Categories: ΜΟΥΣΙΚΗ

Υπάρχουν, ευτυχώς, ακόμα σπουδαίες μπάντες. Υπάρχουν και οι Radiohead.

Ανήκω σε μια γενιά που μεγάλωσε με τον «φασισμό» της πανάκειας οι Radiohead είναι η καλύτερη μπάντα στον κόσμο. Δεν το ασπάστηκα ποτέ στο βαθμό να γίνουν οι αδιαφιλονίκητα αγαπημένοι μου, πενήντα τα εκατό λόγω αντδραστικότητας κι άλλα πενήντα τα εκατό γιατί πιστεύω ότι στην εφηβεία είναι πιο λογικό να μας συνταράσσουν πράγματα πιο άμεσα και σωματικά. Λιγότερο εγκεφαλικά κι «αντικειμενικά» από την τελειότητα της πεντάδας από την Οξφόρδη. Και χωρίς να συνοδεύονται από τον, ακόμα και σήμερα ανυπόφορο, σνομπισμό των οπαδών που τους έμαθαν σε κολλέγια και καλοτεχνίτικα αμφιθέατρα.

Αυτή η απόσταση, φυσικά, μειωνόταν συνεχώς –η στροφή του Kid A ήταν καθοριστική – και, να μην τα πολυλογώ έχετε διαβάσει και 7.5 εκατομμύρια λέξεις για το Primavera, ήταν μέχρι πριν δέκα μέρες το μεγάλο κενό στο συναυλιακό μου βιογραφικό (τα 12 χιλάρικα το 2000 δεν τα είχα δώσει από έναν συνδυασμό νεανικής απείθειας και φοιτητικού κόφτη). Το Primavera Sound Festival τους φιλοξένησε φέτος για πρώτη φορά. Και η δυναμική τους, τουλάχιστον στο κοινό του καταλανικού φεστιβάλ (αν ακόμα, που πολύ αμφιβάλλω, έχει κάποια σαφή ιδιαιτερότητα σε σχέση με τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά) αποδείχθηκε από το πιο γρήγορο ημερήσιο sold out της ιστορίας του. Με καινούριο (σπουδαίο) δίσκο, πάντα μελετημένο hype και μια εξωστρεφή διάθεση συμφιλίωσης με τον μύθο τους (είδες τι παθαίνουν οι άνθρωποι άμα χωρίζουν;), ήταν αναμφισβήτητα το μεγαλύτερο φετινό ραντεβού.

Το κάγκελο της μεγάλης σκηνής Heineken άρχισε να «κατοικείται» από τις 16.00 που άνοιξαν οι πόρτες του φεστιβάλ, 6 ώρες πριν την εμφάνισή τους στην σκηνή. 4 ώρες πριν οι πρώτες σειρές είχαν συμπληρωθεί. 2 ώρες πριν υπήρχαν σίγουρα παραταγμένες μερικές χιλιάδες κόσμου που φλυαρούσαν με σάουντρακ τους Beirut. Μισή ώρα πριν, το Primavera είχε νεκρώσει. Παρέες χάνονταν γιατί κάποιος επέλεξε να κάνει τη μοιραία στάση για τουαλέτα. Αδικημένοι από τη φύση -ως προς το μπόι- συνάνθρωποί μας βίωναν πρωτόγνωρες στιγμές κοινωνικού αποκλεισμού. Indie chic μπινελίκια ανταλλάσσονταν σε διάφορες διαλέκτους, όταν κάποιος κατέληγε στο που θα κάτσει κι έκρυβε το οπτικό πεδίο σε κάποιον άλλον που ήταν ήδη εκεί από ώρα. Πάνω στη λεπτή γραμμή αδημονίας κι αγοραφοβίας, κι αφού βρήκαμε κι εμείς τη θέση μας στο μόνο σημείο ανάμεσα σε 50.000 fans που ακούγονταν από κάθε κατεύθυνση ελληνικά, έφτασε η ώρα.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Σίγουρα παίζει ρόλο η πρώτη φορά. Άλλο είναι να εκπληρώνεις το συναυλιακό σου απωθημένο κι άλλο να είσαι ψύχραιμος (τα λέγαμε και στους LCD Soundsystem). Όμως πραγματικά αυτό που είδαμε, ήταν mindblowing. Ακόμα κι αν δεν ήταν το καλύτερο live που έδωσαν ποτέ, ακόμα κι αν είχαν σαφέστατα προβλήματα με ήχο (που έφεραν τη μεγαλύτερη κριτική που έχουν δεχθεί ποτέ οι διοργανωτές από τους Radionerds την επόμενη μέρα), ακόμα κι αν οι συνθήκες πολυκοσμίας το χάλασαν σε πολλούς, ήταν πραγματικά απολαυστικοί. Προικισμένοι μαριονετίστες που μετακινούσαν ένα πλήθος τόσο αβίαστα σαν να ήταν δάσκαλοι που αλλάζουν θέση τους μαθητές στην τάξη. Τελειομανείς σκηνοθέτες ενός show που ήταν σαφώς προσανατολισμένο να ικανοποιήσει το πολυσυλλεκτικό κοινό ενός φεστιβάλ, τοποθετώντας εμμονές (“The National Anthem”, “Talk Show Host”, “Weird Fishes/Arpeggi”) δίπλα σε κλισέ στανταράκια (“Karma Police”, “Street Spirit/Fade Out”, “No Surprises”), ξεκινώντας με πέντε πρώτα τα αντίστοιχα του φετινού δίσκου (από τον οποίο ξεχώρισε μια ανέλπιστα μυσταγωγική εκτέλεση του “Numbers” αργότερα), αλλά και δείχνντας σεβασμό στους φανατικούς με κεντητές (επαν)εκτελέσεις (π.χ. ένα future bass «ανατολίτικο» “Lotus Flower” με το φάντασμα του Four Tet να πλανάται στο καταλανικό Forum κι ένα επιληπτικά techno “Everything In Its Right Place” που θα μπορούσε να παίζει ώρες και να μας έχει εκεί σκαλωμένους να κουνάμε σπονδυλική στήλη κι αύχενα).

Κι όλα αυτά απλά να έρχονται για να επιβεβαιώσουν ένα και μόνο πράγμα. Σε επίπεδο παιξίματος δεν μπορούν να συγκριθούν με κανέναν άλλον εκεί έξω. Έχοντας καταφέρει τη χρυσή live ισορροπία: να ακούγονται «ηχογραφημένοι» και παράλληλα να έχουν ξεφύγει στη μισή συναυλία και βάλε από την πεπατημένη της στουντιακής ηχογράφησης. Αν και προτιμώ, κατά βάση, τις ηλεκτρονικές κατευθύνσεις που δίνει ο Thom Yorke στο γκρουπ είναι σχεδόν αδύνατο να βρεις λόγια να περιγράψεις αυτά που κάνει με την κιθάρα του ο Jonny Greenwood στα “Bodysnatchers” και “2+2=5”. Ή την απόλυτη ησυχία όταν μου έκαναν τη χάρη κι έπαιξαν το “Pyramid Song”. Ή τη συνταρακτικά πιστή εκτέλεση του “Paranoid Android” που πάντα θα είναι το ιερό δισκοπότηρο των fans που αγαπάνε το OΚ Computer πιο πολύ από τους γονείς τους.

Πέραν των προβλημάτων με τον ήχο (που δεν μπορούσε να γεμίσει με αυτό το στήσιμο όλο το ξέφωτο), μπορώ να πω ότι η αγχωτική live εκδοχή του “Idioteque” (κλασική εδώ και πολλά χρόνια, νομίζω) δεν το αφήνει να αναπνεύσει, ότι το “No Surprises” θα είναι πάντα «Coldplay πριν τους Coldplay» και ότι η στιγμή, για μένα τουλάχιστον, του live ήταν το “There There”. Εκεί ενεργοποιώντας και τον δεύτερο κρουστό πλην του Phil Selway μας έκαναν όντως «ατυχήματα που περίμεναν να συμβούν» απελευθερώνοντας τεράστια αποθεματικά συναισθηματικής ενέργειας. Να έπαιζαν και το “Identikit”

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Ίσως είναι άστοχο, υποκειμενικό κι εν τέλει επιπόλαιο, όμως οι Radiohead μοιάζουν να βρίσκονται στο καλύτερο σημείο τους. Δεν είναι μια μπάντα που βλέπει μόνο προς τα πίσω, το καινούριο άλμπουμ το αποδεικνύει περίτρανα. Αλλά, πια φαίνονται απόλυτα συμφιλιωμένοι με την κληρονομιά τους (ίσως γιατί ποτέ κανείς δεν τους έδειξε πως έχει χρησιμοποιήσει τη μουσική τους ο Χριστόφορος Παπακαλιάτης). Κι αυτό φαίνεται στο drive του Yorke να οδηγήσει το ανατριχιαστικό a capella στο “Karma Police”(που χάσαμε για λίγο όλοι τον εαυτό μας), αλλά και στο ότι πια υποκύπτουν, άσχετα αν το κανουν«με το ζόρι» με κάποια αχρείαστα μασκαριλίκια, και παίζουν το “Creep” στο αδηφάγο κοινό. Δεν είναι πια weirdos, ξέρουν πάρα πολύ καλά «τι στο διάολο κάνουν εδώ» κι αν μπορείτε να τους πετύχετε κάπου σε αυτήν την περιοδεία, μην τους χάσετε. Πάνω στην σκηνή είναι μια κινούμενη εκκλησία που προσηλυτίζει νέους πιστούς. Υπάρχουν πολλά σπουδαία, ίσως και πιο αγαπημένα, συγκροτήματα. Υπάρχουν όμως και οι Radiohead που είναι μια κατηγορία από μόνοι τους.



Για τα υπόλοιπα που συνέβησαν στο φεστιβάλ, τα λέει πολύ ωραία η Αθηνά Μικροπούλου εδώ (που γύρισε όλες τις μικρές σκηνές σκάβοντας κυριολεκτικά το πρόγραμμα), αλλά κι ο Άρης Καραμπεάζης σε μια πριμαβερική σάγκα στο MiC. Θα κλείσω με τις απογοητεύσεις (και μερικά highlights παρακάτω) που δεν ήταν άλλες από τις αντοχές μας (είναι πολύ πολύ μεγάλο το φεστιβάλ πια, βγαίνει, αλλά σου αφήνει ένα δεκαήμερο και βάλε κατάλοιπο αν μετά δεν έχεις κλείσει σανατόριο), το ανεκδιήγητο θέαμα του Brian Wilson να παίζει το Pet Sounds (all due respect αλλα έμοιαζε με εκείνα τα πρωτοχρονιάτικα live που έκανε κάποτε για τον ANT1 o Μαστοράκης με Platters, Neil Sedaca κτλ.) και η συμμετοχή από το Καρναβάλι του Μοσχάτου που βαφτίστηκε live (που ήταν τελικά dj set) των Avalanches. Α, και οι Algiers, σε μια εμφάνιση με πολλή ενέργεια για ελάχιστο αποτέλεσμα σαν να βρίσκονταν ουραγοί σε post punk talent show…

Brian Wilson

Primavera Sound Festival 2016 #stigmoules #highlights #atakes

– Η φθυσική μορφή του Will Toledo των Car Seat Headrest, βγαλμένη από το τυπικό lookbook του αμερικάνικου indie. Ξεκίνησε χαμηλόφωνα, ανέβασε βαθμιαία, διασκεύασε “Paranoid Android”, είναι το σοβαρό παρόν μιας σκηνής που είναι πια αφόρητα βαρετή.

  • To “Wulfstan II”, η πιο καταιγιστική στιγμή του live των ΒΕΑΚ> (δυστυχώς κανείς δεν το έχει ανεβάσει από το φεστιβάλ). Ενός εκ των τριών καλύτερων live του τριημέρου που το είδαμε εγκληματικά νωρις τόσο στη ροή του φεστιβάλ όσο κι από άποψη ώρας.

  • Η άφιξη στο Bowers & Wilkins Beach Club, σχεδόν μεσημέρι την πρώτη μέρα. Η dance σκηνή του φεστιβάλ που βάραγε από πολύ νωρίς αλλά και που μας τρόμαξε επιβεβαιώνοντας το τεράστιο μέγεθός του (περίπου 2-2.5 χλμ από την Heineken). Δεν ξαναπήγα ποτέ, κάποια από τα ντοπαρισμένα παιδιά εκεί, σίγουρα θα έφυγαν με φορεία…

Simian Mobile Disco, φωτό: Cecilia Diaz Bietz/ Primavera Sound

  • Όχι και 2 ευρώ το μπουκαλάκι νερό amigos….
  • Οι καλαμιές που κρατούσαν ως άλλα λάβαρα κάποιοι θαμώνες κυρίως της σκηνής Ray Ban. Έδιναν μια πως-να-το-πω επική χροιά στην εικόνα του αλλαλάζοντος πλήθους. Σαν να ήταν στράτευμα, έτοιμο να εφορμήσει σε GoT επεισόδιο…
  • Ο Cass McCombs, ο πιο σκληρά εργαζόμενος άνθρωπος του Primavera Sound Festival 2016. Έπαιξε τέσσερις φορές στις διάφορες σκηνές, άρτι αφιχθείς μάλιστα από το Release Athens. Θα’ χει τίποτα χρέη, φαίνεται…

  • Το “Kaputt” των Destroyer. Λίγο πριν πέσει ο ήλιος με τα σαξόφωνα να στριγγλίζουν κι εκείνον να επιδίδεται με (και χωρίς) γυαλιά ηλίου σε ηδυπαθές crooning. Το πιο cool snapshot κομψότητας της φετινής διοργάνωσης.

  • Το γύρισμα του κεφαλιού στο άκουσμα των συνθημάτων του κοινού όταν απομακρυνθήκαμε από την λαϊκή ηρωίδα τουρκάλα Selda. Τούρκικα δεν ξέρουμε, αλλά με δεδομένο ότι η γιαγιά είχε μιλήσει πριν για Δημοκρατία και Ισότητα, δε θέλει και πολύ να καταλάβεις. Και να σφίξεις νοητά τη γροθιά σου…

  • «Δηλαδή, τώρα θα παίρνουμε ναρκωτικά για να ακούμε jazz, ειλικρινής απορία σε παρακείμενο ελληνικό πηγαδάκι που περιγράφει όσο πιο αμφίσημα χρειάζεται το αμήχανα άρτιο live του Floating Points.

  • Ποιο ήταν αυτό το γαμημένο electrolatino πρώτο κομμάτι που έπαξαν οι Optimo; Μπορεί να βοηθήσει κανείς;
  • Για το “There There” είπα;

  • Το “When You’re Sad” των AR Kane. Το live τους μπροστά σε συγγενείς και φίλους στην Adidas Originals (για χάρη του οποίου θυσιάσαμε τον Kamasi Washington) ήταν μάλλον ήσσονος σημασίας. Αλλά μείζονος συναισθηματικής αξίας.

  • Πόσο καλό dna ρε φίλε αυτοί οι Kiasmos; Live χορευτικού ξεσπάσματος που ίσως θα ήταν ακόμα καλύτερο αν φόραγε την πιο neoclassical εκδοχή τους και πήγαινε στο κλειστό αμφιθέατρο Auditory. Σε κάθε περίπτωση για 1 ώρα και κάτι χαμογελάσαμε διάπλατα.

  • Το σετ του Maceo Plex ως δυαδικό σύστημα. Ζζζζζζζζ (βγάζει μπάσα, γέφυρα) Μπουμ Μπουμ Μπουμ (βάζει μπάσα, δυναμώνει, turbo kick drum). Σαν Richie Hawtin τρίτης γενιάς, περιμέναμε μεγαλύτερη ποικιλία.
  • Η στιγμή που οι Cabaret Voltaire (δηλαδή ο Richard H. Kirk που τους αντιπροσωπεύει πια) αποφάσισε κάπου στα μισά του live του να το γυρίσει στο drum ‘n’ bass (!) και καπάκι να πετάξει κάτι techno μαυρίλες σηκώνοντας το, υποτίθεται αυστηρά για καθήμενους, Auditory στο πόδι. Παρά την ανησυχία και τις παραινέσεις των σεκιουριτάδων μέχρι το τέλος όλοι έμειναν όρθιοι να χαζεύουν τα mindfucking visuals χορεύοντας.
  • Το ξεκίνημα της PJ Harvey με το “Chain of Keys”. Αυτή η γυναίκα θα μας συγκλονίζει ακόμα και στα μέτριά της…

  • To safari look του Bradford Cox. Σε εντελώς διαφορετικό mood από το καταπελτικό παρελθόν των Deerhunter στον ίδιο χώρο, κάπου μεταξύ dream pop και soft rock με σαξόφωνα, απέδειξε ότι είναι η πιο χαμαιλεοντική (αρά και πιο σημαντική;) μορφή του σύγχρονου αμερικάνικου εναλλακτικού στερεώματος.

  • Κοκοράκι Richard Hawley > Κοκοράκι Alex Turner

  • Οι Moderat. Όσοι τους έχουμε παρακολουθήσει από το ξεκίνημά τους, τους έχουμε δει live επανειλημμένα (διαπιστώνοντας χρόνο με το χρόνο τη φοβερή πρόοδο του Apparat ως frontman και του trio ως κανονικό live act) μπορούμε πια να ξεχωρίσουμε τη διαφορά από το ηλεκτρονικό απωθημένο στο γεμάτο νόημα happening now.

  • Ο DJ Coco στο παραδοσιακό closing set – ξεφαντωμα να ξεκινά με το “Space Oddity” και να λυγίζουν και τα τσιμέντα.
  • Ο DJ Coco στο παραδοσιακό closing set – ξεφαντωμα να κλείνει με το “Heroes”. Τι κρίμα που δεν μπόρεσε ποτέ να Τον φωνάξει στο φεστιβάλ που υπάρχει εξ’ αιτίας Του.

Παναγιώτης Μένεγος