Ο Χριστόφορος Κάσδαγλης παραμένει αισιόδοξος και συνεχίζει να γράφει, να γράφει, να γράφει…

«Πρόκειται για ένα από τα χαρακτηριστικά του φοιτητικού κινήματος. Του λείπει η τεχνογνωσία, αφού οι κύκλοι της κινηματικής δράσης είναι βραχείς. Λειτουργούν αενάως σε τετραετή πενταετή συχνότητα, οπότε το κίνημα αναγεννιέται από την αρχή. Έτσι εξηγείται και το γεγονός ότι οι επιτυχημένες φοιτητικές εξεγέρσεις ξεσπάνε σε όλο τον κόσμο απότομα και διαρκούν λίγο. Αυτή είναι η μεγάλη τους δύναμη αλλά και το αδύναμό τους σημείο. Ακολουθούν περίοδοι ύφεσης. Δεν υφίσταται γραφειοκρατική δομή και συνέχεια, γεγονός που τους προσδίδει ορμή, φρεσκάδα και πρωτοτυπία, όχι όμως διάρκεια και κεφαλαιοποίηση της εμπειρίας. Γι’ αυτό ίσως τα πιο μεγαλειώδη επιτεύγματα του φοιτητικού κινήματος, μια φορά στα είκοσι χρόνια, αν και δεν υπάρχει καμβάς ούτε περιοδικότητα, συμβαίνουν ερήμην των κομματικών μηχανισμών, όταν αυτοί βρεθούν σε υποχώρηση ή στην παρανομία.»

Έχουν περάσει πάνω από τέσσερις δεκαετίες από αυτή την ανεπανάληπτη, για την ελληνική πραγματικότητα, «μια φορά» όταν ο, πρωταγωνιστής του «1983», Βλαδίμηρος Δημητριάδης ανατρέχει σε ένα κομβικής, για τον ίδιο, σημασίας γεγονός της νιότης του, μια φοιτητική κατάληψη στην οποία πρωτοστάτησε κι ας συνειδητοποίησε νωρίς ότι ήταν εξαρχής καταδικασμένη να λήξει άδοξα και, κυρίως, να μην αφήσει το παραμικρό ιστορικό αποτύπωμα πίσω της – και όχι μόνο γιατί όταν πραγματοποιήθηκε είχαν περάσει μόλις δέκα χρόνια από την αιματηρή εξέγερση του Πολυτεχνείου.

Μεταξύ μας, εγγυήσεις δεν υπάρχουν ποτέ εκ των προτέρων, ο καθένας όμως οφείλει να προσπαθεί, και είναι κάπως σαν η επίγνωση της πολυτιμότητας αυτής της νεανικής, αγωνιστικής αβεβαιότητας (αν όχι ματαιότητας με τα όλα της) να αποκτά τον χαρακτήρα της βασικής παρακαταθήκης του νέου μυθιστορήματος του Χριστόφορου Κάσδαγλη, χωρίς όμως -και αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό- ούτε καν ψήγματα ωραιοποίησης περασμένων νεανικών μεγαλείων, ή, από την άλλη, μιας ρεβιζιονιστικής αποκαθήλωσής τους στο βωμό του διδακτισμού που γεννά σε πολλούς η προσγείωση, γενικά και ειδικά, της μέσης ηλικίας.

Ένας ψιλομίζερος, άλλωστε, αντιήρωας, είναι ο Βλαδίμηρος Δημητριάδης, αν και γλαφυρός storyteller και κατά δική του ομολογία «δημοσιογράφος, ακτιβιστής, τζογαδόρος και παλαιοκομμουνιστής», που όμως παρά τον πηγαίο κυνισμό του που στο «1983» παραμένει στα ύψη, όπως και στο «Σπλιτ!» (2009, Καστανιώτης) όπου έκανε την πρώτη του εμφάνιση, καταφέρνει και γίνεται συμπαθής, ως φορέας μερικών πολύ σημαντικών, όπως φαίνεται από τη συνέντευξη που ακολουθεί, χαρακτηριστικών του δημιουργού του.

Του ρομαντισμού. «Κάποιος ανέραστος μπορεί να δει μια κατάληψη μονάχα με όρους αριστείας, παραβίασης του νόμου και της τάξης, της περίφημης καθημερινότητας. Αν δεν ξαναγίνεις έφηβος, να νιώσεις την αδρεναλίνη και τις ορμόνες να χορεύουν μέσα σου, μάλλον είναι αδύνατον να αντιληφθείς την ελευθεριακή διάσταση της κάθε κατάληψης. Ούτε να διανοηθείς ότι από πολλές απόψεις πρόκειται για ένα πολύτιμο είδος κοινωνικής εκπαίδευσης.»
Του χιούμορ. «Είναι αλήθεια ότι καταλληλότερη συγκυρία δύσκολα θα υπήρχε για την κυκλοφορία του βιβλίου. Τόσο που πολλοί με ρωτάνε αν έβαλα… μέσον στον Χρυσοχοΐδη ή στην Κεραμέως.
Και της αισιοδοξίας, ως καύσιμο δημιουργικής αντίστασης και ηθικής επιβίωσης. Σε πείσμα των καιρών.

Στο «1983» τον Α΄ ανδρικό ρόλο έχει ο Βλαδίμηρος Δημητριάδης που πρωταγωνιστούσε και στο «Σπλιτ!», ένα βιβλίο που κυκλοφόρησε πριν από 10 χρόνια. Άρα με το νέο σου βιβλίο κάνεις ένα διττό ταξίδι στο χρόνο, αφενός επιστρέφεις σε έναν παλιότερο σου ήρωα, αφετέρου μεταφέρεσαι και στη χρονολογία του τίτλου. Πώς προέκυψε η όλη ιδέα;
Πολύ σωστά, ένα πολλαπλό, θα πλειοδοτούσα, ταξίδι στο χρόνο. Φυσικά δεν ξέρω ακριβώς πώς προέκυψε αυτό, ποτέ δεν ξέρεις… Η αλήθεια είναι ότι αρχικά σκεφτόμουνα ένα βιβλίο με τον ίδιο ήρωα, τοποθετημένο στο μέλλον. Κάτι σαν μυθιστόρημα όχι επιστημονικής, αλλά κοινωνικής φαντασίας. Φαντάσου πως εκείνη την εποχή, γύρω στο 2011, το βιβλίο το τοποθετούσα στη φαντασία μου κάπου στο μακρινό -τότε- 2017. Τελικά όμως προέκυψε η ιδέα των 20 χρόνων του ήρωα, της βίαιης ενηλικίωσης και της κατάληψης, οπότε η ιδέα με κατέκλυσε πλήρως. Με κέρδισε και με αιχμαλώτισε. 

Ο χρόνος είναι το 1983. Ο τόπος είναι μία φοιτητική κατάληψη. Για την οποία ο πρωταγωνιστής του βιβλίου λέει το εξής: «Aποτελεί κορυφαία μορφή πάλης του φοιτητικού κινήματος. Αλλά είναι επίσης συντροφικότητα και μυσταγωγία – μια ηφαιστειογενής πρόσχωση στην πεζή φοιτητική καθημερινότητα». Να υποθέσω ότι είναι κάτι που επιμένεις να πιστεύεις κι εσύ, ακόμη και τόσα χρόνια μετά το τέλος των σπουδών σου;
Στο βιβλίο, όπως θα είδες, υπάρχουν ποικίλες απαντήσεις πάνω στο θέμα, όχι απαραιτήτως αντιφατικές μεταξύ τους. Εδώ θα περιοριστώ να πω κάτι λίγα. Κάποιος ανέραστος μπορεί να δει μια κατάληψη μονάχα με όρους αριστείας, παραβίασης του νόμου και της τάξης, της περίφημης καθημερινότητας. Αν δεν ξαναγίνεις έφηβος, να νιώσεις την αδρεναλίνη και τις ορμόνες να χορεύουν μέσα σου, μάλλον είναι αδύνατον να αντιληφθείς την ελευθεριακή διάσταση της κάθε κατάληψης. Ούτε να διανοηθείς ότι από πολλές απόψεις πρόκειται για ένα πολύτιμο είδος κοινωνικής εκπαίδευσης. Αλλά είπαμε, αυτά είναι ψιλά γράμματα για κάποιους.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Ναι μεν αλλά για να μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλο μας, η κατάληψη είναι κι ένας πρωτοκλασάτος τρόπος για λούφα ολκής. Κι άσ’ τον έρμο τον πατέρα να πληρώνει. Οπότε, πώς να τον κατηγορήσει κανείς αν γυρίσει και πει «ποια κοινωνική εκπαίδευση ρε μεγάλε, αφού στο τέλος της ημέρας μάλλον τίποτα δε θα καταφέρει η κατάληψη, άσε που στο τέλος της φοιτητικής ζωής, μια χαρά στην αλυσίδα παραγωγής θα μπεις κι εσύ». Τι ουσιαστικό μένει δηλαδή τελικά; 
Ως πατέρας νιώθω τον πειρασμό να συμφωνήσω εν μέρει μαζί σου (ως παππούς, όσο κι αν φαίνεται περίεργο, λίγο λιγότερο, ίσως γιατί… δεν πληρώνω). Ως έφηβος, απλώς θα αδιαφορούσα απέναντι σε μια τέτοια προσέγγιση. Τελικά, πάντως, δεν μένουν και λίγα: Η αίσθηση της περιπέτειας, η συλλογικότητα, το μοίρασμα των δουλειών, οι προσδοκίες, η εμπειρία της άσκησης άμεσης πολιτικής δράσης, για να μην πω και εξουσίας – σε μικρογραφία έστω. Για να μιλήσω πιο συγκεκριμένα, ακολουθώντας τον καμβά της ερώτησης, το να μην ικανοποιηθούν τα αιτήματα της κινητοποίησης, που είναι -εκ πείρας- και το πιο πιθανό, ισοδυναμεί ασφαλώς με ήττα. Αλλά τι μπορεί να είναι πιο διδακτικό για έναν εικοσάρη, από το να υποστεί την εμπειρία μιας συλλογικής ήττας και να αναγκαστεί να την επεξεργαστεί και να προχωρήσει; Άσκηση προσγείωσης είναι αυτή – δεν μπορώ να φανταστώ πιο χρήσιμο μάθημα, χώρια οι αναμνήσεις…

Ο πρωταγωνιστής το λέει ξεκάθαρα: «Η αλήθεια είναι ότι ποτέ μου δεν τη χώνεψα τη σχολή, από την πρώτη στιγμή που πάτησα εκεί το πόδι μου. Καμία σχέση με τις εφηβικές φαντασιώσεις που εκπορεύονταν από τα γεγονότα του Πολυτεχνείου και της Νομικής – μόλις δέκα χρόνια νωρίτερα». Δε σου κρύβω ότι διαβάζοντας το συγκεκριμένο απόσπασμα το μυαλό μου πήγε στο κλασικό στιχάκι του Πανούση: «Είμαστε η αδικημένη γενιά του εξήντα, δίχως κατοχή και πείνα, χωρίς ρετσίνα». Είναι τελικά κάτι σαν μοίρα κάθε επόμενης γενιάς να «ζηλεύει» τα χωροχρονικά «παράσημα» της προηγούμενης και να ψάχνει, μάταια ή μη -ανάλογα δηλαδή με το πώς αντιλαμβάνεται κανείς τη ματαιότητα- το δικό της επαναστατικό Ελ Ντοράντο; 
Δεν ξέρω, Θεοδόση. Είμαι διστακτικός απέναντι σ’ αυτές τις γενικεύσεις. Φυσικά, υπάρχει και η ανάλογη ατάκα του Πορτοκάλογλου: «της αντιπολίτευσης χαμένη γενιά». Αυτό που μπορώ να πω είναι πως η δική μου γενιά που μπήκε στα πανεπιστήμια αμέσως μετά τη μεταπολίτευση, είχε να διαχειριστεί το δέος της απέναντι στις αμέσως προηγούμενες, που είχαν άλλωστε και το πάνω χέρι στα πανεπιστήμια, στις νεολαιίστικες οργανώσεις, παντού. Ελπίζω τουλάχιστον εμείς να αφήσαμε λίγο πιο ελεύθερο χώρο στους επόμενους, ας πούμε στη γενιά του Βλαδίμηρου Δημητριάδη, που ακολούθησαν μερικά χρόνια αργότερα. Αλλά ακόμα κι αν αυτό δεν συνέβη, παρηγοριέμαι με την ιδέα ότι γράφοντας το «1983», έπειτα από τριάντα πέντε χρόνια, ίσως τουλάχιστον να εξιλεώθηκα κάπως απέναντί τους.

«Η συντηρητική παράταξη, με την αυταρχική αντίληψη που τη χαρακτηρίζει για τα πανεπιστήμια, δεν θα μπορούσε ποτέ να δώσει στέρεες λύσεις σε θέματα όπως το καθεστώς του Ασύλου, που πρέπει να μεταρρυθμιστεί, ώστε να μην αφήνει χώρο για τη συστηματική άσκηση παραβατικών συμπεριφορών ή για την κατίσχυση μειοψηφιών πάνω στις πλειοψηφίες»

Η εικόνα με τα τραπεζάκια των φοιτητικών παρατάξεων που περιγράφεις τόσο γλαφυρά, είναι ίδια κι απαράλλακτη με αυτή που συνάντησα εγώ μπαίνοντας στο πανεπιστήμιο 15 χρόνια μετά από το 1983 και υποθέτω ότι ίδια θα είναι και με αυτή που συναντά σήμερα ένας πρωτοετήςς φοιτητής. Τελικά αφήνουν θετικό ή αρνητικό αποτύπωμα οι περιβόητες παρατάξεις στα πανεπιστήμια; 
Ξύνεις πληγές. Όχι, δεν νομίζω ότι το μοντέλο της παραταξιακής οργάνωσης του φοιτητικού -θα έλεγα και γενικότερα του συνδικαλιστικού- κινήματος έχει λειτουργήσει θετικά. Οι παρατάξεις αντικειμενικά διαιρούν τον κόσμο, ενώ ο συνδικαλισμός θα ‘πρεπε να τον ενώνει – εκτός αν μιλάμε για συνδικάτα με την αμερικάνικη έννοια του όρου. Έχω προλάβει τον απόηχο της οργάνωσης του φοιτητικού κινήματος κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, όπου τα πράγματα ήταν πολύ πιο ενωτικά, υπήρχε αλληλεγγύη. Βέβαια, η λέξη κλειδί εδώ είναι η κρίση του κινήματος, μια κατρακύλα που κάθε χρόνο γινόταν και χειρότερη και που αλληλοτροφοδοτούνταν συνεχώς από την παραταξιακή, ου μην αλλά και την κομματική, λογική. Νομίζω ότι το φοιτητικό κίνημα είναι καταδικασμένο να μεγαλουργεί όταν οι κομματικοί μηχανισμοί βρίσκονται για διάφορους λόγους σε υποχώρηση.

Ομολογώ επίσης ότι σε μεγάλο βαθμό ταυτίστηκα με «την αρνητική διάθεση που με διακατείχε απέναντι στη σχολή», όπως γράφεις, «τη δυσανεξία που ένιωσα από την πρώτη μέρα που πάτησα το πόδι μου εκεί μέσα, η οποία επιβεβαιωνόταν κάθε φορά που διαπίστωνα τη διάσταση ανάμεσα στην κυψέλη έρευνας και διαλόγου που φανταζόμουν και σ’ αυτό το γραφειοκρατικό και ιεραρχικό σκέλεθρο που εμφανιζόταν μπροστά στα μάτια μου». Και καλά εσύ (ή εγώ), πες ότι είχες κλίση στο γράψιμο και τελικά, αν και σπούδασες κάτι άλλο, κατάφερες να γίνεις δημοσιογράφος και συγγραφέας. Νομίζω ότι αυτή τη «δυσανεξία» βιώνουν ακόμη και όσοι έχουν περάσει σε μία σχολή που πραγματικά τους ενδιαφέρει, με σκοπό να ακολουθήσουν συγκεκριμένο επαγγελματικό δρόμο. Η κατάσταση στα ελληνικά πανεπιστήμια είναι ποικιλοτρόπως ζοφερή, και όσο κι αν είναι κανείς στο πλευρό των φοιτητών, δεν γίνεται να μην παραδεχτούμε ότι έχουν κι εκείνοι μεγάλο κομμάτι της ευθύνης. Ή τα λέω αυτά γιατί μπαίνω στη μέση ηλικία;
Τα λες αυτά γιατί μπαίνεις στη μέση ηλικία. Χωρίς αυτό να σημαίνει πως έχεις άδικο. Αλλά δεν νομίζω πως φταίνε κυρίως οι φοιτητές, οι οποίοι άλλωστε είναι περαστικοί από το πανεπιστήμιο. Για σκέψου, τόσα νομοσχέδια, τόσοι νόμοι-πλαίσια, τόσα συμβούλια καθηγητών, σύγκλητοι, πρυτανείες, αξιολογήσεις, αλλά το κενό παραμένει και χάσκει. Κάποιος θα πει ότι έχουμε τα πανεπιστήμια που μας αξίζουν. Εγώ θα πω ότι έχουμε τα πανεπιστήμια που αντιστοιχούν στη συλλογική ολιγωρία, στην έλλειψη φαντασίας και τόλμης, καμιά φορά και στην έλλειψη κοινής λογικής – αν και φυσικά αυτή δεν είναι -και δεν θα είναι ποτέ- αρκετή για κάτι τόσο μεγάλο όσο μια δυνητική εκπαιδευτική μεταρρύθμιση. 

Η κυκλοφορία του βιβλίου συνέπεσε με τα πρόσφατα γεγονότα στην ΑΣΟΕΕ και κατόπιν στα γειτονικά Εξάρχεια. Δεν γίνεται λοιπόν να μη σου ζητήσω να σχολιάσεις τα της κατάργησης του ασύλου.
Είναι αλήθεια ότι καταλληλότερη συγκυρία δύσκολα θα υπήρχε για την κυκλοφορία του βιβλίου. Τόσο που πολλοί με ρωτάνε αν έβαλα… μέσον στον Χρυσοχοΐδη ή στην Κεραμέως. Πέρα από την πλάκα, η δική μου διαπίστωση είναι ότι η αποτυχία του ΣΥΡΙΖΑ να αλλάξει βασικά πράγματα μέσα στα πανεπιστήμια, ή καλύτερα το γεγονός ότι επέλεξε να αφήσει τα πράγματα ως είχαν, να μη θίξει τα κακώς κείμενα, ισοδυναμεί με απώλεια μιας ιστορικής ευκαιρίας. Η συντηρητική παράταξη, με την αυταρχική αντίληψη που τη χαρακτηρίζει για τα πανεπιστήμια, δεν θα μπορούσε ποτέ να δώσει στέρεες λύσεις σε θέματα όπως το καθεστώς του Ασύλου, που παρ’ όλα αυτά κι εγώ πιστεύω ότι πρέπει κάποια στιγμή να μεταρρυθμιστεί, ώστε να μην αφήνει χώρο για τη συστηματική άσκηση παραβατικών συμπεριφορών ή για την κατίσχυση μειοψηφιών πάνω στις πλειοψηφίες, φαινόμενο σύμφυτο με την κρίση του φοιτητικού κινήματος που περιέγραψα νωρίτερα. Η κλιμάκωση των αυταρχικών και αστυνομικών λογικών δεν θα οδηγήσει πουθενά, όπως δεν οδήγησε πουθενά τις προηγούμενες δεκαετίες, αυτό είναι φως φανάρι.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Ο ήρωας του βιβλίου σου αντιμετωπίζει το φοιτητικό, κινηματικό παρελθόν του με συγκατάβαση και κριτική διάθεση αλλά δεν το υποτιμά. «Το μπλέξιμό μου με την πολιτική δεν θα ’πρεπε να θεωρηθεί καταστροφικό», λέει κάποια στιγμή. Εσύ τι αποκόμισες από το δικό σου «μπλέξιμο» με την πολιτική, από τον Ρήγα των 70s στην υποψηφιότητά σου με τον ΣΥΡΙΖΑ στα Δωδεκάνησα το 2015;
Εμπειρίες, πολλές εμπειρίες. Και την αίσθηση πληρότητας που σου προσφέρει η πεποίθηση ότι σε κάποιες κρίσιμες στιγμές ήσουν παρών. Αλλά δεν θα ‘θελα να επεκταθώ εδώ στα δικά μου βιώματα, σ’ αυτή τη φάση το θέμα μου είναι τα βιώματα του Βλαδίμηρου Δημητριάδη. Και μια προσέγγιση της πολιτικής όπως αυτή του βιβλίου, πιο λογοτεχνική και υπαινικτική, με χιούμορ και ειρωνεία και με υπόγεια, σχεδόν «ύπουλη», κριτική ματιά. Ίσως και με μια κάποια νεανική αλητεία. 

Στο βιβλίο ο Βλαδίμηρος Δημητριάδης βρίσκει τον (επαγγελματικό) προορισμό του στη δημοσιογραφία με έναν εύλογο ενθουσιασμό, που εν προκειμένω φαντάζομαι είναι εμπνευσμένος από τα δικά σου βιώματα. Εξίσου εμπνευσμένη από αυτά είναι και η μεταγενέστερη απογοήτευσή του από το «λειτούργημα»; Με το χέρι στην καρδιά τι θα έλεγες σήμερα σε ένα παιδί 17 ετών που έχει την κάψα να γίνει δημοσιογράφος; 
Δεν είμαι σίγουρος ότι ο Δημητριάδης μπήκε στη δημοσιογραφία με ενθουσιασμό. Όπως προκύπτει από την αφήγησή του μπήκε μάλλον από ανάγκη και από έλλειψη ικανοποιητικών εναλλακτικών λύσεων, αν και προσωπικά δεν βρίσκω τίποτα επιλήψιμο σ’ αυτό. Άλλωστε η δική μου εμπειρία ήταν εντελώς διαφορετική. Μπήκα στο επάγγελμα στα τριάντα μου, έχοντας πίσω μου μια θητεία έντεκα χρόνων σε πιο συμβατική δουλειά, συγκεκριμένα σε τράπεζα, και με ένα βιβλίο στα χέρια που λειτούργησε ως εφαλτήριο. Ούτε και το μέγεθος της απογοήτευσής του συμμερίζομαι, υπό την έννοια ότι εκείνος, στο «Σπλιτ», έμοιαζε να έχει χάσει την πίστη του στο δημοσιογραφικό λειτούργημα, ενώ εγώ δεν το έχασα ποτέ.

Η ανεξάρτητη ερευνητική δημοσιογραφία είναι σήμερα πιο επίκαιρη παρά ποτέ. Εντελώς άλλο ζήτημα είναι η επαγγελματική αποκατάσταση ενός νέου. Το πρώτο πρόβλημα είναι αν υπάρχουν δουλειές. Δεν υπάρχουν. Το δεύτερο είναι τι σόι δουλειές είναι οι λίγες που προσφέρονται σήμερα σε έναν νέο, και τι σόι γαλέρες είναι κατά κανόνα τα περίφημα news room. Η φιλοδοξία να γίνει κανείς σήμερα δημοσιογράφος -όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά παντού στον κόσμο- παραμένει αξιέπαινη, θα έλεγα περισσότερο παρά ποτέ, αλλά ο δρόμος περιλαμβάνει πλέον πολλές στερήσεις και πολύ μεγαλύτερο κόπο και προσωπικό ρίσκο. Διατηρώ βέβαια την ελπίδα ότι κάποια πράγματα μπορεί ν’ αλλάξουν – και κυρίως εργάζομαι προς αυτή την κατεύθυνση. Αλλά πρόκειται για μια άλλη συζήτηση…

Πριν από λίγους μήνες ανακοίνωσες στο Facebook την απόφασή σου να απέχεις από τα social media μέχρι την ολοκλήρωση του βιβλίου. Αυτό είχε να κάνει με ένα ζήτημα καθαρά πρακτικό, να μην ξοδεύεις άσκοπα χρόνο σκρολάροντας, ή ήθελες και να αποφύγεις όσο το δυνατόν περισσότερο να επηρεάσει με κάποιο τρόπο το γράψιμο σου η τρέχουσα περιρρεύουσα κοινωνικοπολιτική ατμόσφαιρα;
Απομακρύνθηκα πριν από ένα χρόνο αλλά το ανακοίνωσα πολύ αργότερα, όταν κάμποσοι φίλοι άρχισαν να απορούν για την εξαφάνισή μου, ίσως και να ανησυχούν. Οι λόγοι της αποχής ήταν κυρίως πρακτικοί. Έπρεπε να κόψω γέφυρες, να απωθήσω κάθε είδους αντιπερισπασμό για να μπορέσω να καταβυθιστώ στην αφήγηση και να ολοκληρώσω ένα βαρύ έργο όπως ήταν το συγκεκριμένο βιβλίο. Ήταν πάντως κι ένα ενδιαφέρον πείραμα – η ζωή χωρίς το facebook. Γόνιμη εμπειρία, μια κάποια απόσταση από την καθημερινότητα, τη συστηματική έκθεση και την τριβή.

Και μετά από αυτή την αποχή, επανήλθες (και) στη σοσιαλμιντιακή πραγματικότητα με ένα πολυσέλιδο, σκληρόδετο βιβλίο που περιέχει και την πιο…πολυζητημένη λέξη των ημερών: «Κανονικότητα. Λέξη πολύ μεταγενέστερη, που εκείνη την εποχή δεν υπήρχε περίπτωση να ευδοκιμήσει. Ποιος ενδιαφερόταν για την κανονικότητα; Κι από πού κι ως πού η κανονικότητα θα αποτελούσε ιδανικό;» Χτύπησες διάνα.
Σ’ ευχαριστώ. 

Πίσω στο 2013 μου έλεγες ότι είσαι αισιόδοξος, γιατί «πέρα από την αυτογελοιοποίηση του συστήματος, το ίδιο συμβαίνει και με τα κραταιά ΜΜΕ. Δεν υπάρχουν πλέον μεγάλα περιθώρια εκμαυλισμού συνειδήσεων. Κυρίως, όμως, με κάνει αισιόδοξο ένα κατ’ εξοχήν απαισιόδοξο πράγμα: το ότι δεν πάει άλλο. Αλλά δεν είναι απεριόριστη η αισιοδοξία. Τα ρίσκα που έχουμε μπροστά μας θα είναι πάρα πολλά. Ως Αριστερά, αλλά και ως κοινωνία, μας λείπουν πολλά κομμάτια του παζλ για να μπορέσουμε  να συγκροτήσουμε έναν εναλλακτικό δρόμο. Δεν θεωρώ καθόλου δεδομένο ότι διαθέτουμε τα συστατικά για να τα καταφέρουμε». Το ότι ο φόβος σου ή έστω ο σκεπτικισμός σου επαληθεύτηκε, εντείνει ένα κάποιο αίσθημα απογοήτευσης; Ή το αντίθετο, μιας και εξαρχής κρατούσες μικρό καλάθι;
Τι λες τώρα, σου είχα πει εγώ τέτοια πράγματα; Ούτε που το θυμόμουν… Τι να πω, πρόκειται για πικρή επιβεβαίωση, για την οποία δεν έχω το περιθώριο να νιώσω την παραμικρή υπερηφάνεια. Η απογοήτευση είναι τεράστια, ασχέτως του μεγέθους του καλαθιού που κρατούσε ο καθένας. Το ό,τι παραμένουμε αισιόδοξοι και συνεχίζουμε να γράφουμε, να γράφουμε, να γράφουμε, να αντιστεκόμαστε με όποιον τρόπο, δηλαδή να επιβιώνουμε ηθικά με νύχια και με δόντια, παραμένει μυστήριο – αλλά και νέο καύσιμο αισιοδοξίας.

To «1983» του Χριστόφορου Κάσδαγλη κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη.
Θεοδόσης Μίχος

Ο Θεοδόσης Μίχος γεννήθηκε στον Βόλο το 1979. Ζει στο κέντρο της Αθήνας από το 1998. Εργάζεται ως δημοσιογράφος (είναι συνιδρυτής της Popaganda) και ραδιοφωνικός παραγωγός (καθημερινά 8-10πμ στον Best 92.6). Είναι συγγραφέας των βιβλίων Κράτα το σόου (2016) και Η Αλκμήνη και οι άλλοι (2020).