Gerhard Steidl: Ο καλύτερος εκδότης βιβλίων φωτογραφίας στον κόσμο μιλά για τη σχέση ανάμεσα στις φωτογραφίες και τη γραφή

Ο Gerhard Steidl είναι ο καλύτερος εκδότης βιβλίων φωτογραφίας στον κόσμο. Αυτό μπορεί και να θεωρηθεί  μια μετριοπαθής δήλωση – δεν υπάρχει κανείς άλλος σαν αυτόν, και ο τίτλος αυτός δεν του αποδόθηκε με ελαφρότητα.

Ο Steidl είναι εξαιρετικά επιμελής και προσεκτικός στη λεπτομέρεια. Όταν μια παρτίδα χαρτιού φτάνει για πρώτη φορά στην Steidlville –το συγκρότημα στο Göttingen της Γερμανίας, όπου περιλαμβάνεται το τυπογραφείο του Steidl, το γραφείο και το ξενοδοχείο για τους καλλιτέχνες που τον επισκέπτονται– αυτή τοποθετείται για μερικές εβδομάδες σε μια ειδική αποθήκη που το κλίμα της ελέγχεται πλήρως, μέχρι να φτάσει στην τέλεια θερμοκρασία και υγρασία για την εκτύπωση.

«Αν δεις ένα βιβλίο που να είναι έστω ελάχιστα σκεβρωμένο στις άκρες του, ξέρεις πως το χαρτί δεν χρησιμοποιήθηκε στην κατάλληλη θερμοκρασία έτσι ώστε να συγκρατήσει το μελάνι», έλεγε ο Steidl.  

Όταν ο Steidl καλεί, οι καλλιτέχνες και οι φωτογράφοι παρατάνε τα πάντα για να φτάσουν στη Steidlville, την οποία έχουν περιγράψει ως «ένα υποβρύχιο: η πόρτα κλείνει πίσω σου αμετάκλητα και δε σου μένει να κάνεις τίποτα παρά να κατέβεις». Μια στοίβα από μικρά χαρτιά με σημειώσεις σηματοδοτούν το γραφείο του Steidl  και την καρέκλα του πίσω από ένα  τραπέζι του φαγητού, ειδική παραγγελία από μια σουηδική χαρτοποιία του 19ου αιώνα.

Του αρέσει οι καλλιτέχνες του να χρησιμοποιούν ψαλίδια και κόλλα για να κόβουν και να κολλάνε δοκιμαστικά στησίματα. Απογυμνώνει τα πάντα για να φτάσει στην ουσία τους. «Η δουλειά μου απαιτεί πολύ προσωπικές, υποκειμενικές δεξιότητες, είναι οι δεξιότητες  ενός αναλογικού πλάσματος», είπε ο Steidl στην ομιλία του στο Chobi Mela X, ένα διεθνές φεστιβάλ φωτογραφίας που διοργανώθηκε στη Dhaka το Φεβρουάριο. «Εγγενής είναι σε μένα η ικανότητα να κάνω λάθη, και αυτή είναι η καλύτερη μέθοδος για να αποκτάς γνώση και να ανακαλύπτεις το απρόσμενο.»  

Ο Steidl, 68 ετών τώρα , μεγάλωσε στο Göttingen και έχει ζήσει εκεί όλη τη ζωή του. Το πανεπιστήμιο του Göttingen κατέχει ένα βιβλίο από το οποίο σώζονται λιγότερα από είκοσι αντίτυπα σε όλον τον κόσμο: μια Βίβλο του Γουτεμβέργιου. Είναι ολόκληρη χειροποίητη και είναι μία από τις τέσσερις που τυπώθηκαν σε περγαμηνή, όχι σε χαρτί. O Steidl, που ο πατέρας του ήταν υπεύθυνος καθαριότητας στο τυπογραφείο μιας τοπικής εφημερίδας, τοποθετεί τον εαυτό του στην παράδοση του Γουτεμβέργιου. Δεν μπορεί να βρίσκεται μακριά από το πιεστήριο για πολύ καιρό, λέει, και συχνά ταξιδεύει μόνο για μερικές ώρες –σπανίως για ολόκληρη μέρα–, παρά το πυρετώδες του πρόγραμμα.

Εκδίδει πάνω από 200 βιβλία τον χρόνο, τα οποία επιβλέπει όλα ο ίδιος προσωπικά. Γνώρισα τον Steidl σε μια αίθουσα εκδηλώσεων που άδειαζε σιγά-σιγά μετά το τέλος της ομιλίας του σε μια ομάδα φοιτητών και επισκεπτών. Φορούσε τζιν και ένα κοντομάνικο μπλουζάκι, και βρισκόταν στην Ντάκα για λίγο παραπάνω από 15 ώρες. Καθίσαμε σε καρέκλες ο ένας αντίκρυ στον άλλον. O Steidl έβγαλε πρώτα τα γυαλιά του και τα σκούπισε με προσοχή πριν τα ξαναβάλει. Μετά εστίασε την προσοχή του σε μένα.

Ήμουν εντυπωσιασμένη από τα φιλοπερίεργα έξυπνα μάτια του, που περίμεναν υπομονετικά να ξεκινήσω τις ερωτήσεις.   Στην κουβέντα μας που ακολούθησε, ο Steidl μίλησε για τη σχέση ανάμεσα στις εικόνες και το κείμενο, τη σχέση που μοιράζεται με τους φωτογράφους με τους οποίους έχει συνεργαστεί, είπε τι  είναι αυτό που κάνει την Ασία ένα σημαντικό κέντρο για την φωτογραφία, και πώς να αντιμετωπίσουμε το σημερινό κλίμα λογοκρισίας στην τέχνη. 

Μερικά από τα πιο ενδιαφέροντα δείγματα γραφής που έχω διαβάσει αναφέρονται στη φωτογραφία ή χρησιμοποιούν μια λογοτεχνική μέθοδο για να διαβάσουν τις εικόνες. Θα με ενδιέφερε να ξέρω, ως εκδότης, ποια πιστεύετε πως είναι η σχέση ανάμεσα στη γραφή και τις εικόνες; Όταν είσαι ένας έμπειρος αναγνώστης, τα δύο συνδέονται: καθώς διαβάζεις ένα λογοτεχνικό κείμενο, αυτό σχηματίζει εικόνες στο μυαλό σου. Οι άνθρωποι, τα μέρη και τα αντικείμενα που ο συγγραφέας περιγράφει ζωντανεύουν στη φαντασία σου. Το ίδιο συμβαίνει και με τη φωτογραφία. Όταν συνθέτεις ένα σοβαρό βιβλίο με φωτογραφίες –και δε μιλάω για ανθολογίες με φωτογραφίες από διάφορους καλλιτέχνες– αλλά ένα εννοιολογικό βιβλίο φτιαγμένο πάνω σε ένα θέμα, υπάρχει μια ξεκάθαρη ιστορία πίσω από τις φωτογραφίες η οποία δε χρειάζεται πάντα τις λέξεις. Για την πρώτη έκδοση του βιβλίου του Οι Αμερικάνοι (1958, εκδόθηκε στο Παρίσι από τον Delpire), ο Robert Frank επέμενε πως το βιβλίο θα έπρεπε να εκδοθεί χωρίς καθόλου κείμενα. Πίστευε πως οι φωτογραφίες –83 ασπρόμαυρες εικόνες της μεταπολεμικής Αμερικής της δεκαετίας του ’50– μιλούσαν για τον εαυτό τους. Το ίνδαλμα του Frank, ο φωτογράφος Walker Evans, ήταν ο πρώτος που έγραψε κριτική για το βιβλίο. «Πρέπει να πούμε πως οι εικόνες μιλάνε από μόνες τους, χωρίς λέξεις, οπτικά, αλλιώς αποτυγχάνουν», έγραψε. Πιστεύω πως η λογοτεχνία και η φωτογραφία έχουν μια ισχυρή σύνδεση, αλλά δεν είναι απαραίτητο να υπάρχουν μαζί.  

Αποκτούν αυτές οι ιστορίες μεγαλύτερο βάθος όταν δουλεύετε με έναν φωτογράφο για πολύ καιρό; Ίσως να καλλιεργείται μια οικειότητα ανάμεσα σας, όπου βρίσκετε εμπιστοσύνη και νέους τρόπους επικοινωνίας. Θα μπορούσατε να μιλήσετε για αυτή τη σχέση, η οποία φαντάζομαι είναι ιδιαίτερη, όπως επίσης και αρκετά σπάνια; Υπάρχει μια σχέση, αλλά δε θα την ονόμαζα οικειότητα. Έχω την προσωπική μου ζωή και ο φωτογράφος έχει τη δικιά του προσωπική ζωή – οι δύο δεν συνδέονται. Δεν βγαίνω το βράδυ έξω σε μπαρ με κάποιον καλλιτέχνη και δεν περνάμε  διακοπές μαζί. Για μένα, είναι μια εργασιακή σχέση, και αυτό είναι ανεκτίμητο. Υπάρχει μια βαθιά κατανόηση ως προς το ποιος είναι ο ρόλος του καθενός. Δουλεύω σκληρά για να καταλάβω τον καλλιτεχνικό σκοπό του φωτογράφου. Μερικές φορές κάνω χαζές ερωτήσεις γνωρίζοντας πως θα λάβω πίσω σοβαρές απαντήσεις. Έπειτα, εκπαιδεύω τον καλλιτέχνη στην παραγωγή, όχι μόνο με την ίδια την εκτύπωση, αλλά επίσης και με θεωρητικά ζητήματα. Θέλω να μπορούν να κατάλαβουν τι συμβαίνει όταν, παραδείγματος χάρη, τυπώνεις μαύρα δύο φορές, αυξάνεις το κοντράστ ή επιλέγεις κάποιο συγκεκριμένο είδος χαρτιού. Δουλεύουμε μαζί δίπλα-δίπλα, που λέει ο λόγος: έτσι που ο καλλιτέχνης αφενός θα πρέπει να καταλάβει την υλική πραγματικότητα της κατασκευής του βιβλίου και έτσι που εγώ θα πρέπει να σεβαστώ και να καταλάβω τις καλλιτεχνικές του αξίες. Η ισορροπία αυτή είναι που κάνει, στο τέλος,  ένα καλό βιβλίο.  

Αυτό με οδηγεί στα βιβλία που έχετε φτιάξει με την Danayita Singh. Θυμάμαι την πρώτη φορά που έπεσα πάνω τους και πώς σήμαναν τόσα πολλά για μένα. Δεν είχα δει τίποτα που να μοιάζει με αυτά: ειδικά η μορφή τους, και ο τρόπος με τον οποίο η φωτογραφία και το βιβλίο βρίσκονται σε τέτοιο βαθυστόχαστο, σχεδόν τέλειο, εσωτερικό διάλογο. Ναι, καταλαβαίνω τι εννοείτε με αυτό. Η Danayita Singh και εγώ ξεκινήσαμε να φτιάχνουμε φωτογραφικά βιβλία μαζί σχεδόν 25 χρόνια πριν, και η σχέση μας εξηγεί ακριβώς αυτό που είπα νωρίτερα. Έχουμε χτίσει μια εργασιακή φιλία. Εκείνη κατανοεί το κομμάτι της εκτύπωσης και εγώ κατανοώ την καλλιτεχνική της πρακτική. Είναι μια χρονογράφος των πραγμάτων που πρόκειται να εξαφανιστούν από τον κόσμο μας, και των πραγμάτων που δεν είναι πια στο επίκεντρο της προσοχής μέσα στις ζωές μας. Τα βιβλία της υλοποιήθηκαν με την τεχνολογία της λιθογραφίας-offset, και αυτός είναι ο λόγος που αποκαλεί τον εαυτό της «offset artist». Υπάρχει μια ιδιαίτερη ομορφιά στην αναλογική εκτύπωση, και αυτή την έχει κατακτήσει πλήρως. Αντιλαμβάνεται τέλεια την αποστολή μου, και το βλέμμα της και η αποστολή μου βρίσκονται σε τέλεια επικοινωνία.  

Ανακοινώσατε απόψε πως σύντομα θα οργανώσετε ένα σεμινάριο φωτογραφίας στην Pathsala στη Dhaka. Αυτά είναι υπέροχα νέα, και είδα πολλά ενθουσιασμένα πρόσωπα στο κοινό. Αυτό μου φαίνεται σαν κομμάτι μιας εξαιρετικά αναγκαίας στροφής προς μη-ευρωπαϊκά ή αμερικανικά κέντρα της φωτογραφίας, και η Dhaka είναι ένα τέτοιο κέντρο. Στην αρχή, όταν η φωτογραφία ήταν ακόμη μια νέα τεχνολογία, η προσοχή στρεφόταν σε καλλιτέχνες που είχαν επαρκείς τεχνικές γνώσεις. Το να βγάζεις δαγεροτυπίες ήταν πολύ περίπλοκο και μόνο λίγοι είχαν τα λεφτά να προμηθευτούν τον εξοπλισμό και να επιβιώσουν ως επιχειρήσεις. Κάποιοι πήγαν την τεχνολογία παραπέρα – παραδείγματος χάρη, η Βρετανίδα καλλιτέχνις Anna Atkins ξεκίνησε να φτιάχνει αριστουργήματα με κυανοτυπίες, και ήταν η πρώτη που ξεκίνησε να φτιάχνει βιβλία με φωτογραφίες.   Αλλά με τη βιομηχανοποίηση της φωτογραφίας –ξεκινώντας με το φιλμ 35mm, την κάμερα Leica, τους καλούς φακούς και την ψηφιακή φωτογραφία– το φωτογραφικό γίγνεσθαι έγινε οικουμενικό. Η φωτογραφία έγινε προσβάσιμη σε δημιουργικούς ανθρώπους που πριν δεν είχαν τα χρήματα για να ξεκινήσουν επιχειρήσεις με δαγεροτυπίες. Σήμερα δεν υπάρχουν περιορισμοί και είναι αρκετά εύκολο να χειριστείς το τεχνικό σκέλος. Δεν έχει σημασία αν ο φωτογράφος είναι Αμερικάνος, Ρώσος, Γάλλος, Μπαγκλαντεσιανός ή Κινέζος – ο καθένας έχει την τεχνογνωσία. Αλλά τώρα  ένα άλλο στοιχείο μπαίνει στο παιχνίδι, που είναι η πολιτισμική προέλευση  και η ιστορία της κουλτούρας της κάθε συγκεκριμένης χώρας και έθνους, και θα πρέπει να πω πως υπάρχουν πολλά ακόμα να ανακαλυφθούν στην Ασία. Πρέπει να το φέρουμε στο προσκήνιο αυτό το γεγονός και να φτιάξουμε βιβλία φωτογραφίας και να τα προωθήσουμε σε όλο τον κόσμο. Στα χρόνια που έρχονται αυτό θα είναι το πιο συναρπαστικό από όλα – να αναπτύξουμε περαιτέρω αυτές τις συναντήσεις και τις συζητήσεις.  

Αυτή είναι μια ενδιαφέρουσα λέξη: «συναντήσεις». Ελπίζετε πως το σεμινάριο σας στη Pathshala, και ίσως σε άλλα ιδρύματα στην Νότια Ασία, θα είναι ένα σημαντικό μέσο για να αναπτυχθούν πιο πολύπλοκες και εκλεπτυσμένες σχέσεις; Ναι, βέβαια. Θέλω να δω περισσότερα, και ακόμη πιο σημαντικό, θέλω να μάθω περισσότερα. Θέλω να έρθω σε επαφή με τη λαμπρή νέα γενιά φωτογράφων που έρχονται από χώρες που ακόμη δεν είναι μεγάλοι παίχτες στον κόσμο των μουσείων, των γκαλερί και της φωτογραφίας.  

Τις τελευταίες μέρες στη Dhaka –και δε ζω εδώ επομένως αισθάνομαι λες και ανακάλυψα κάτι καινούριο– η πιο έντονη συζήτηση έχει να κάνει με τα ολοένα πιο πυκνά κρούσματα  λογοκρισίας  και τον σχεδόν διαρκή φόβο φυλάκισης που αντιμετωπίζουν πολλοί φωτογράφοι, δημοσιογράφοι, ακόμη και απλοί πολίτες. Αυτό είναι αλήθεια όχι μόνο στη Dhaka ή στο Μπαγκλαντές, αλλά γενικά σε όλη την Νότια Ασία. Αναρωτιέμαι αν έχετε κάποιες σκέψεις σε σχέση με το πώς να αντισταθεί κανείς σε αυτό το κλίμα διώξεων. Αυτό είναι τώρα ένα ζήτημα που αφορά όλον τον κόσμο, όπου τέτοιου τύπου οπισθοδρομήσεις προέρχονται κυρίως από συντηρητικούς ανθρώπους που πιστεύουν πως πρόκειται για κάποιου είδους μάχη ώστε να μην ξεχαστούν οι παραδόσεις μιας κάποιας χώρας ή έθνους. Αλλά η ανοιχτή κοινωνία  ποτέ δεν είχε να κάνει με την καταστροφή της παράδοσης. Έτσι πρέπει να επικεντρώσουμε την ενέργειά μας στο να φέρουμε καινούργια πράγματα σε αυτή, και στο να αναπτύξουμε νέους τρόπους να ζούμε μαζί σε αυτόν τον παγκοσμιοποιημένο πια κόσμο. Σημαίνει επίσης πως πρέπει να αναπτύσσουμε ιδέες πολιτισμού με έναν διαφορετικό τρόπο. Αυτό απαιτεί χρόνο και καλή παιδεία, έτσι που οι άνθρωποι να μπορούν ατομικά να κρίνουν τον τρόπο με τον οποίο θέλουν να προχωρήσουν μπροστά, και αντιστοίχως να εξοπλίζουν τους εαυτούς τους με τα εργαλεία για να το κάνουν.  

Σε ένα κάπως διαφορετικό θέμα, τι διαβάζετε τώρα; Μια κλεφτή ματιά στα τωρινά σας ενδιαφέροντα, αν θα θέλατε. Καθώς μεγαλώνω, επιστρέφω σε βιβλία που έχω διαβάσει στο παρελθόν, για να δοκιμάσω τις υπάρχουσες γνώσεις μου. Αυτή την εποχή ξαναδιαβάζω τον Δάσκαλο και τη Μαργαρίτα του Μπουλγκάκοφ, που είχα πρωτοδιαβάσει στη δεκαετία του ’70. Ένας νεαρός μεταφραστής από τη Ρωσία έχει μεταφράσει το βιβλίο ξανά στα γερμανικά. Στη Γερμανία του ’70, όταν πρωτοτυπώθηκε το βιβλίο, ήταν λογοκριμένο από κομμουνιστικούς λογοτεχνικούς οργανισμούς της Ρωσίας. Δεν ήταν πια αυτό που είχε γράψει ο Μπουλγκάκοφ. Αυτό το ξέρω πια με βεβαιότητα, αφού έχω συγκρίνει την έκδοση του ’70 με την σημερινή έκδοση. Αυτό εξηγεί το πώς οι λογοκριτές –και οι ανίδεοι Ρώσοι πολιτικοί σε αυτή την περίπτωση– μπορούν με τις πράξεις τους να βλάψουν τον πολιτισμό.  

Οι νέες μεταφράσεις είναι συναρπαστικές. Το 2010, διάβασα μια νέα μετάφραση της Μαντάμ Μποβαρί από την Lydia Davis, μία από τις λίγες γυναίκες που έχουν αναμετρηθεί με αυτό το βιβλίο. Δεν ήταν θέμα απλά μια φρέσκιας φεμινιστικής ανάγνωσης, αλλά επίσης θέμα γλώσσας: πολλοί είπαν πως η Davis έφτασε στον ρυθμό και την πρόζα του Φλωμπέρ πιο κοντά από ότι το είχε πετύχει ποτέ κανένας. Ναι, αυτό είναι ένα καλό παράδειγμα. Η ίδια ακριβώς μετάφραση μόλις μεταφράστηκε και στα γερμανικά, και έχουμε αυτή ακριβώς τη συζήτηση στην Γερμανία αυτή την περίοδο: πώς αυτή η μετάφραση από μια γυναίκα κάνει τη διαφορά στο να κατανοήσουμε την Μαντάμ Μποβαρί, και την εσωτερική της ζωή. Αυτός είναι ο λόγος που πιστεύω πως είναι πολύ σημαντικό να αμφισβητούμε κάθε στιγμή όλα όσα  ξέρουμε ήδη ή ίσως έχουμε ήδη διαβάσει. 

Πηγή του κειμένου.
Μετάφραση: Κυριάκος Μπούας-Θέμελης
POPAGANDA

Share
Published by
POPAGANDA