Categories: ΣΙΝΕΜΑFeatured

#Berlinale14: Μουρίκης for the win

Όταν βρίσκεις εαυτόν στο εξωτερικό, πρέπει να βρίσκεις και τρόπους να έρχεσαι σε επαφή με την εκάστοτε τοπική κουλτούρα. Και δεν μιλάμε βέβαια για τα μουσεία και τα μνημεία και τα κειμήλια μονάχα. Αυτά είναι ένας χρήσιμος κι απαραίτητος δρόμος εκ του παρελθόντος επανεκτίμησης του παρόντος, αλλά για να το επανεκτιμήσεις, πρέπει και να το εκτιμήσεις, και πώς να το εκτιμήσεις, αν δεν έρθεις σε επαφή με την αληθινή ζωή και τους αληθινούς ανθρώπους. Ο παραδοσιακός τρόπος να έρθεις σ’ επαφή με τους αληθινούς ανθρώπους, είναι να πας και να τους βρεις σε καμιά μπάρα. Αλλά επειδή όλοι ξέρουμε πόσο ανάποδα μπορεί να σού γυρίσει αυτό υπάρχει κι η τεχνολογία στις υπηρεσίες σου.

Κι όπως αποδεικνύεται, το tinder (που είναι μια straight εκδοχή του grindr, με όλη την πολυπλοκότητα που συνεπάγεται η straight εκδοχή του οτιδήποτε), εκτός απ’ όλα τα υπόλοιπα, ενδείκνυται και για να αποσπάσεις άμεσα, ανεκτίμητες χρηστικές πληροφορίες απ’ τους εκάστοτε ντόπιους. Όπως, για παράδειγμα, μια απάντηση στο αιώνιο ερώτημα του πού θα βρεις στο Βερολίνο, το καλυτερότερό του currywurst. Δεν ξέρω πώς μπορεί να το πάρει η random ξενοδοχοϋπάλληλος που μπορεί να πετύχεις, το instant match της να τη ρωτάει με το καλημέρα για λουκάνικα, αλλά αν σε στείλει κι εσένα στο Curry36 στο Mehringdamm, μπορείς να συμπεράνεις κι εσύ ότι βλέπει στα σοβαρά τη σχέση σας.

Ακόμη κι αν βγάλεις απ’ έξω όλα τα φαλάφελ και τα νούντλς και τα ντονέρ του Βερολίνου, είναι δύσκολο να μην αγαπήσεις την αφοπλιστική απλότητα της αγνής, παραδοσιακής, δρομίσιας γερμανικής βρωμιάς. Όταν περνάς μπρος από μια βιτρίνα, ας πούμε, με απλωμένα αχνιστά χοιρομέρια, τυλιγμένα και φορμαρισμένα σα να ‘ταν τα ψωμάκια της γιαγιάς σου, είναι πρακτικά αδύνατον να μην κάνεις μια στάση να θαυμάσεις, αν μη τι άλλο, την οφθαλμαπάτη: όχι, δεν είναι ψωμί. Αλλά σ’ το βάζουν σε ψωμί. Ένα χοντρό κομμάτι κρέας, με τα ζουμιά και την τραγανιστή του πέτσα, χωμένο σ’ ένα τόσο δα κομματάκι ψωμί, ίσα να έχεις από κάπου να το πιάνεις μέχρι να το φας, αν δεν σ’ έχει λιγώσει αρκετά για να το καταπιείς ολόκληρο. Έχω λατρέψει αυτό το σάντουιτς, το απογυμνωμένο από κάθετι που θα μπορούσε να σε αποσυντονίσει απ’ το απευθείας λινκ που σου κάνει με τον άντρα των σπηλαίων που ‘χεις μέσα σου. Κι όμως, δεν μπορώ να θυμηθώ πώς το λένε.

Αλλά το Αλτσχάιμερ μπορεί ν’ αποδειχθεί και θετικό καμιά φορά, μιας κι η αμνησία χρησιμεύει και σαν opener για συζητήσεις. Ας πούμε, είσαι στο πάρτι για το Μικρό Ψάρι, την νέα ταινία του Γιάννη Οικονομίδη, που έκανε την Τρίτη την παγκόσμια πρεμιέρα της στο διαγωνιστικό του Βερολίνου. Είναι πολύ πέρα απ’ την ώρα που έχει τελειώσει ο πάγος, και πιο κοντά στο σημείο που τελειώνουν τα ποτά, και νιώθεις το στομάχι σου να παίζει βιολοντσέλο. Κι εκεί που σκανάρεις το χώρο να βρεις ποιον δεν χωνεύεις αρκετά, να του δαγκώσεις κάνα μπράτσο, βλέπεις μια λεπτεπίλεπτη, μονάχη Γαλλιδούλα, να κρατάει στο πορσελάνινο χεράκι της αυτό το χοντροκομμένο μνημείο των βασικότερων ορμών του ανθρώπου. Το οπτικό παράδοξο από μόνο του, είναι αρκετό για να ξυπνήσει κάτι μέσα σου, κι ο συγχρονισμός των αναγκών, έρχεται να συμπληρώσει την διαίσθησή σου, ότι αυτή η γνωριμία είναι καρμική. Πρώτα τη ρωτάς πως λένε αυτό που κρατάει, ύστερα τη ρωτάς πώς λένε την ίδια. Όταν σου δίνει επώνυμο Ρουφεί, βέβαια, το ‘χεις καταλάβει πως μεταφέρθηκες σε sequel του Austin Powers και το ’χεις (ξε)χάσει το σάντουιτς από χέρι. Αλλά τουλάχιστον σου μένει η Γαλλιδούλα.

Αυτό δεν είναι το μόνο που σού μένει απ’ το συγκεκριμένο πάρτυ, βέβαια, που διοργάνωσε η Match Factory, ένας απ’ τους μεγαλύτερους sales agents του παγκόσμιου κινηματογραφικού κυκλώματος, στο Projekt Kino Ost, ένα τεράστιο ενθύμιο του Ανατολικού Βερολίνου, που σε αλλοτινές εποχές στέγαζε το Τσέχικο Κέντρο Πολιτισμού. Σήμερα, χρησιμοποιείται για λογιών-λογιών εκθέσεις κι εκδηλώσεις, με τα πολλαπλά δωμάτια, τους δαιδαλώδεις διαδρόμους και την χιπστερίστικη διακοσμητική αισθητική. Απ’ το ανατολίτικο σαλόνι με τις μαξιλάρες και τις κουρτίνες στο ταβάνι, μέχρι τα ανοιχτά ενυδρεία, για να ταΐζεις τα ψαράκια στάχτη και γόπες, κι από ‘κει στις σακούλες γεμάτες νερό, να κρέμονται απ’ το ταβάνι σαν αιωρούμενες αναμνήσεις ενός αλκοολικού που θα παραμείνει ανώνυμος, ο χώρος έχει ποικιλία ερεθισμάτων να σού δώσει, για να νομίσεις ότι είσαι σε ταινία του Μισέλ Γκοντρύ.

Ο οποίος Γκοντρύ, παρεμπιπτόντως, βρίσκεται στο Βερολίνο ως μέλος της κριτικής επιτροπής, και παράλληλα παρουσιάζει και την καινούρια του ταινία, με τίτλο την σπαζοκεφαλιάρικη ερώτηση Is the Man Who is Tall Happy: Ένα εικονογραφημένο(!) ντοκιμαντέρ για τον Νόαμ Τσόμσκι, που γέρνει αρκετά προς την αγιογραφία του αμφιλεγόμενου διανοητή, των απόψεων του οποίου (και δη των γλωσσολογικών, για την Γεννετική Μετασχηματική Γραμματική), ο σκηνοθέτης δηλώνει ανοικτά θαυμαστής. Ως ακραιφνής Γάλλος, φυσικά, ο Γκοντρύ παρτάρει λίγο πιο αποφασισμένα, απ’ τα υπόλοιπα μέλη της κριτικής επιτροπής, κι έτσι όταν μπήκε στο δωμάτιο για το press junket στο οποίο περιλαμβανόταν κι η Popaganda, φοβηθήκαμε λίγο μήπως αποκοιμηθεί στην πολυθρόνα του.

Το μόνο που χρειάζεται για να τον ξυπνήσεις, όπως αποδείχθηκε, είναι να τον ρωτήσεις αν τον πειράζει να τον πει κανείς ευαγγελιστή του λόγου του Τσόμσκι, αντί για ντοκιμαντερίστα. «Δεν είμαι ευαγγελιστής κανενός, ο ευαγγελιστής παραπέμπει σε κάποιον που είναι πρακτικά τυφλός, δεν βλέπει πέρα απ’ αυτό που κηρύττει, εγώ θέλω να πιστεύω ότι δεν είμαι τυφλός / Μην το παίρνετε τόσο στραβά, γλωσσολογικά άλλωστε, κι ετυμολογικά, ευαγγελιστής είναι ο φορέας ευχάριστων νέων / Ε, ίσως ξέρετε κάτι παραπάνω από εμένα / Είμαι Έλληνας, οπότε έχω ένα προβάδισμα / Α. Ωραία. Πάντως, δεν είμαι ευαγγελιστής». Πέραν τούτου, η ταινία του Γκοντρύ, λίγα κύματα σήκωσε στο Βερολίνο, όπως ήταν φυσικό, μιας και το ενδιαφέρον της είναι αρκετά περιορισμένο.

Προβληματισμό, όμως, είναι να σου προκαλεί η αλλοπρόσαλλη ανταπόκριση του Τύπου στις προβολές του Οικονομίδη. Το Μικρό Ψάρι, η ιστορία ενός αποφυλακισμένου που το βράδυ είναι φούρναρης και το πρωί εκτελεστής, για να μαζέψει τα λεφτά να βγάλει απ’ τη φυλακή τον άνθρωπο που του είχε σώσει τη ζωή, έκανε την πρώτη δημοσιογραφική της τη Δευτέρα το βράδυ. Αυτή η τέταρτη ταινία του Οικονομίδη, είναι και η πρώτη του ολομέτωπη είσοδος σε ταινία είδους, κι εν προκειμένω του γκανγκστερικού νουάρ. Ο Οικονομίδης, φυσικά, εμποτίζει τη φόρμα με την εντελώς δική του αισθητική και προβληματική, στήνοντας αμείλικτη την κάμερά του απέναντι στους απόκληρους μιας κοινωνίας που θυμίζει περισσότερο την Κόλαση του Δάντη, παρά την Ελλάδα της γειτονιάς σου, και μεγεθύνει την ασχήμια της πραγματικότητας, για να αναδείξει το βάθος των πιο βρώμικων πτυχών της, όπως οφείλει να κάνει η δραματουργία.

Στο Μικρό Ψάρι, ο Οικονομίδης φαίνεται σα να προσπαθεί να συγκεράσει τις στιλιστικές εμμονές που είχε αναπτύξει στο Σπιρτόκουτο και την Ψυχή στο Στόμα, με την αποστασιοποίηση που είχε επιδιώξει στον Μαχαιροβγάλτη. Η αλά Μπέκετ επαναληπτικότητα στους διαλόγους των χαρακτήρων, απορροφάται απ’ την στωικότητα του σχεδόν βουβού αντιήρωα που ενσαρκώνει στοιχειωτικά ο Βαγγέλης Μουρίκης, κι όπως και στον Μαχαιροβγάλτη, έτσι και στο Μικρό Ψάρι, βολτάρουν σε δεύτερους και τρίτους ρόλους, γνώριμες απ’ τη φιλμογραφία του Οικονομίδη φάτσες, εντείνοντας την αίσθηση ότι όλες οι ταινίες του Κύπριου σκηνοθέτη εντάσσονται σ’ ένα ενιαίο ψηφιδωτό, με κάθε μια τους να συμπληρώνεται και να συμπληρώνει τις άλλες, βρίσκοντας τη θέση της σ’ ένα ολόδικό του κόσμο, ένα συνεχώς επεκτεινόμενο σύμπαν, με συγκεκριμένους κανόνες, κώδικες κι αρχές, και ήρωες καταδικασμένους να προσπαθούν να διορθώσουν την αδικία της ίδιας της ανθρώπινης ύπαρξης, με τον ολότελα λάθος τρόπο.

Όλα αυτά είναι ευδιάκριτα στο Μικρό Ψάρι, για κάποιον που έχει παρακολουθήσει την πορεία του Οικονομίδη ως εδώ. Για τους εκπροσώπους του διεθνούς Τύπου όμως, που έρχονται ενδεχομένως για πρώτη φορά σε επαφή με την οπτική του, ετούτη η ταινία του θα ‘ναι ένα μικρό σοκ, που εκφράστηκε στην προβολή με νευρικά γέλια και αρκετές αποχωρήσεις. Δεν είναι μόνο ότι πρόκειται για μια ταινία με βαθιά την σημασία της γλώσσας και της χρήσης της, για την σκιαγράφηση των χαρακτήρων και των δεινών τους. Είναι κι αυτή η αντανακλαστική τους προσπάθεια να εντάξουν την αφήγηση του Οικονομίδη στο καλούπι των σύγχρονων ελληνικών ταινιών, που ασχολούνται με τις κοινωνικές συνέπειες της οικονομικής κρίσης. Αυτό όμως, που ίσως δεν ξέρουν (και για κάποιο λόγο φαίνεται να το ξεχνούν και κάποιοι απ’ τους Έλληνες συναδέλφους τους), είναι πως οι ήρωες του Οικονομίδη, ήταν πάντοτε σε κρίση. Ακόμη κι όταν όλοι οι υπόλοιποι ζούσαμε στη φούσκα.

Ύπουλα, πάντως, το φεστιβάλ έβαλε το Μικρό Ψάρι να αποκαλύπτεται την ίδια μέρα με την ιστορία ενός άλλου είδους εκτελεστή, στο In Order of Disappearence, του Χανς Πέτερ Μόλαντ. Ο Ρίντλευ Σκοτ της Νορβηγίας, όπως τον έχουν αποκαλέσει, κυρίως για τα χιλιάδες διαφημιστικά που έχει σκηνοθετήσει, κερδίζοντας δεκάδες βραβεία, έχει ξαναβρεθεί υποψήφιος για την Αρκούδα άλλες δυο φορές, με τη Γη της Επαγγελίας (2004) και το Ένας Κάπως Ευγενικός Άνθρωπος (2010). Φέτος, επέστρεψε με μια μαύρη κωμωδία που παρακολουθεί έναν αναπάντεχο εκδικητή, να ξεκληρίζει έναν-έναν τη σπείρα εμπόρων κοκαΐνης που δολοφόνησαν τον γιο του. Ένα κάτι σαν το Taken, ας πούμε, αλλά στο πιο dark του, ξεδιάντροπα βίαιο, με την αγάπη ενός Ταραντίνο για τη ματωμένη υπερβολή, αλλά ποτισμένο χιούμορ που σού πετάγεται την πιο απροσδόκητη στιγμή, λες κι ο ίδιος ο σκηνοθέτης, ακομπλεξάριστα τρολάρει τον εαυτό του.

Ωραία ταινία να τη δεις στο Berliner Festspiele, ένα κομψοτέχνημα χτισμένο το 1951 ως ο απόλυτος πολιτιστικός πολυχώρος του Δυτικού Βερολίνου, το οποίο μοιάζει σήμερα περισσότερο για ομαδικό εξοχικό σύσσωμης της συμμορίας του Mad Men, παρά για πολυθέατρο που φιλοξενεί όλο το χρόνο μερικές απ’ τις μεγαλύτερες διοργανώσεις της πόλης. Αναζωογονητικό θέαμα πριν ακόμη αρχίσεις να το πλησιάζεις, το κτήριο σου δίνει την αίσθηση ότι ανασαίνει απ’ τις μονοκόμματες τζαμαρίες που περιβάλλουν τα δυο τεράστια επίπεδα χώρων αναμονής, στολισμένα με έπιπλα τόσο αμείλικτου μοντερνισμού, που δεν μπορείς να συγκρατήσεις το μυαλό σου απ’ το να σκέφτεται τρόπους για να τα πάρεις σπίτι. Κι όλο αυτό, να περικυκλώνει μια αίθουσα αρκετά απαράλλακτη για να νιώθεις ότι ταξίδεψες στο χρόνο ως τα 50s, κι αρκετά στριμόκωλη για να συσφίξεις τις σχέσεις σου με τη nerdy Λιθουανή διανομέα, στην οποία όλως τυχαίως κάθισες δίπλα. Και η οποία, μετά το τέλος της προβολής, σου λέει ότι της άρεσε τόσο πολύ η ταινία που θέλει να την αγοράσει, περισσότερο απ’ όσο θα της άρεσε να πάρει τον Οικονομίδη. Εξ ου και το ύπουλο, που λέγαμε.

*Η Popaganda πικάρει τους σκηνοθέτες της Berlinale και παραδίδεται στις βρωμιές του Βερολίνου, χάρη στην ευγενική υποστήριξη της Aegean Airlines

Ιωσήφ Πρωϊμάκης

Share
Published by
Ιωσήφ Πρωϊμάκης