Ένα ντοκιμαντέρ για τον Αλέξη Ακριθάκη, με τίτλο Vive La Fuite, απ’ όπου παρελαύνουν όλοι οι άνθρωποι που σχετίστηκαν με τη ζωή και το έργο του (αλλά και ο ίδιος μέσα από συνεντεύξεις και γράμματά του) προβάλλεται αυτή την Κυριακή στον Μικρόκοσμο. Η σκηνοθέτης του, Εύη Καραμπάτσου, μιλά στην Popaganda για πρώτη φορά για το ταξίδι της στο οργιώδες σύμπαν του μεγαλοφυή έλληνα καλλιτέχνη.
Η ταινία σου είναι ένα είδος road movie, μοιάζει σαν να ταξιδεύεις και να πραγματοποιείς επίσκεψη στο σύμπαν του Αλέξη Ακριθάκη. Πώς γύρισες πίσω έπειτα από αυτό το «ταξίδι»; Χαίρομαι που το είδες σαν road movie… Αυτό ήταν το ντοκιμαντέρ, ένα road movie στον κόσμο του Ακριθάκη…Ολοι κάτι ψάχνουν στα road movie, εγώ έψαχνα έναν καλλιτέχνη κι έναν άνθρωπο που δεν είχα την τύχη να γνωρίσω όσο ζούσε. Το ενδιαφέρον μου άρχισε όταν είδα πρώτη φορά έργο του Ακριθάκη. Με μάγεψαν τα έργα του, είχαν μια πρωτόγνωρη δύναμη για τα δικά μου μάτια. Μια πρωτόγνωρη αθωότητα, ειρωνεία, πρόκληση, χιούμορ, θλίψη, τρυφερότητα….
Θυμάμαι μία φράση του Νάνου Βαλαωρίτη απο την παρουσίαση της πρώτης ατομικής έκθεσης του Ακριθάκη, στο Γαλλικό Ινστιτούτο το 1965…
«…Η σπειροειδής χαίτη ενός αποτυχημένου φεγγαριού που πήγε να γίνει άνθρωπος… Και να επιτέλους το ανεκδιήγητο, διηγημένο σε εικόνες…. Όσοι έχουν μάτια ακούν κι όσοι έχουν αυτιά θα δούνε…. »
Δεν είναι υπέροχο; Υπέροχη περιγραφή ενός υπέροχου πλάσματος… Το ταξίδι αυτό ήταν δύσκολο, μακρύ και απολαυστικό. Ξεκίνησα έχοντας ως μοναδική αποσκευή τα έργα του. Επέστρεψα με πολλές αποσκευές και ακόμη περισσότερα συναισθήματα απο την επαφή με τους αγαπημένους του ανθρώπους, τα ίχνη του στις πόλεις που έζησε, τα κρυμμένα σημάδια και τα σύμβολα στο έργο του….
Ποια στιγμή κατάλαβες ότι ήθελες να κάνεις ντοκιμαντέρ για αυτόν τον καλλιτέχνη; Τι συνέβη; Ήταν Γενάρης του 2007. Ήμουν 7 μηνών έγκυος στον πρώτο μου γιο. Η εγκυμοσύνη ήταν δύσκολη κι έπρεπε να μείνω στο κρεβάτι σε απόλυτη ακινησία. Το μόνο που μου άρεσε να κάνω αυτούς τους μήνες ήταν να φαντάζομαι το μικρό και να προσπαθώ να μαντέψω το πρώτο βλέμμα του στον κόσμο. Όμως, αναπόφευκτα, όσο κι αν προσπαθούσα να δω με τα μάτια του μωρού, τελικά ήμουν εγώ που δημιουργούσα τις εικόνες του. Την Πρωτοχρονιά μας έφεραν ένα ημερολόγιο τοίχου με ζωγραφιές. Το ξεφύλλισα μηχανικά ώσπου μία σελίδα, του με μαγνήτισε…Ήταν ένα δέντρο. Ένα δέντρο χαρούμενο, φωτεινό, λαμπερό, με πολύχρωμο φύλλωμα, με το έδαφος σχεδόν γιορτινό, με τον μικρόκοσμό του οργιώδη. Το όνομα του δημιουργού του, Αλέξης Ακριθάκης. Δεν τον ήξερα. Δεν είχα ξαναδεί έργα του, ούτε είχα ακούσει κάτι για αυτόν. Για πρώτη φορά έπειτα από μήνες άδοξης ενδοσκόπησης είδα μια εικόνα με τα μάτια του αγέννητου γιού μου. Ήμουν σίγουρη οτι κάπως έτσι θα έβλεπε το μικρό όταν θα πρωτοαντίκρυζε τον κόσμο. Μετά από καιρό άρχισα να ψάχνω λευκώματα με έργα αυτού του ζωγράφου. Σιγά σιγά βρήκα και διάβασα ό,τι είχε γραφτεί σχετικά με αυτόν.
Όταν οι γιοί μου μεγάλωσαν λίγο οι πολύχρωμες ιστορίες του Ακριθάκη έφτιαξαν τα πρώτα μας παραμύθια. Σιγά σιγά ο Ακριθάκης, οι βαλίτσες του, τα καραβάκια του, οι καρδιές, οι χαρταετοί κι οι ακροβάτες ενσωματώθηκαν στην καθημερινότητα μας. Ο Ακριθάκης είχε γίνει πια ένας μακρινός θείος που τα παιδιά δεν πρόλαβαν μεν να γνωρίσουν, αλλά με έναν παράδοξο τρόπο είχαν παίξει πολλές, πάρα πολλές ώρες μαζί του.
Αυτό το ντοκιμαντέρ είναι ένα τεράστιο ευχαριστώ στον Αλέξη Ακριθάκη για το δώρο που μας χάρισε, για το δώρο της αθωότητας, της παιδικής έκπληξης, του ταξιδιού, της φυγής, της ελευθερίας, της χάρης, της τόλμης, της αξιοπρέπειας στα δύσκολα.
Αυτό το ευχαριστώ είναι το δικό μου ανεπιτήδευτο «γιατί» αυτού του ντοκιμαντέρ
Έχουν τη δύναμη τα ντοκιμαντέρ να αλλάζουν τον τρόπο που βλέπουμε μια δημόσια περσόνα; Φυσικά και τον έχουν, αλλά μόνο για αυτούς που θα δουν το εκάστοτε ντοκιμαντέρ. Και προφανώς αλλάζουν τον τρόπο που βλέπουμε μια δημόσια περσόνα, όχι την περσόνα καθεαυτή. Βέβαια, όλα εξαρτώνται κι απο το εαν ο θεατής είναι διαθετιμένος να προσθέσει στην ήδη παγιωμένη εικόνα που έχει για κάποιο δημόσιο πρόσωπο, μία άλλη και μια άλλη και μία άλλη, άρα πόσο ανοιχτός και διαθέσιμος είναι ο ίδιος απέναντι στην ζωή
Πώς άλλαξε ο τρόπος που εσύ έβλεπες τον Ακριθάκη πριν και μετά την ταινία; Κοίταξε, ο Ακριθάκης δεν ήταν απλά ένας καλλιτέχνης, ήταν κι είναι ένα σύμβολο. Ήταν ένας άνθρωπος αντισυμβατικός, ελεύθερος, ειλικρινής, πιστός στους φίλους του, δίκαιος. Συχνά έλεγε ο ίδιος: “Για τις αμαρτίες μου δεν μετάνιωσα ποτέ… Αν δεν πέσεις στον βόθρο σου μέσα και να ξαναβγείς, δεν είσαι καλλιτέχνης…”
Πρίν την διαδικασία της ταινίας, ήταν απλά ο Ακριθάκης. Τώρα πια που τελείωσε η ταινία μπορώ να σου πω οτι η ενασχόληση με τον Ακριθάκη ήταν μια σπουδή στην αξιοπρέπεια. Εαν δεις τα έργα της τελευταίας του περιόδου, όταν πια είχε καταπέσει πολύ, τόσο σωματικά όσο και ψυχολογικά, είναι τα έργα με τα πιο λαμπερά χρώματα που έβγαλε ποτέ, έργα γεμάτα ζωή, παλμό, φως, τρυφερότητα, λάμψη. Υπέροχα έργα! Κι εκείνες τις στιγμές υπέφερε, μπαινόβγαινε στα ψυχιατρεία. Ποιά μεγαλύτερη κίνηση ευγένειας; Εκεί κατάλαβα, μέσα απο τα έργα του αυτής της περιόδου, ότι τελικά η αξιοπρέπεια είναι αν μη τι άλλο, μια ύψιστη μορφή ευγένειας.
Θέλω δηλαδή να σου πώ, ότι κατα τη διάρκεια αυτών των χρόνων δεν άλλαξε μόνο ο τρόπος που εγώ έβλεπα τον Ακριθάκη, αλλά και ο τρόπος με τον οποίο εγώ έβλεπα πολλά σημεία δικά μου, έννοιες που επαναπροσδιορίστηκαν…
Πιστεύεις ότι είμαστε σε θέση να σταθούμε πλέον απέναντι στο έργο του, να το κατανοήσουμε και να το αποτιμήσουμε ψύχραιμα; Tι θα περιλάμβανε ένας τέτοιος απολογισμός; Εννοείς να σταθούμε πέρα απο το μύθο του Ακριθάκη; Δεν ξέρω. Δεν του χαρίστηκε αυτός ο μύθος που τον περιβάλλει. Ο Ακριθάκης έζησε πλήρως, απόλυτα, ελεύθερα, αυθεντικά, έντιμα… Κι αν κάποιος καταφέρει να ζήσει έτσι, τότε ο μύθος του γεννιέται ερήμην του. Ο Ακριθάκης ήταν ψυχρά αδιάφορος σε ό,τι αφορούσε τη δημόσια εικόνα του. Νοιαζόταν όμως και πειραματιζόταν έως εσχάτων με την εσωτερική εικόνα του. Αυτό τον ενδιέφερε, απο αυτά τα πειράματα βγήκαν τα έργα του
Μου έκανε πολύ εντύπωση η αφήγηση της τελευταίας συντρόφου του, όταν λέει ότι ησύχασε όταν πλέον κατάλαβε κι αποδέχτηκε ότι δεν μπορούσε να «σώσει» τον αγαπημένο της. Πιστεύεις είναι ένδειξη ανθρωπιάς, αγάπης, το να αποδέχεσαι την αυτοκτονική πλευρά του ανθρώπου που αγαπάς; Ή πρέπει να κάνεις ό,τι μπορείς για τον σώσεις; Δύσκολο θέμα.. Πιστεύω ότι κάνεις ό,τι μπορείς για να βοηθήσεις τον άνθρωπό σου. Να του σταθείς, να είσαι δίπλα του απόλυτα, με όλο σου το είναι, να τον βοηθήσεις, να τον καταλάβεις. Να τον αγαπάς άνευ όρων. Στη χαρά και στη λύπη. Πάντα. Εαν όμως η επιθυμία του ανθρώπου σου είναι να φύγει, και αυτή η επιθυμία είναι βαθιά κι όχι ευκαιριακή, εγώ δεν θα τον απέτρεπα. Δεν έχω το δικαίωμα. Γιατί σε τελευταία ανάλυση ποιόν βοηθάω; Αυτόν ή εμένα που δεν θα αντέξω την απώλειά του; Το θεωρώ πολύ εγωιστικό. Αρκεί βέβαια,να έχει προηγηθεί η διαδικασία, η σχέση που ανέφερα πριν. Να έχουν εξαντληθεί οι δυνατότητες…
Θα ήταν ο Ακριθάκης αυτό που ήταν, θα είχαμε τα ίδια έργα, αν έμενε νηφάλιος και μακριά από τους εθισμούς; Δεν έκανε η ηρωίνη ή το αλκοόλ τα έργα αυτά. Τα έργα αυτά τα έκανε ένας άνθρωπος που αποφάσισε να ζήσει και να φύγει ολόκληρος. Τα έκανε ένας άνθρωπος που πόνεσε, που ταλαιπώρησε την ωραία εικόνα του, που ταλαιπώρησε τη μνήμη και τις συνήθειες της αριστοκρατικής του καταγωγής, που προτιμούσε να πίνει μπύρες με τα γκαρσόνια σ ένα μπάρ από το να κάνει δημόσιες σχέσεις με τεχνοκριτικούς και συλλέκτες σε γκαλερί…
Αυτά τα έργα δεν είναι ούτε μια στιγμή αποσυνδεδεμένα απο την ψυχή του δημιουργού τους. Δεν ζωγράφιζε κομπολόγακια και τσολιάδες ο Ακριθάκης… Την ψυχή του ζωγράφιζε, τα όνειρά του, τα αδιέξοδά του, τις συγγνώμες του, τους έρωτές του, τα μεθύσια του, την ηδονή του, τους πόνους του…
Και ναι, αυτός ο άνθρωπος, γιατί ήταν αυτός που ήταν, έπαιρνε και ναρκωτικά. Όμως, αγαπούσε τη ζωή πιο πολύ απ’ ό,τι χώραγε σε αυτό που του είχε δοθεί ως ζωτικός χώρος. Και προσπαθούσε να ανοίξει τα όρια αυτά με τα έργα του, λίγο λίγο να κερδίσει χώρο… Κάποτε χρησιμοποιούσε ως “μοχλό” και τα ναρκωτικά.
Όμως αυτός ήταν που πόναγε κι αυτός ήταν που δημιουργούσε…
Στο ντοκιμαντέρ πρωταγωνιστείς κι εσύ, κάτι που συμβαίνει πρώτη φορά στις ταινίες σου. Τι σε οδήγησε σ’ αυτή την επιλογή; Ναι, πράγματι δεν το έχω ξανακάνει κι ελπίζω να μην χρειαστεί να το επαναλάβω. Η επιλογή της εισαγωγής του σκηνοθέτη ως βασικού χαρακτήρα έγινε προκειμένου να αντιμετωπίσω το μεγαλύτερο πρόβλημα του ντοκιμαντέρ αυτού, που ήταν η απουσία του κεντρικού προσώπου, του Ακριθάκη. Εξαρχής είχα αποφασίσει ότι οι πληροφορίες θα προέκυπταν αβίαστα μέσα από τις αφηγήσεις των φίλων του, όπως τον είχε ζήσει ο καθένας, σε όποιο σημείο της ζωής τους είχαν συναντηθεί και συνδεθεί. Όμως ταυτόχρονα δεν ήθελα να κάνω ένα ντοκιμαντέρ- πορτραίτο με συνταγές ευκαιριακής ή επετειακής τηλεοπτικής παραγωγής. Ήθελα να δω τον Ακριθάκη μέσα από τα μάτια των αγαπημένων του ανθρώπων, της Φώφης, της γυναίκας του, της κόρης του της Χλόης, του φίλου του Πέτρου που εκτελούσε χρέη σωφέρ όντας ψυχίατρος προκειμένου ο Ακριθάκης να μπορεί να πίνει όσο ήθελε τα βράδια, του αγαπημένου του Γαβρίλου που μαζί έφτιαχναν τις ξυλοκατασκευές, του θεωρητικού τέχνης Ντένυ Ζαχαρόπουλου με τον οποίο τον συνέδεε μια μακρόχρονη και βαθιά σχέση φιλίας, με την τελευταία σύντροφό του την Μαρία, με τον κύριο Γιώργο που είχε την κάβα απ’ όπου αγόραζε τις βότκες του, με τους φίλους του στο Βερολίνο…. Άνθρωποι βαθιά αγαπημένοι του…Έτσι, αποφάσισα να συνδέσω τα πρόσωπα αυτά μέσα από την δική μου επαφή μαζί τους, έτσι όπως με παρέπεμπε ο ένας στον άλλο, σαν ένα κουβάρι που ξετυλίγεται σιγά σιγά, όπως γίνεται εξάλλου και στην πραγματικότητα. Επίσης, μέσα από την επιλογή αυτή προσπάθησα να εντάξω, με όσο το δυνατό πιο ήπιο και φυσικό τρόπο στην ροή της αφήγησης και τον ίδιο τον Ακριθάκη, μέσα από τα ημερολόγια του, τα οποία τα μελετούσα κι εγώ σιγά σιγά, με συντροφιά την αγαπημένη Φώφη, τη γυναίκα του.