[…] Γνήσιος και όχι μικρότερος στην αγάπη του για τη Ρωμιά, παρουσιάζεται στα μάτια μου ο διηγηματογράφος Δημήτρης Χατζής από τα Γιάννενα, που είναι —για μένα— η φωνή ενός άλλου από το νησιώτικο κόσμο του Παπαδιαμάντη, η φωνή του συνετού βουνίσιου κόσμου της Ηπείρου. Ο κόσμος αυτός βρήκε, στοχάζομαι, στον Δημήτρη Χατζή τη φωνή του, μια αντιπροσωπευτική τουλάχιστον πλευρά του κόσμου αυτού μίλησε με μερικά διηγήματα του Χατζή, όχι η κοινωνιολογική πλευρά του —γιατί υπάρχει και αυτή η πλευρά στο έργο που μνημονεύομε, δεμένη μάλιστα με ορισμένο κανόνα σκέψης ή σωστότερα «κανόνα πίστεως», να το πει κανένας έτσι, κοινωνιολογικό και κοσμοθεωρητικό— όχι αυτή η πλευρά, αλλά εκείνη που ξεδιπλώνει μπροστά μας, με το ψηφί και το ριγλί της καλύτερης διηγηματογραφικής παράδοσης, ένα ένα τα φύλλα από το πολύμορφο συναξάρι της ανθρώπινης ψυχής. Και μέσα στον κόσμο αυτόν ο Χατζής γίνεται ιδιαίτερα η φωνή της Ηπειρώτισσας γυναίκας, καθώς μονοφραστικά μα τελεσίδικα παρουσιάζεται μπροστά μας το γνώριμο περίγραμμά της με την Αγάθω, λόγου χάρη, της Φωτιάς. «Ατέλειωτη δύναμη έκρυβε το λειψό κι αφανισμένο κορμί της». Ατέλειωτη δύναμη, αλήθεια, κρύβεται στα ανεμοπόδαρα περιγράμματα των γυναικών της Ηπείρου, που το πανελλήνιο τις ξαναθυμήθηκε ή μπορεί να τις πρωταντίκρισε στην Πίνδο τον παγωμένο χειμώνα του 1940-1941.
Αν ανοίξομε και πάλι τη Φυσιογραφία του Σ.Ε. Παπαδάκη στην ίδια σελίδα διαβάζομε: «Ο κύριος ορεινός άξων της Ελλάδος είναι η Οροσειρά της Πίνδου, που είναι ο υδροκρίτης των νερών του Αιγαίου και του Ιονίου και χωρίζει την Ελλάδα σε Ανατολικήν και Δυτικήν. Αποτελεί συνέχειαν των Διναρτικών Άλπεων και, διευθυνόμενη προς Ν.Α., σχηματίζει τα όρη Παρνασσόν, Πάρνηθα, Γεράνια, Ταΰγετον, Πάρνωνα και τελειώνει στα ακρωτήρια Ταίναρον και Μαλέαν». Από το βουνό αυτό, που το όνομά του μπορεί αδιάφορα να είναι είτε θηλυκό είτε αρσενικό, ξεσηκώθηκε η πανάρχαια δωρική πατριά που αναθυμάται ο Πίνδαρος —«Πινδόθεν ορνύμενοι» (Πυθ. Ι, 66), λέει το κείμενο— και του βουνού αυτού, αλλά τη φορά τούτη κατοικημένου από τους ανθρώπους του, διαβάζομε την επιγραμματική περιγραφή, πάλι σε μια σελίδα της Φωτιάς. «Από πάνου κατέβαινε βαρύς, ατέλειωτος ο όγκος του Πίνδου — πατέρας της ρωμέικης ράτσας. Σταυρόδρομι των βουνών θα το ‘λεγε κανένας, ετούτο το ψήλωμα, όπου τύραννος και καταχτητής ποτές δεν το πάτησε. Μονάχα ο μόχτος μιας φυλής λιμασμένης μπορούσε να σκαρφαλώσει δω πάνω, ζητώντας τροφή μαζί με τ’ αγρίμια.»
Ο Ηπειρώτης είναι λιγόλογος. Την ίδια δωρική αυστηρότητα παρουσιάζουν οι τέχνες του, τα χαδεμένα παιδιά της ανάγκης, με τις ευθείες γραμμές στο σχεδίασμα, που είναι ανάμεσα στα χρώματα, δυο άλλες ευθείες και αυτά. Δώρο πολυτίμητο μιας γερόντισσας —από τους Κοκλιούς στο Πωγώνι— κρατώ χρόνια τώρα, υφασμένο με τα ηλιοκαμένα μικρά χέρια της, ένα μαυρόασπρο ηπειρώτικο ταγάρι νταμάδο, που κουβαλώ πάντα μαζί μου σε στεριές και σε θάλασσες. Το θαυμαστό διήγημα του Χατζή Η θεια μας η Αγγελική, με βάζει ολόισια στην πόρτα της γριάς δωρήτρας μου ή με πηγαίνει κοντά στη μεγάλη ενιαία μορφή της Ρωμιάς γυναίκας — εκείνης που την προσκύνησε, στο απόσπασμα που σημειώσαμε πρωτύτερα, ο Σικελιανός— και ξεχωριστά στο μακρόθυμο πονετικό ασκητισμό της: «Στο σπίτι που γύρισα, τότε φάνηκε τι φτώχεια μας έδερνε. Η μάνα μας τα κατάφερνε και τη σκέπαζε. Είναι μια τέχνη κι αυτό, παλιά και την ξέραν οι γυναίκες στην Ελλάδα, κάτι σαν ελευσίνια μυστήρια δικά τους, τη μαθαίναν η μια στην άλλη,, η μια από την άλλη» (Το διπλό βιβλίο). Στο διήγημα της θειας Αγγελικής πιάνομε και την καλούμα εκείνη —λεγόμενη Κουβαράς— που, από το 13ο ίσαμε το 19ο αιώνα κατάγραφε τα χρονικά των καιρών και που χάθηκε στη φωτιά του Αλήπασα τον Αύγουστο του 1820. Λέει ο Χατζής εκεί: «Και γράφω τώρα και γω τα δικά μου — συνέχεια στο παλιό κουβάρι των χρονικών, εκείνο τ’ άναρχο και δίχως τέλος βιβλίο τους.» Μέσα στο δίχως τέλος αυτό βιβλίο ξεπροβάλλουν διάφορες γυναίκες Ρωμιές, ακόμα και από αυτές που τις «γράφουνε τα παλιά τα χαρτιά», όπως η Ελένη Αγγελίνα, η γυναίκα του περιβόητου Μάμφερντ της Σικελίας, θυγατέρα του Μιχαλίτση στην Ήπειρο (που της έδωσε προίκα το Δυρράχιο και την Κέρκυρα), η αλύγιστη με το «πάγκαλο πρόσωπο» που «κρατούσε απ’ τη μάνα της, την Οσία Θεοδώρα της Άρτας, τη γυναίκα με την μεγάλη την πίστη κι είχε το πείσμα του πατέρα της», και η κόρη της Βεατρίκη, στο διήγημα Σάντα Μαρία, που είναι το όνομα ενός καραβιού και συνάμα το διήγημα της ελευθερίας, της φυσικής μαζί και της πνευματικής ή μεταφυσικής, αυτηνής που την έχτισαν οι θεοί, καταπώς θέλει πάλι ο Πίνδαρος —«θεοδμάτω συν ελευθερία» (Πυθ. Ι, 61)— και που οι άνθρωποι πάντα τους, όταν την έχουν (στην περιορισμένη πάντα ανθρώπινη μορφή της), την καταφρονούν και, όταν ή που δεν την καταφρονούν, δεν την έχουν. Και από Το διπλό βιβλίο τέλος μέσα στα μάτια της μαυροντυμένης νεαρής Αναστασίας — να περνούνε γενιές ατελείωτες βασανισμένες Ρωμιές. Ακόμα… γυναίκες σφαγμένες, ατιμασμένες, στη Χιο, στα Ψαρά, γυναίκες μεσολογγίτισσες, μικρασιάτισσες της καταστροφής, ομαδικές εκτελέσεις της κατοχής, ο εμφύλιος πόλεμος — ο πατέρας της. Τα βλέπω μέσα —χωράφια πρασινισμένα της ημεράδας και στάχυα μαζί της απελπισιάς καμμένα απ’ το λίβα στον κόσμο της Θεσσαλίας— όλος ο κάμπος της Θεσσαλίας είναι μέσα στα μάτια της — κορφές απάνω λαμποκοπούν χιονισμένες κατακαλόκαιρα… Και βλέπω μέσα — τις Παναγίες των βράχων, τους πληγωμένους αρχάγγελους σε σαπισμένα τέμπλα από παλιές εκκλησιές… Και τις ακούω — καμπάνες από νυχτερινές λιτανείες για τα καράβια που κινδυνεύουν στο πέλαγο — γυναίκες απάνω στο ξάγναντο — άλλη μια θάλασσα — μαύρα μαντίλια — κι είναι μικρή και δεν της παν τα μαύρα…».
Η ακατάλυτη Ρωμιά!…
Από το βιβλίο: Ζήσιμος Λορεντζάτος, Οι Ρωμιές (o altra cosa), εκδόσεις Δόμος, Αθήνα 1979.
Χρησιμοποιήθηκαν φωτογραφίες από τα λευκώματα: Ιωάννινα, Ολκός-Ριζάρειον Ίδρυμα, 2007/Αγγελική Χατζημιχάλη, Σαρακατσάνοι, Ίδρυμα Αγγελικής Χατζημιχάλη, Αθήνα 2007, επιμέλεια: Τατιάνα Ιωάννου-Γιανναρά./ Marinos Kalligas, Yannoulis Halepas, Athens 1973./ Φωτογραφία μπροστά από: Σπύρος Μελετζής, Με τους αντάρες στα βουνά, Αθήνα 1996.