Πριν από χρόνια αναρωτιόμουν τι σόι γενιά είναι αυτή η δική μου. Οι παππούδες μας διηγούνταν Βαλκανικούς και Μικρασία και Βενιζέλο. Οι πατεράδες μας μιλούσαν για τον πόλεμο και την Αντίσταση και τους δημοκρατικούς αγώνες του ’50 και του ’60. Και εμείς; Τι θα έχουμε εμείς να πούμε;
Λίγο Πολυτεχνείο, λιγότερο Γούντστοκ και ατέλειωτες μπαρούφες σε ξενύχτια που έφτιαχναν και ξανάφτιαχναν τον κόσμο. Δωρεάν επαναστάτες στην αρχή και ακριβοπληρωμένοι επαγγελματίες στη συνέχεια. Τρίχες, δηλαδή… Και ξαφνικά ξεχυνόμαστε στους δρόμους να γιορτάσουμε αυτή τη νέα εποχή που μας έχει πάνω στη σκηνή, πρωταγωνιστές. Τι γιορτάζουμε όμως; Την επιβεβαίωση, το όνειρο, την προσδοκία; Ή μήπως ξορκίζουμε ενοχές;
Τίποτε απ’ όλα αυτά! Και ξέρετε γιατί; Επειδή όταν έλθει το πλήρωμα του χρόνου, όταν φτάσει η ώρα του απολογισμού, θα προσέλθουμε στο τραπέζι με το κεφάλι ψηλά. Σκέφτομαι, μέρες που είναι, τι θα διηγούμαι στα παιδιά μου. Οτι εμείς δεν πολεμήσαμε ούτε εξωτερικούς ούτε εσωτερικούς εχθρούς. Οτι δεν πήραμε παράσημα ούτε μας έστησαν ανδριάντες. Οτι οι νεκροί μας ήταν στους δρόμους, από τροχαία. Οτι πιο πολύ γλεντήσαμε παρά δυστυχήσαμε…
Αλλά και ότι χάρη στη δική μας γενιά διασφαλίστηκε το μέλλον αυτής της χώρας για τον επόμενο αιώνα. Οτι τους παραδίδουμε μια χώρα πλούσια, σύγχρονη, ισχυρή. Οτι την παραλάβαμε στην περιφέρεια των Βαλκανίων και τη θέσαμε στο κέντρο της Ευρώπης. Οτι τη βγάλαμε με τα χέρια μας από τον 19ο αιώνα προτού τη σπρώξουμε στον 21ο.
Και όλα αυτά μέσα σε συνθήκες ιδεολογικά αντίξοες. Μέσα σε κοροϊδίες και ύβρεις και λοιδορίες και απλουστεύσεις. Μέσα σε κακοχωνεμένες βεβαιότητες και μίζερες ιδεοληψίες. Κάτω από την πίεση μιας αβάσταχτης μετριότητας που δεν έβλεπε το καλύτερο και ούτε ήθελε να πασχίσει γι’ αυτό.
Και όλα αυτά μέσα σε μια κοινωνία που έσερνε τα πόδια της. Τραυματισμένη, κακοπαθημένη, ανασφαλής, δεν τολμούσε να πιστέψει στις δυνατότητές της. Φοβόταν να ξανοιχτεί και να θριαμβεύσει. Εψαχνε παραζαλισμένη όχι μια διέξοδο αλλά μια επιβίωση. Και όταν ακόμη έμπαινε πλησίστια στη νέα εποχή συνέχισε να λατρεύει το ασήμαντο και να παραγνωρίζει το σημαντικό.
Να σας πω ένα παράδειγμα των ημερών. Το Χρηματιστήριο! Από μια καλή επενδυτική προοπτική μετατράπηκε σε συλλογικό Ελντοράντο. Σε ένα όραμα όχι ανάπτυξης της χώρας και ευημερίας των πολιτών της αλλά προσωπικού πλουτισμού του καθενός από αυτούς. Ο καθένας θέλει «να πιάσει την καλή», χωρίς κόπο και χωρίς προσπάθεια.
Και σκεφτείτε τώρα ότι όλο αυτό το ετερόκλητο σύνολο που δακρύζει με τον γάμο της Ρούλας, που ξενυχτούσε για τον Κορκολή, που παίζει «φούσκες» στο Χρηματιστήριο, που στήνει τους διαιτητές στο ποδόσφαιρο, που ακούει Βοσκόπουλο και δεν ξέρω τι άλλο, μέσα σε δώδεκα μήνες από σήμερα θα συναλλάσσεται σε ευρώ. Θα είναι ισότιμο τμήμα μιας νέας αυτοκρατορίας, στην πρώτη γραμμή μιας νέας εποχής.
Τολμώ να πω ότι δεν ήταν καθόλου μικρό πράγμα. Δεν ήταν καν αυτονόητο ως επιλογή. Αρα αυτό το τεράστιο πλανητικό πάρτι το αξίζουμε με το παραπάνω. Δεν ξέρω πόσο θα κρατήσουν οι χοροί. Αλλά όσο κρατήσουν θα τους χορέψουμε με την ψυχή μας.»