Ο Aναστάσης Φιλιππακόπουλος συνθέτει τη σιωπή

Γεννημένος στη Γαλλία, Κρητικός στην καταγωγή, κάτοικος Λυκαβηττού, ο Aναστάσης Φιλιππακόπουλος είναι από τους λίγους συνθέτες της λεγόμενης «Νέας Μουσικής» που ζει και δημιουργεί στην Ελλάδα, αν και σε ξένη δισκογραφική, και μάλιστα την πολύ ξεχωριστή Wandelweiser. Την Κυριακή 18 Ιουνίου έχουμε μια από τις σπάνιες ευκαιρίες να τον ακούσουμε, στο «περιπλανώμενο» φεστιβάλ Τectonics που αυτό το μήνα σταθμεύει στη Στέγη Ιδρύματος Ωνάση.

Ποιος ή τι έπαιξε ρόλο ώστε να ακολουθήσεις την καριέρα του συνθέτη; Όταν  ήμουν 10 ετών πρωτοάκουσα κλασική μουσική και θυμάμαι ότι μου άρεσε πολύ. Στην εφηβεία άκουγα ροκ:  Doors, Pink Floyd, Deep Purple, κάποια στιγμή όμως στο λύκειο άρχισα ν ακούω πάλι τους κλασικούς. Η χαρά που έπαιρνα ήταν μεγάλη, ένοιωσα ότι – όσο και αν ακουγόταν παρακινδυνευμένο – ήθελα κάποτε να γράψω και εγώ τη δική μου μουσική.  Αυτοσχεδίαζα επίσης πολύ στο πιάνο.

Πώς προέκυψε η συνεργασία σου με την γερμανική κολεκτίβα και δισκογραφική εταιρεία Wandelweiser; Το 2002 ο συνθέτης Radu Malfatti είχε έρθει στην Αθήνα  για μια  συναυλία στο Μικρό Μουσικό Θέατρο, στο Κουκάκι. Μου άρεσε πολύ η αργή, ατμοσφαιρική μουσική του, εκείνο το βράδυ μιλήσαμε αρκετά και την επόμενη μέρα του έδωσα να ακούσει μουσική μου. Ο Malfatti ήταν μέλος των Wandelweiser, μου μίλησε γι’ αυτούς και στη συνέχεια μ’ έφερε σε επαφή με τον Antoine Beuger (σ.σ. συνθέτη και ιδρυτή της εταιρείας).

Το προφίλ της Wandelweiser, αυτό που τη διαφοροποιεί, είναι η «σιωπηλή» της υπόσταση. Προσεγγίζει τη σιωπή όχι ως διακοπή του ήχου, αλλά ως ένα διαφορετικό ήχο, μάλιστα πιο πυκνό από τους ήχους που παράγουν τα όργανα. Στο άλμπουμ σου χρησιμοποιείς κι εσύ σιωπές. Έχεις ποτέ την αίσθηση ότι μεγάλο μέρος της ζωής μας, του πολιτισμού μας αναλώνεται στο να καταργήσει πάση θυσία τη σιωπή, στο να εκπέμπουμε εμμονικά, προκειμένου να μην ακουστεί ο εκκωφαντικός ήχος της σιωπής; Ο πολιτισμός που ζούμε μας προτείνει το πρότυπο μιας υπερεντατικής χαράς, κάτι σαν το high των διπολικών.  Πρέπει να έχεις πάντα πολλές δουλειές, να τρέχεις συνέχεια , να είσαι «απασχολημένος» και κάπου εκεί ανάμεσα να χαρείς  ένα σύντομο ταξίδι, μία ερωτική ή φιλική συνάντηση. Η pop μουσική, καταναλωτικό παράγωγο αυτού του πολιτισμού στο μεγαλύτερο μέρος της  μιλάει επίσης γι’ αυτήν την καταναγκαστική χαρά.  Αντίθετα στις έντεχνες μουσικές τόσο της Δύσης όσο και της Ανατολής  υπάρχει πάντα χώρος για κάποιου είδους διαλογισμό, κάποια εσωτερική αναζήτηση. Φαίνεται ότι για κάποιους βαθύτερους λόγους υπάρχουν σήμερα πολλοί συνθέτες που εκφράζουν την ανάγκη για μια πιο «σιωπηλή» μουσική. Μία μουσική στην οποία η  εξωτερική δράση να φαίνεται λιγότερη, ωστόσο οι εσωτερικοί υπαινιγμοί να είναι πιο  πυκνοί.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Για ποιο έργο σου αισθάνεσαι περισσότερο ευχαριστημένος; Και τα  δύο cds που έχω βγάλει στους Wandelweiser  είναι για μένα το ίδιο σημαντικά. To  πρώτο λέγεται  “solo pieces” και κυκλοφόρησε το 2006. Το δεύτερο είναι το “songs and piano pieces ” και έγινε το 2014. Και τα δυο περιλαμβάνουν έργα για σόλο όργανα. Έχω συνεργαστεί  με εξαιρετικούς μουσικούς όπως ο κλαρινετίστας Γιάννης Σαμπροβαλάκης, η φλαουτίστρια  Κατερίνα Τσενς, και ο ομποΐστας Κώστας Τιλιακός. Eπειδή δεν μου είναι εύκολο να μιλάω για τα έργα μου, θα χρησιμοποιήσω μια φράση που έγραψε για αυτά ο συνθέτης –και διευθυντής της Wanderweiser,  Αntoine Beuger: «Μoυσική που επιτρέπει στους ήχους να ηχήσουν: να αργοσβήσουν, εντελώς, μέσα στη σιωπή… ήχοι που γίνονται αντιληπτοί από το τέλος τους: προχωρώντας όχι μπροστά αλλά πίσω. Αυτό δημιουργεί χώρο, ευρύτητα, μια λεπτεπίλεπτη ηρεμία: Η σιωπή –κι ό,τι αυτή συγκαλύπτει- μπορεί να ακουστεί…».

Πόσο εντός ή εκτός αισθάνεσαι ότι βρίσκεσαι ως καλλιτέχνης στο κατεστημένο της σύγχρονης μουσικής παραγωγής, σ’ αυτό που λέμε «χώρο», “industry”; Βρίσκομαι σε ένα πολύ μικρό κομμάτι αυτής της βιομηχανίας, ίσως σε κάποια  βιοτεχνία που παράγει χειροποίητα  έργα.

Κάποια από τα πρώτα σου κομμάτια έφεραν ως τίτλους ονόματα από άγνωστες ελληνικές βραχονησίδες. Τα έργα αυτά μου θύμισαν τη ρήση του Σίλερ ότι η τέχνη είναι το δεξί χέρι της φύσης. Ενώ η δεύτερη μας χαρίζει τη ζωή, η πρώτη μας κάνει ανθρώπους. Είναι το ελληνικό φυσικό τοπίο ένα φίλτρο ή μια πηγή έμπνευσης στο έργο σου; Πώς αντηχεί μέσα σ’ αυτό; Η φύση είναι ένας χώρος ελευθερίας όπου δεν κυριαρχεί η ανθρώπινη παρέμβαση και εξουσία. Όσο και αν ο επιστημονικός λόγος μας διαβεβαιώνει ότι όλα μπορούν να εξηγηθούν, η φύση παραμένει κατά βάθος άγνωστη, σιωπηλή, μαγική.  Έτσι μας βοηθά να νιώσουμε ότι και η εσωτερική μας φύση είναι άγνωστη.

Για την αθηναϊκή έκδοση του φεστιβάλ Tectonics, στη Στέγη, θα συμπράξεις με τον Ιταλό φλαουτίστα Μανουέλ Τζουρία και τον πιανίστα Παναγιώτη Κραμπή. Πόσο συνδεδεμένος ή αποκομμένος αισθάνεται σήμερα με τον υπόλοιπο πλανήτη ένας καλλιτέχνης που ζει και δημιουργεί στην Ελλάδα των μνημονίων, του Survivor και του πολιτικού διπολισμού; Είναι πολύ αισιόδοξο  ότι με τη σύγχρονη ψηφιακή τεχνολογία μπορεί κανείς να επικοινωνεί εύκολα με οποιονδήποτε. Πιστεύω ότι σήμερα δεν είναι πια αναγκαίο να ζει κανείς μόνιμα σε κάποιο αστικό κέντρο της Δύσης για να επικοινωνεί με τα σύγχρονα ρεύματα της τέχνης. Νοιώθω ότι σταδιακά  η έννοια του «εξωτερικού» παύει να έχει την ισχύ που είχε παλιότερα. Ζούμε όλοι «εδώ», όμως αυτό το «εδώ» είναι παγκόσμιο.

Σε βλέπουμε πολλές φορές να περπατάς μόνος στην Αθήνα, χωρίς να βιάζεσαι. Τι βρίσκεις συνήθως σ’ αυτές τις περιπλανήσεις; Το περπάτημα είναι  ένας τρόπος που έχω βρει  για να ισορροπώ με τον εαυτό μου, να αδειάζω το μυαλό μου απ’ ό,τι περιττό και να βιώνω πιο λεπτές αποχρώσεις. Είναι μάλλον ένας τρόπος «διαλογισμού» για μένα. Συχνά σκέφτομαι τη μουσική μου κατά τη διάρκεια μιας βόλτας.

Ο Aναστάσης Φιλιππακόπουλος θα εμφανιστεί την Κυριακή 18 Ιουνίου  στο φεστιβάλ Τectonics στη Στέγη Ιδρύματος Ωνάση. Περισσότερες πληροφορίες θα βρείτε εδώ.
Μελίνα Σπαθάρη