισαν, και δυστυχώς ο Κυριάκος πριν από μερικές ημέρες μας άφησε, όντας μακριά από την εξουσία, που το θεωρούσε τιμή του, κι έχοντας γίνει ένας ιδιότυπος δημιουργικά ποιητής, ζωγράφος και μουσικός του δρόμου, παίζοντας μπαγλαμαδάκι και φλογέρα στα στενά της Αθήνας. Αυτός ήταν ο Κυριάκος Σταμέλος που έφυγε νωρίς, κι έζησε όπως αυτός ήθελε παρά τις προσπάθειες να τον κάνουμε εντός εισαγωγικών κανονικό άνθρωπο εμείς οι πεζοί αστοί».

Από τις 21 Μαΐου θα ακούτε καθημερινά τον Ιλάν Σολομών στο Κόκκινο 105.5 στις 22.00 το βράδυ.
Λουίζα Σολομών-Πάντα