Η jazz έκανε μια αξιοσημείωτη επιστροφή τη δεκαετία που έφυγε. Ίσως γιατί συζήτησε εύστοχα με άλλα είδη κι εκσυγχρονίστηκε προσελκύοντας νέους ακροατές (βλέπε BadBadNotGood με το hip hop, βλέπε την καταπληκτική νέα βρετανική σκηνή με τα παρακλάδια του αστικού ήχου). Ίσως, πιο απλά, γιατί κάποια στιγμή θα γινόταν κι αυτό μέσα στην αέναη ανακύκλωση της μουσικής βιομηχανίας. Σίγουρα πάντως, γιατί βρήκε κάποια πρόσωπα να ενσαρκώσουν την τάση.
Δηλαδή, βρήκε τον Kamasi Washington. Με το τενόρο σαξόφωνό του, με τις κελεμπίες του, με τα παράσημα που είχε κολλήσει δίπλα σε Kendrick Lamar/ Flying Lotus/ Thundercat κ.ά., με το ονοματεπώνυμό του που θυμίζει βετεράνο του NBA των 90s, με το αξιαγάπητο παρουσιαστικό του «αγαθού γίγαντα». Φυσικά, με το ακριβέστατα τιτλοφορημένο The Epic, το τριπλό άλμπουμ που διαρκούσε περίπου όσο μια ρύθμιση 100 δόσεων σε ασφαλιστικό ταμείο. Ένα ατέλειωτο ταξίδι στον ωκεανό του αυτοσχεδιασμού, μια επίδειξη υψηλής δεξιοτεχνίας. Τόσο αυτοαναφορική όσο την θέλουν οι παλιοί, λίγο περισσότερο απ΄όσο μπορούν να αντέξουν οι νεότεροι. Αμφότεροι συναντήθηκαν στα jazz χαρακώματα, στα μέρη μας και στην Τεχνόπολη σε εκείνη την κάπως αμήχανη συναυλία το καλοκαίρι του 2017…
Στον πάγκο: Kendrick Lamar, To Pimp A Butterfly (Top Dawg/ Aftermath/ Interscope, 2015) – για πολλούς, σίγουρα Αμερικάνους, ο δισκος της δεκαετίας. Το ξεπέταγμα ενός νέου μεγάλου παίκτη με συντριπτικό flow, γνώση και σεβασμό στην κουλτούρα της φυλής του κι ένα all-star παραγωγικό team έτοιμο να τον απογειώσει. Αν έλεγα ότι μου μίλησε περισσότερο π.χ. από το Yesterday’s Gone (AMF, 2017) του Loyle Carner, θα ήμουν ψεύτης.
To 2016 ανήκε στην οικογένεια Knowles. Η οπτικοακουστική υπερπαραγωγή του Lemonade ήρθε να κουμπώσει στο υπερθέαμα της εμφάνισης της Beyonce στο Super Bowl του 2013 και να επιβεβαιώσει το “poptimism” που χαρακτήρισε τη δεκαετία («η τάση να αντιμετωπίζουμε την πιο κυνικά φτιαγμένη pop ως υψηλή τέχνη», το συνόψισε φαρμακερά στην μουσική ανασκόπησή του ο New Yorker). Οι μουσικοί Boomers που είδαμε ξαφνικά π.χ. την Arianna Grande να μπαίνει στην ίδια συζήτηση με τους Swans, το αντιμετωπίσαμε με δυσπιστία. Κι αγνοήσαμε ότι υπήρχε λόγος, και μάλιστα σοβαρός, που η μικρή αδερφή Solange έπαιρνε το περισσότερο χειροκρότημα. Σαρώνοντας μάλιστα στις λίστες με τα καλύτερα, στο τέλος εκείνου του έτους.
Ομολογώ ότι το A Seat at the Table το άκουσα την επόμενη χρονιά. Όταν έτυχε να την δω live στο SXSW 2017. Προσήλθα μετρημένος και υπέρ το δεον επιφυλακτικός, απήλθα ψάχνοντας το σαγόνι μου. Έχοντας ανακαλύψει έναν δίσκο που δικαίως είχε τινάξει την μπάνκα. Μια μεγάλη μαύρη φωνή σε ένα περιβάλλον που δημιουργησε μια αφρόκρεμα παραγωγών για να τη βοηθήσει να διανύσει την απόσταση από τα θεμέλια των Sly and the Family Stone ως τις χρυσές μέρες του Prince. Δυο ηθικά διδάγματα: α) η Solange δεν ήταν πια «εκείνη που τσακώθηκε στο ασανσέρ με τον Jay-Z», β) μερικές φορές, τις περισσότερες ίσως, όταν όλος ο πλανήτης λέει κάτι, μάλλον έχει δίκιο…
Στον πάγκο: Ήταν δεκαετία συγκινητικού comeback για τη Neneh Cherry, η καλύτερη από τις τρεις κυκλοφορίες της ήταν το θαυμάσιο Broken Politics (Smalltown Supersound, 2018). Και το live της στο Summer Nostos, το καλοκαίρι που μας πέρασε, ένα από τα καλύτερα που είδαμε.
Όταν, επίσημα κι ανεπίσημα media πήραμε χαμπάρι -έχοντας οι περισσότεροι καταρτίσει τις λίστες μας για το 2010- τον Matthew Barnes από τη χερσόνησο του Γουίραλ μεταξύ της βόρειας Ουαλίας και του Λίβερπουλ, δεν υπήρχε καν λήμμα “Forest Swords” στη Wikipedia. Αλλά δε γινόταν να τον αγνοήσεις ως έναν ακόμα παραγωγό που φτιάχνει “chillwave”, ‘witch house” ή “hypnagogic pop” (τι μουσικογραφικά κέφια κι αυτά, ε;) στην κρεβατοκάμαρά του με φθηνό εξοπλισμό κια χαμηλές προσδοκίες.
Ήταν ό,τι πιο ατμοσφαιρικό είχαμε ακούσει μετά τον Burial. Τόσο εφευρετικός όσο η πληθώρα των samples του που εκκινούσαν από το post punk κι έφταναν μέχρι το σύγχρονο hip hop – R’n’B. Τόσο τολμηρός ώστε να αποδομήσει πλήρως το ‘If Your Girl’ των Aaliyah-Timbaland. Τόσο εύστοχος ώστε να μοιράσει αραιά κάποια κιθαριστικά riffs που έκαναν άπαντες να παραληρούν για επιρροές από τα σάουντρακ του μαέστρου Morricone (ο ίδιος ξαφνιαζόταν αρχικά όταν του το επισήμαιναν, στην πορεία το υιοθέτησε με μεγάλη ευχαρίστηση).
Το Dagger Paths, στην αρχική του έκδοση, ήταν ένα EP 34 λεπτών και 5 δευτερολέπτων. Δεν χρειάστηκαν περισσότερα για να καταλάβουμε ότι είχε αφιχθεί ένας παραγωγός που θα χαρακτήριζε τη δεκαετία με δύο υπέροχα άλμπουμ ανήκοντας πια στο δυναμικό της Ninja Tune. Τον είδαμε 3-4 φορές στην Αθήνα, εκείνη του Plisskën το 2016 που έκλεψε την παράσταση από όλο το line-up ήταν μάλλον η πιο αξιομνημόνευτη.
Στον πάγκο: James Holden and the Animal Spirits, the Animal Spirits (Border Community, 2017) – άλλη μια απόδειξη της ιδιοφυϊας του μαθηματικού/ απόφοιτου της Οξφόρδης σε ένα δύσκολο (γι’ αυτό κι όχι αγαπησιάρικο) άλμπουμ που περπάτησε στα χωράφια μιας εντελώς δικής του «ιθαγενούς» jazz προσέγγισης/ Tropic of Cancer – The End of All Things (Downwards, 2011) – «συλλογή» από singles που συμπυκνώνει την καθοριστική συνεισφορά της Camella Lobo στον ζόφο του doom & gloom με τον οποίο ξεκίνησαν τα 10s.
Τελικά, άντεξε στον χρόνο. Το 2010, τα «Προάστια», το κόνσεπτ άλμπουμ με το οποίο οι Arcade Fire μας ανακοίνωσαν ότι ήταν έτοιμοι να διαδεχθούν τους Radiohead στο «εναλλακτικό» Game of Thrones, ήταν ο δίσκος-event της χρονιάς. Είχαν μεγαλοπιαστεί/προδώσει το 00s παρελθόν τους; Ή είχαν εκπληρώσει, ως όφειλαν, την προφητεία του Μεγάλου Ώριμου Δίσκου;
Δέκα χρόνια μετά, νομίζω μπορούμε να πούμε το δεύτερο. Το λέει μάλλον καλύτερα κι από μας η μετέπειτα πορεία τους. Το 2013 δίχασαν ακόμα περισσότερο, παίζοντας στο τερέν των Talking Heads με το Reflektor (και τον James Murphy να βοηθάει στην παραγωγή), ενώ το 2018 δεν τους είχαν μείνει και πολλοί να διχάσουν με το άνισο (και ίσως καλύτερο απ’ οτι τελικά καταχωρήθηκε κατακρεουργημένο) Everything Now. Σε αυτή την φθίνουσα πορεία το the Suburbs παραμένει στιβαρό, φλερτάρει με το «κλασικό», λειτουργεί ως γέφυρα ανάμεσα στο μελαγχολικό και το πιο αισιόδοξο πρόσωπο που έδειξε η κολέκτίβα από τον Καναδά τις δύο δεκαετίες που είναι ενεργή, αντίστοιχα. Ήταν ο δίσκος που συνάντησαν στην κορυφή του λόφου. Δυστυχώς δεν τους είδαμε στα μέρη μας, ούτε όταν άρχισε η αναπόφευκτη κατηφόρα.
Στον πάγκο: Beach House, Teen Dream (Sub Pop, 2010) – η καλύτερη στιγμή ενός ντουέτου που μάλλον γνώρισε μεγαλύτερη αποδοχή απ’ όση του αναλογούσε (και μπορούσε να διαχειριστεί) σε αυτά άσπλαχνα χρόνια του streaming/ Steve Mason, Monkey Minds In The Devil’s Time (Double Six, 2013) – από τα σπουδαία hidden gems των 10s, από έναν τύπο καταδικασμένο σε αουτσάιντερ πορεία μετά τους Beta Band που όμως εδώ κολύμπησε ανάμεσα στα είδη και σώθηκε επειδή ξέρει να γράφει σπουδαία Τραγούδια/ Damon Albarn, Everyday Robots (Parlophone, 2014) – έναν χρόνο μετά τη θριαμβευτική περιοδεία επανένωσης των Blur κι έναν χρόνο πριν το συνταρακτικά αδιάφορο τελευταίο άλμπουμ τους, ο Damon Albarn με την παρθενική σόλο δουλειά του, μας διαβεβαίωσε ότι μαζί θα γεράσουμε. Όμορφα.
Χωρίς κανένας μας να το περιμένει, τουλάχιστον έχοντας στο μυαλό τους My Morning Jacket, o frontman τους κυκλοφόρησε ένα σόλο άλμπουμ που όσο περνάνε τα χρόνια ακούγεται και καλύτερο. Ξεκινώντας από τις alternative country καταβολές της μπάντας του (κι ευτυχώς αναχωρώντας πολύ γρήγορα από εκεί), ο James εντελώς αναπολογητικά έφτασε μέχρι τη soul βάζοντας το κερασάκι της έκπληξης. “Half Marvin Gaye, half Leonard Cohen”, ήταν μια από τις πιο γενναιόδωρες περιγραφές που του επεφύλαξε ο μουσικός τύπος.
Υπερβολή ή όχι, το Eternally Even κέρδισε με το σπαθί του μια θέση σε αυτην την πολύ κλειστή λίγκα των άλμπουμ που αποκτάς μαζί τους μια απόλυτα ειλικρινή σχέση. Και καταφεύγεις σε εκείνα, όποια κι αν είναι η περίσταση. Στο τέλος μιας κουραστικής μέρας, σε μια νυχτερινή βόλτα με το αμάξι, στο δυνάμωμα του volume όταν τα πετυχαίνεις στο ραδιόφωνο. Ο James βέβαια πήρε φόρα από τα καλά λόγια και σε αυτά τα 3 και κάτι χρόνια που έχουν μεσολαβήσει, έχει ήδη κυκλοφορήσει άλλα 4 άλμπουμ. Προφανώς, χειρότερα.
Στον πάγκο: the Feelies, In Between (Bar/None, 2017) – εύκολα, και χωρίς συναγωνισμό, ο Πιο Τίμιος Δίσκος των 10s από τους βετεράνους από το Νιου Τζέρσεϊ που υπενθύμισαν την παρουσία τους χωρίς θορύβο και χωρίς καμία διάθεση να εξαργυρώσουν την αναβίωση του ενδιαφέροντος για τα νεοϋρκέζικα late 70s μέσα από πλειάδα βιβλίων, ντοκιμαντέρ και τηλεοπτικών σειρών.
Είναι δύσκολο να γράψεις για δίσκους σαν κι αυτόν. Το Immunity είναι το αποτέλεσμα της «εργαστηριακής» δουλειάς ενός ιδιοφυούς wonderboy (στην εφηβεία του υπήρξε πιανίστας-φαινόμενο). Δεν υπάρχουν ούτε στίχοι να ερμηνευθούν, ούτε back stories να φτιάξουν ένα κάδρο, δεν έχει και ιδιαίτερο ενδιαφέρον να αναφερθείς στις μάλλον βαρετές λεπτομέρειες του τεχνικού κομματιού.
Ο Hopkins με το φρενήρες “Open Eye Signal” συμβολικά παίρνει τον πυρσό από το “Surf Solar” των Fuck Buttons. Αλλά είναι οι πιο «αναλογικές», οι ήσυχες στιγμές του δίσκου (όπως το “Sun Harmonics”) που σου δημιουργούν την αίσθηση του δέους γι’ αυτό που μόλις άκουσες. Σε μια δεκαετία που είδαμε να συμβαίνουν πολυσυζητημένες επιστροφές σαν κι εκείνες των Boards of Canada και του Aphex Twin, το άλμπουμ που υπερασπίστηκε πιο σθεναρά την αμφισβητούμενη τιμή της electronica ήταν αυτό.
Στον πάγκο: Kelly Lee Owens, s/t (Smalltown Supersound, 2017) – ενα ντροπαλό κορίτσι από την Ουαλία να κοιτάζει χαμηλά (όχι τα παπούτσια της αλλά) τα synths της, μερικά δειλά φωνητικά σε μερικές απόπειρες που ισορροπούν στο μεταίχμιο της ambient με το techno. Πετυχαίνει πάντα.
ΟΚ, το hip hop ασφαλώς και ήταν το είδος που κυριάρχησε στα 10s. Με όλες τις συγγένειες με το R’n’B και τις προσμείξεις που οδηγούν σε παρακλάδια όπως το trap. Οι άνθρωποι που έκατσαν πάνω από τις κονσόλες των hip hop δίσκων ήταν οι πιο ευφάνταστοι δημιουργοί της δεκαετίας, αυτοί που εξέλιξαν ή δημιούργησαν μια νέα γλώσσα. Μπορεί να έγινε κιόλας η «pop των ημερών», μπορεί και όχι – σε όρους απήχησης στο mainstream αυτό συνέβη πάντως στα σίγουρα. Μπορεί κάπου εκεί, στα λευκά ακροατήρια της suburbia που δυναμώνουν το DAMN. να κρύβεται και λίγο (ή πάρα πολύ) cultural appropriation. Όμως, σε μια δεκαετία που είχε για βασικό της σύνθημα το “Black Lives Matter” κι αναγέννησε τον ρατσισμό, μέσα κι από τον ένοικο του Λευκού Οίκου, το hip hop ήταν καθόλου «επικίνδυνο»; Απορροφήθηκε μόνο ή ξεβόλεψε κιόλας;
Όταν το 2011, οι Death Grips έδιναν δωρεάν μέσω του ίντερνετ το ντεμπουτο mixtape τους, προφανώς και δεν είχαν συνειδηση ότι θα ανέτρεπαν όλα τα παραπάνω. Ιθύνων νους ο λευκός Zach Hill (στην κανονική ζωή ντράμερ με punk/noise διαπιστευτήρια) – εικόνα επιβλητική και φωνή-καταπέλτης ο μαύρος MC Ride, πάντα γυμνός στην σκηνή, σχεδόν αμίλητος στην καθημερινότητά του, εικαστικός – μαζί τους και ο μηχανικός Andy Morin. Αυτό που ακούσαμε ήταν άβολο κι εχθρικό, κληρονομιά των Rage Against the Machine/ Body Count/ Public Enemy/ Living Colour/ του hardcore των 80s και του rap metal των 90s. Εν τέλει (επιτέλους) «επικίνδυνο». Όσο τίποτα άλλο αυτή τη δεκαετία που, όσο τίποτα αλλο κυκλοφόρησαν ακόμα και οι ίδιοι οι Death Grips έχοντας χάσει το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού.
Συνεργασίες με mega stars όπως ο Kendrick Lamar κι ο Ghostface Killah, σχήματα όπως οι Midnight Hour, “Adrian Young presents…” θρύλους της soul όπως οι Delfonics ή σεβαστές φιγούρες του underground όπως ο Jack Waterson των Green on Red, 2-3 συγκλονιστικά Boiler Room sessions που έσπασαν τον dance κανόνα, μουσική για ταινίες. Πολύ busy δεκαετία για τον 40αρη Adrian Younge, ειδικά αν συνυπολογίσουμε και τα μαθήματα Law Entertainment που κάνει ως κάτοχος πτυχίου Νομικής.
Το αποκορύφωμά της όμως ήρθε σχετικά νωρίς όταν ο Younge επισκέφθηκε ξανά πρωτόλειο υλικό του από το 2000 και το μετέτρεψε σε ένα αριστούργημα σινεματικής soul συνδυάζοντας τις δύο μεγάλες αγάπες-βασικές επιρροές/εμμονές του: τον αναλογικό ήχο (παίζει 20 όργανα στον δίσκο) και την παράδοση που έχουν δημιουργήσει τα σάουντρακ του ιταλικού κινηματογράφου. Τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο από ένα κομψοτέχνημα.
Στον πάγκο: ο Charles Bradley ήταν μια από τις μεγάλες απώλειες των 10s, ουσιαστικά της μόνης δεκαετίας που υπήρξε ενεργός δισκογραφικά αφότου τον ανακάλυψαν κυριολεκτικά από τα αζήτητα οι εκσκαφείς της Daptone Records. Υπό αυτήν την έννοια το ντεμπούτο του No Time For Dreaming, σε ηλικία 63 ετών το 2011, δεν είναι μόνο σπουδαία soul αλλά κι ένα ιστορικό μουσικό γεγονός.
Οι LCD Soundsystem είναι πανταχού παρόντες στις λίστες με τα Καλύτερα των 10s. Παραδόξως για μένα, αποκλειστικά με το This Is Happening που συναντήσαμε παραπάνω. Κι όμως, η επιστροφή του(ς) με το American Dream του 2017, αφού ο James Murphy εξαφανίστηκε δραματικά και ξεχάστηκε παροδικά, ήταν ακριβώς αυτό που επιθυμούσε. Θριαμβευτική. Δε θα ταίριαζε άλλωστε και τίποτα διαφορετικό στην «πλεκτάνη» που έστησε. Δεν τον έπαιρνε να κάνει οτιδήποτε λιγότερο
Το «Αμερικάνικο Όνειρο» της μοναρχίας των LCD Soundsystem (η ομάδα του γκρουπ πάντως μαζεύτηκε σύσσωμη) δεν είναι λοιπόν ένας δίσκος όσο καλός περιμέναμε. Είναι καλύτερος απ’ ότι ελπίζαμε, ενώ οπλίζαμε την σκανδάλη της οριστικής αποκήρυξης. Μιλάει για το πως είναι να μεγαλώνεις, να αυτοαναιρείσαι, να μετανιώνεις (είτε το παραδέχεσαι είτε όχι), να συνεχίζεις. Και να θρηνείς. Τον Bowie, το πάρτι που χάνεται μαζί με τη νιότη, τους φίλους που στην πορεία κατέβηκαν (ή κατέβασες) από το τρένο, το edge που ήταν άλλωστε το ζητούμενο από την παρθενική τους κυκλοφορία πίσω στο 2002.
Αλλά τώρα μπορούν να ζήσουν και χωρίς αυτό…
Στη αυγή της δεκαετίας ο χρόνος του dubstep έμοιαζε να τελειώνει, το post punk revival των 00s είχε προ πολλού εκπνεύσει, η DFA Records δεν ήταν πια ο ορισμός του coolness, οι Arcade Fire ετοιμάζονταν για πλανητάρχες, τα μουσικά blogs έπνεαν τα λοίσθια προλαβαίνοντας όμως να φτιάξουν τερατογενέσεις όπως το blog house και οι Animal Collective, όλοι μιλούσαν για τους hipsters χωρίς να καταλαβαίνουν τι εννοούν (ή και χωρίς να εννοούν τίποτα), το streaming δειλά δειλά αντικαθιστούσε το P2P και τα social media επέτρεπαν σε όλους μας -και φυσικά στους μουσικούς δημιουργούς- να είναι διάσημοι σε τουλάχιστον 15 ανθρώπους δίνοντας στον Γουόρχολ context κοινωνικής δικτύωσης.
Λίγο πριν, το Καστελόριζο γίνει το νησί που έκοψε την νεότερη ελληνική ιστορία στα δύο, ο Dan Snaith αποφάσιζε να ενώσει τις ταυτότητές του επαναφευρίσκοντας το νόημα του πρότζεκτ Caribou. Κράτησε μερικά bleeps από τον κιαρό που συστηνόταν ως Manitoba, τα ζύμωσε με την ψυχεδελική ευαισθησία του προηγούμενού του άλμπουμ (Andorra, 2007), συμβάδισε με τους συμπατριώτες του Junior Boys κι έγραψε την Καλύτερη Ηλεκτρονική Pop του 21ου Αιώνα. Ως τέτοια ακούγεται μέχρι σήμερα – αρκεί κανείς να πατήσει play στο “Odessa”, το ραδιοφωνικό «τυράκι» που μας έμπασε στον δίσκο και λιώνει ακόμα στα αυτιά μας δέκα χρόνια μετά. Synthpop απαλλαγμένη από τα eyeliner κατάλοιπα των 80s, ικανή να συνομιλήσει με το χημικό υποσυνείδητο των clubbers (μην ξεχνάμε την περσόνα του Snaith ως Daphni), γαντζωμένη στην εύθραυστη συναισθηματικότητα των indie kids.
Το Swim είναι από εκείνους τους δίσκους, που σπανίζουν πια, με απόλυτη ευστοχία. 9/9 κομμάτια με λόγο ύπαρξης, πολυεπίπεδα ούτως ώστε ανά περιόδους να αλλάζει «το αγαπημενο» σου, χορευτικά, «της χαράς και της λύπης», χωρίς ούτε ένα filler. Το βήμα ενός geek προς την ωριμότητα και την εμπορική αναγνώριση. Και προς τον «κόσμο» με τη διονυσιακή live εκτέλεσή του. Όσοι είχαν την ευτυχία να πετύχουν το τρίο (με 2 ντράμερ) να παίζει το άλμπουμ σε συναυλίες ανυπολόγιστου bliss, σίγουρα καταλαβαινουν τι εννοώ…
Page: 1 2