Με κεκτημένη ταχύτητα από το αριστουργηματικό Night Drive του 2007 (που στην Αθήνα εκτιμήσαμε ένα χιονισμένο βράδυ του Δεκέμβρη του 2010 όταν η Ruth Radelet χρησιμοποίησε για ενισχυτή την σπονδυλική μας στήλη), o Johnny Jewel έδωσε το άλμπουμ που καθιέρωσε τους Chromatics στο mainstream. Καβάλησε το retrowave κύμα που προκάλεσε το Drive (είχε γράψει το σάουντρακ που τελικά απορρίφθηκε κι αποτέλεσε τη βάση για το εξαιρετικό Themes for an Imaginary Film που κυκλοφόρησε ως Symmetry το 2011) διείσδυσε ακόμα και σε σφιχτές ραδιοφωνικές λίστες μεγαλώνοντας κατά πολύ το κοινό της Italians Do It Better που είχε εδραιωθεί περίπου ως «μαυροντυμένοι που ζουν (ή ονειρεύονται να ζήσουν) στο Μπρούκλιν, αγαπάνε τα φιλμ νουάρ κι έχουν italo ανησυχίες».
Και μετά… τσακώθηκε μέχρι Twitter ξεκατινιάσματος με το συνέταιρό του Mike Simonetti, έκανε 7 χρόνα να κυκλοφορήσει το επόμενο άλμπουμ κλοτσώντας μακριά όποιο μομέντουμ, δε σώθηκε από σκόρπιες διασκευές τύπου “Girls Just Wanna Have Fun”, ενώ με το περσινό Closer to Grey περισσότερο επιβεβαίωσε παρά διέψευσε τη φωτεινή πινακίδα “has been”. Κρίμα, γιατί η δεκαετία είχε ξεκινήσει με πραγματικά σπουδαία synth pop.
Στον πάγκο: the XX, Coexist (Young Turks, 2012) – όταν οι Λονδρέζοι στάθηκαν στο σωστό σημείο της διαδρομής Young Marble Giants – (πρώιμοι) Everything But The Girl επισημοποιώντας το σπάνιο ταλέντο του Jamie xx.
Απολαυστικά συνεπείς, ακόμα και στις πιο πειραματικές τους στιγμές, οι Low κράτησαν στα 10s ψηλά τη σημαία της μουσικής που «κάποτε λέγαμε indie» (κι έδωσαν μια συγκλονιστική συναυλία την παραμονή των εκλογών του Γενάρη του 2015). Στην άλλη αμερικάνικη ακτή, ο Adam Granduciel δήλωσε έτοιμος να πάρει το δαχτυλίδι που δεν παραχωρεί ακόμα το «Αφεντικό», κάνοντας τους War on Drugs υπολογίσιμη (κι) εμπορικά δύναμη με τρία εξαιρετικά άλμπουμ περιπλανητικής americana.
Όμως, η πραγματικά φρέσκια φωνή σε αυτά τα νερά ήταν ο Will Toledo. Άξιος απόγονος, αλλά και συνεχιστής, της μεγάλης των σλάκερ σχολής των 90s με τον ίδιο τρόπο που, ας πούμε, η Jehnny Beth των Savages χώρεσε στα 10s μέσα στα παπούτσια της Siouxsie. Το Teens of Denial ήταν η πρώτη του δουλειά σε μεγάλο label που αποκάλυψε έναν -απαλλαγμένο από τον χαμηλό πήχυ του bandcamp – δημιουργό που (δεν του φαίνεται αλλά) έχει τα κότσια να διασκευάζει live το “Paranoid Android”, να παρεμβάλλει μια ολόκληρη στροφή της Dido στο ιδιοσυγκρασιακό του έπος “The Ballad of Costa Concordia” και να καταλήγει (ως άξιο τέκνο μιας γενιάς που έχει σε ίση μεζούρα δυο ματιές για τα πάντα, την κανονική και την ειρωνική) στο διαχρονικό συμπέρασμα: «τα ναρκωτικά είναι καλύτερα με φίλους».
Στον πάγκο: Low, C’mon (Sub Pop, 2011)/ the War on Drugs, Lost in the Dream (Secretly Canadian, 2014)
Για μένα που οι LCD Soundsytem είναι η αγαπημένη μου σύγχρονη μπάντα, το τρίτο τους άλμπουμ θα συνδέεται για πάντα με τη διάλυση του γκρουπ, το αχρείαστο δράμα στο οποίο ξόδεψε τη μισή δεκαετία ο James Murphy. Κάτι που ξεκίνησε, όπως μάθαμε εκ των υστέρων, ως διαφημιστικό κόλπο για να γεμίσει το Madison Square Garden και τελικά εξελίχθηκε σαν κι εκείνα τα αστεία που παίρνουν πολύ σοβαρά τον εαυτό τους και γίνονται πραγματικότητα. Ο Murphy ικανοποίησε τον Βαρουφακικό ναρκισσισμό του, έζησε ταυτόχρονα ένα live κι ένα reunion που θα μπορούσαν αμφότερα να είναι «της δεκαετίας», εκβίασε τη ροκ μυθολογία να τον συμπεριλάβει στα τευτέρια της θυμίζοντας εκείνους που στα γενέθλιά τους σου υπενθυμίζουν 00.01 ότι δεν τους ευχήθηκες ακόμα «χρόνα πολλά» για να σου πουν τι δώρο θέλουν.
But still… η όποια αμφιβολία για το This Is Happening κρατά 187 δευτερόλεπτα. Μέχρι να σκάσουν τα καταιγιστικά κρουστά που βεβαιώνουν ότι η εισαγωγή του “Dance Yrself Clean” δεν είναι κακής ποιότητας MP3. Κι από εκεί και πέρα o Murphy -καβάλα στο άσπρο άλογο της επιτυχίας του Sound of Silver- κλέβει με τον μοναδικό του τρόπο: και πάλι τον Bowie, για πρώτη ίσως φορά τους New Order, εξόφθαλμα τους Velvet Underground. Αποφεύγει ξανά τη «σύλληψη» και προλαβαίνει να κάνει κι από πάνω πρώτος τη μήνυση “You wanted a hit/ but baby we don’t do hits”.
Οι Βρετανοί αυτό το λένε “add insult to injury”.
Στον πάγκο: το αληθινά ζόρικο ομώνυμο ντεμπούτο των Factory Floor (DFA Records, 2013) που για μια, και μοναδική μέχρι τώρα, στιγμή τους φάνηκαν να πηγαίνουν τον dance punk της DFA σε πολύ ενδιαφέροντα industrial μονοπάτια.
Από το 2012 κι έπειτα, οι Paranoid London «το ζούσαν στα στενά του underground». Κυκλοφορούσαν 12” σε περιορισμένης κοπής 300αδες (σχεδόν επιλέγοντας ποιοι θα είναι οι κάτοχοί τους), δεν έδιναν συνεντεύξεις, δε φωτογραφίζονταν, σχεδόν δεν αποκάλυπταν τα ονόματά τους. Όχι ότι κρύβονταν, τα live shows τους είχαν την φήμη αυθεντικών punk οργίων.
Οι τύποι δεν αστειεύονταν. Δεν ήταν one-off. Δεν ήταν κάποιοι που είτε λόγω trend, είτε λόγω πειράματος, έγραψαν απλά ένα acid house κομμάτι με τον παλιό τρόπο, τον «πρόστυχο» – εκείνον με τα 303 washes κατευθείαν από Σικάγο των 80s. Το 2014 απέδειξαν ότι είχαν έναν ολόκληρο τέτοιον δίσκο. Κι αυτό δεν ήταν acid revival. Ήταν χορευτική μουσική, όπως θα έπρεπε πάντοτε να είναι. Σκοτεινή, ρομποτική, διεστραμμένα σέξυ, εφιαλτική ή αλλόκοτη για το mainstream κριτήριο, ανακουφιστική για τα παιδιά που βρίσκουν άσυλο για λίγες ώρες στα υπόγεια, αλήτικη, μοναχική. Ή πιο απλά, “jack music all night long”.
Φέτος, κυκλοφόρησαν το επόμενο. Η στρατηγική τους; Να δώσουν συνεντεύξεις και να φωτογραφηθούν παντού.
Στον πάγκο: Art Department, the Drawing Board (Crosstown Rebels, 2011) – κάτι σαν «house για γκοθάδες» το περιγράφαμε τότε, κάπως εντυπωσιασμένοι από την ικανότητα του ντουέτου των Καναδών (στην πορεία τα έσπασαν) να φτιάξουν ένα σέξι χορευτικό άλμπουμ που εκτός από killers, είχε κι αρχή-μέση-τέλος.
Ανάμεσα στα τέσσερα (προοδευτικά όλο και καλύτερα μέχρι το έξοχο IV του 2016) άλμπουμ με τα οποία αναδείχθηκαν σε πυλώνες της jazz αντεπίθεσης των 10s, οι Καναδοί συνεργάστηκαν με τον Ghostface Killah σε έναν δίσκο δαντελένιας μουσικότητας που συντήρησε το Wu-Tang πνεύμα καλύτερα από κάθε τι άλλο σε μια δεκαετία που το hip hop έγινε mainstream ακριβώς επειδή τράβηξε, καλώς ή κακώς, προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Επιτυγχάνοντας τη χρυσή ισορροπία ανάμεσα στα light παιξίματα της κολεκτίβας από το Τορόντο και στα «χωσίματα» του Dennis Coles (με τη συνδρομή ονομάτων όπως οι MF Doom και Danny Brown), το Sour Soul είναι μια άσκηση οικονομίας: σε 32’55’’ λέει όσα χρειάζεται να πει χωρίς μελετημένο μάρκετινγκ, καταιγισμό από tweets, γκόσπελ χορωδίες και reality συσκευασία.
Στον πάγκο: Adrian Younge presents Ghostface Killah, Twelve Reasons to Die (Soul Temple, 2013) – η έτερη σπουδαία συνεργασία του Ghostface Killah στα 10s, μαζί με τον Adrian Younge έφτιαξαν το σάουντρακ για ένα «σπαγγέτι γουέστερν που δε γυρίστηκε ποτέ».
Συζητώντας πριν λίγο καιρό με έναν από τους 2-3 τύπους που ευθύνονται στ’ αλήθεια γι’ αυτό που λέμε «hip hop στην Ελλάδα», μου είπε για τον ΛΕΞ: «είναι φωτογραφικοί οι στίχοι του, δεν κρύβεται το ταλέντο του με τις λέξεις, καλό και το flow του – απλά μιλάει για πράγματα που με αποσχολούσαν σε προηγούμενες φάσεις της ζωής μου, τώρα είτε δε με ενδιαφέρουν είτε τα έχω λύσει». Μια περιγραφή, σε λίγες λέξεις, της «ενοχής» που νιώθετε κάποιοι για την αντίφαση να σας αρέσει ο ΛΕΞ και να είστε εσείς εκείνοι που πληρώνουν τον λογαριασμό της ΔΕΗ στο σπιτικό σας. Κάτι που ασφαλώς δεν κάνουν οι περίπου 12.000, στην πλειοψηφία τους (πολύ), πιτσιρικάδες που το περασμένο καλοκαίρι στο θέατρο Πέτρας έγραψαν μια ιστορική αθηναϊκή συναυλιακή σελίδα.
Πιο ακατέργαστα στο Ταπεινοί και Καταφρονεμένοι το 2014, πιο ραφηνάτα στο 2ΧΧΧ, ο «κοντός» αναδείχθηκε σε ένα δικό μας αντίστοιχο «ποιητή της εργατικής τάξης», ριμάροντας το ρεπορτάζ της αρκετά ζοφερής καθημερινότητας των 10s. Mε τον ίδιο τρόπο που ο Boy είχε γράψει το ρεπορτάζ του Δεκέμβρη με το Please Make Me Dance, με τον ίδιο τρόπο που οι σύγχρονοι έλληνες storytellers (σκηνοθέτες, μουσικοί, συγγραφείς) κατά κανόνα αποφεύγουν να μιλάνε γι’ αυτό που συμβαίνει γύρω τους. Οι ιστορίες του από τις «γειτονιές που κάνουνε προσευχές/ να πέσουν οι ΔΙΑΣ από τις μηχανές» δεν είναι μελοδραματικό πορνό. Είναι στιγμιότυπα από έναν κόσμο για τον οποίο η δεκαετία που πέρασε δεν ήταν μόνο brunch, instagram και #likeforlikes.
Ο Kieran Hebden εκλεισε αυτή τη δεκαετία τα 40 σε υπερπαραγωγικό mode. Αφήνοντας πίσω του τις μέρες που πάνω του ακουμπούσε ολόκληρος μουσικογραφικός νεολογισμός, η περίφημη folktronica των 00s, ήρθε πιο κοντά στην πίστα. Κυκλοφόρησε 5 στούντιο άλμπουμ και, παραδόξως, το Pink – μια συλλογή από ανάρπαστα 12ιντσα της περιόδου 2011-12 – μοιάζει σήμερα να είναι αυτό με τη μεγαλύτερη συνοχή. Στη σελίδα του δίσκου στην Wikipedia περιγράφεται ως “outsider house” κι ο «όρος», μέσα στην επιτηδευμένη αφέλειά του, έχει ενδιαφέρον.
Γιατί δείχνει τις σχεδόν δειλές απόπειρες ενός wonderboy να ακολουθήσει την αντιθετη διαδρομή: να φτιάξει μεγαλώνοντας κι ωριμάζοντας πιο «λειτουργική» (χορευτική) μουσική σε σχέση με το σοφιστικέ παρελθόν του. Το αποτέλεσμα ήταν σαφέστατα πιο προσιτό (και με την καλή ένοια, εύπεπτο), αλλά και ταυτόχρονα πιο πολύπλοκο και βαθύ συγκριτικά με τα terrabytes χορευτικής μουσικής που παράγονται καθημερινά διεκδικώντας λίγη προσοχή στην παγκόσμια DJ τροφική αλυσίδα.
Στον πάγκο: Pantha Du Prince, Black Noise (Dial, 2010) – προτού μπερδευτεί, και μας μπερδέψει, με κουδουνάκια, συμφωνικές και «μουσικές που παραγούν τα δέντρα», ο Hendrick Weber είχε δώσει έναν υπέροχο δίσκο που θα μας θυμίζει πάντα ότι το “pastoral techno” ήταν ένας από τους αμίμητους όρους των 10s.
Στρογγυλοκαθισμένοι κι ακλόνητοι, μετά τα θριαμβευτικά τους 00s, στον θρόνο της «σημαντικότερης μπάντας του πλανήτη», οι Radiohead πέρασαν τη δεκαετία της εξωστρέφειας. Αξιοποιώντας την άνεση να αποφασίζουν εκείνοι τις κινήσεις τους, πήραν τον χρόνο τους κι ασχολήθηκαν με κάθε λογής side projects (από τους Ultraista του Godrich στα σάουντρακ του Greenwood για τον PTA), Ειδικά, ο Yorke το γλέντησε…4 άλμπουμ κατέθεσε, χαμογέλασε και μίλησε όσο ποτέ άλλοτε, χόρεψε στα βίντεο κλιπ. Διάολε μέχρι και το “Creep” ξανατραγουδά στα live.
Κι όλα αυτά παραμένοντας εκνευριστικά δεξιοτέχνες, τελειομανείς και, φυσικά, εκνευριστικά unsexy. Οι Radiohead, η μοναδική μπάντα στην ιστορία που έκανε καλά και πήρε πολύ σοβαρά τον εαυτό της, στην αυγή των 10s δίχασαν ίσως για πρώτη φορά το κοινό τους. Ελαφρά. Όχι γιατί έβγαλαν μέτριο δίσκο, αυτό σχεδόν (τους) απαγορεύεται, αλλά γιατί με το The King of Limbs (περισσότερο στο τερέν των electronics του Yorke, παρά στις βιρτουόζικες κιθάρες του Greenwood) ήταν λιγότερο συναισθηματικοί από ποτέ. Πιο κοντά στον bass βρετανικό ήχο της εποχής (οι εκπρόσωποί του τους τίμησαν στο απίθανο «συμπληρωματικό» άλμπουμ με τα remixes), με ένα-δυο instant Radiohead classics όπως το “Lotus Flower” και με εμφανή διάθεση να ανακατέψουν ξανά την τράπουλα, χωρίς αυτή τη φορά να το κάνουν και τόσο θέμα. Ο δίσκος μάλλον δεν αγαπήθηκε και τόσο, η συνοχή του όμως και η τόλμη του να ανοίξει κι άλλες ηχητικές πόρτες σε μια μπάντα που κάποτε έγραφε το “No Surprises” και το “Street Spirit” του χαρίζουν τη θέση του σιωπηλού αουτσάιντερ σε μια πορεία που παραμένει αφύσικα αλάνθαστη.
Στον πάγκο: Atoms for Peace, AMOK (XL, 2013) – άλλαξε ο Thom… κι ο Flea τον Red Hot Chili Peppers με τον “6ο Radiohead” Nigel Godrich, τον βοήθησαν να βάλει τα ρούχα του αλλιώς. Το στυλ παρέμεινε ηλεκτρονικό, εγκεφαλικό κι από όλους μας ήταν ναι.
Με το Lonerism του 2012 κατεκτησαν τον κόσμο κι έγιναν απανταχού headliners. Με το Currents του 2015, εξερεύνησαν περισσότερο την ποπ φλέβα τους κι έκαναν τα ραδιόφωνα παγκοσμίως να τους υποδεχθούν με ακόμα πιο θερμές αγκαλιές. Και τα δύο άλμπουμ, εναλλάξ ή και ταυτόχρονα, βρίσκονται σε ολες τις «έγκυρες» λίστες των 10s.
Εγώ τους προτιμώ, πάντως, όπως ήταν στο ντεμπούτο τους το 2010. Όχι επειδή οι Tame Impala ήταν ακόμα το «κρυμμένο μυστικό» μιας όχι και τόσο εχέμυθης μουσικής μπλογκόσφαιρας (Θεός σχωρέστην). Αλλά γιατί ήταν λίγο πιο ωμοί στις ψυχεδελικές τους προθέσεις, λίγο πιο γκαζωμένοι αδιαφορώντας αν χωράνε σε ραδιοφωνικά formats, λίγο πιο αυθεντικά ανεμελοι και -νάτο έρχεται- «καλοκαιρινοί». Αν θεωρήσουμε δεδομένο ότι οι κιθάρες δε θα «πεθάνουν» ποτέ, ακριβώς επειδή «πεθαίνουν» συνέχεια, τότε ο Kevin Parker ήταν ο άνθρωπός τους για τη δεκαετία. Εκείνος που είδε την «κρίση ως ευκαιρία», την άρπαξε κι έφτασε να κάνει παρέα με την Lady Gaga και τον Marκ Ronson.
Στον πάγκο: Allah-Las, s/t (2012) – τι κι αν οι music snobs ποτέ δεν τους ενέκριναν, τι κι αν τα επόμενα τρία άλμπουμ τους ήταν αναμενόμενα υποδεέστερα, το ντεμπούτο των Καλιφορνέζων ήταν από τις ωραίες τσιχλόφουσκες των 10s. Και το live τους την τελευταία μέρα του Μαϊου του 2013 στο Fuzz, η μεγαλύτερη συγκέντρωση ωραίων προσώπων και φλοράλ πουκάμισων στην Αθήνα αυτής της δεκαετίας.
Ο Andrew Weatherall πέρασε μια δεκαετία απόλυτης καταξίωσης στις συνειδήσεις βετεράνων διαφόρων σκηνών απλά ως «Ο Άνθρωπός Μας». Ξεπέρασε το underperformance οταν αναλαμβάνει τον ρόλο του δημιουργού (κι όχι του παραγωγού ή του remixer ή του DJ ή του compiler), μάλλον επειδή βρήκε στο πρόσωπο του «γιου» του Timothy J Fairplay κάποιον να του βάλει σε τάξη τις ιδέες. To σχήμα που έφτιαξαν, οι Asphodells, και το μοναδικό άλμπουμ που παρέδωσαν δε θα το βρείτε πουθενά σε αντίστοιχες λίστες. Είναι σαν εκείνο το πιάτο εκτός καταλόγου που ξέρουν μόνο οι τακτικοί πελάτες.
Στην περιπτωσή μας: πιστοί της Εκκλησίας της Factory Records/ ακόλουθοι του “drug chug” ρεύματος με το οποίο ο Sir Andrew χαμήλωσε τα BPM στα 10s/ όσοι περιέγραψαν αυτον τον δίσκο με τη φράση «σαν να πήγε διακοπές ο John Carpenter στην Ιμπίθα», παριστάνοντας ότι είναι δική τους/ εκείνοι που τη ζωή τους δεν την άλλαξε κανένα Unknown Pleasures και κανένα The Queen Is Dead, αλλά ορκίζονται στο παρδαλό εξώφυλλο του Screamadelica/ νεονιουγουεϊβάδες που αγαπημένος τους DJ είναι ο Ivan Smagghe (δεν του έχει πάει καλά η Αθήνα – ούτε το 2011 στο D.O.G.S., ούτε το 2017 στο Plissken)/ βρετανόφιλοι συγκινημένοι από την διασκευή στο “A Love From Outer Space” των A.R. Kane/ clubbers που λίγο πριν-λίγο μετά την απόσυρσή τους από την ενεργό δράση το φιλοσόφησαν τόσο ώστε να καταλήξουν ότι η πίστα χωρίζεται σε δύο μέρη, σε εκείνο του “I Feel Love” και σε εκείνο του “Hot On The Heels Of Love”
Στον πάγκο: John Talabot, fIN (Permanent Vacation, 2012) – το ένα και μοναδικό άλμπουμ του Ισπανού που υπήρξε μια από τις μορφές της ηλεκτρονικής δεκαετίας. Όσο εγκεφαλικά είναι τα sets του, όσο «απαιτητικές» είναι οι περισσότερες κυκλοφορίες της θαυμάσιας δισκογραφικής του, Hivern Discs, άλλο τόσο εδώ βρήκε τη μαγική συνταγή για να ξεπεράσει τα club στεγανά και να απευθυνθεί σε πιο μεγάλο ακροατήριο [Όπως τα κατάφεραν και οι Bicep που με το ομώνυμο άλμπουμ τους (Ninja Tune, 2017), μοίρασαν 90s ευδαιμονία σε clubbers που μπορεί και να ήταν αγέννητοι όταν έσκασαν οι Prodigy].
Page: 1 2