Επιστήμονες υποστηρίζουν ότι το χιπ-χοπ είναι το πιο σημαντικό μουσικό είδος από το 1960 ως τώρα
Όλοι λίγο-πολύ γνωρίζουμε ότι η ραπ είναι το πιο εμπορικό μουσικό είδος των τελευταίων ετών. Αδιαμφισβήτητη επιρροή σχεδόν σε όλα τα άλλα είδη, εκατομμύρια πωλήσεις δίσκων, πρωτοκαθεδρία στα τσαρτ, συνεργασίες με ιερά τέρατα –βλέπε την πρόσφατη σύμπραξη Kanye West και Paul McCartney.
Οk, λοιπόν το χιπ-χοπ πουλάει, όμως στη συνείδηση πολλών έγκριτων μουσικοκριτικών (αλλά και απλών χίπστερ) η αλήθεια βρίσκεται –αν όχι στους Sex Pistols- αλλού. Ο καθένας μας μπορεί να έχει την άποψή του, όμως μια ομάδα ερευνητών από τα πανεπιστήμια Queen Mary και Imperial του Λονδίνου προσπάθησαν να βγάλουν την προσωπική εκτίμηση από το παιχνίδι μένοντας μόνο στα επιστημονικά στοιχεία.
Όπως γράφει το CNN, οι ερευνητές συνέλεξαν τα δεδομένα με την ίδια τεχνολογία που χρησιμοποιεί το Shazam και χρησιμοποίησαν περίπου 17.000 τραγούδια τα οποία συνιστούν το 86% του αμερικανικού τσαρτ με τα 100 καλύτερα τραγούδια κάθε χρονιάς από το 1960 έως το 2010. Ανέλυσαν τα κομμάτια με βάση τις συγχορδίες και τα τέμπο και σε συνεργασία με τον Last.fm τα κατηγοριοποίησαν σε μουσικά στυλ και είδη.
Τα βασικά συμπεράσματά τους είναι τα εξής:
Η ανάπτυξη της ραπ μουσικής είναι το σημαντικότερο γεγονός που επηρέασε τη μουσική δομή των Αμερικανικών τσαρτ την περίοδο που εξέτασαν.
Παρά την περιβόητη «Βρετανική εισβολή», συγκροτήματα όπως οι Beatles και οι Rolling Stones δεν πυροδότησαν την επανάσταση στην αμερικανική μουσική που σημειώθηκε το 1964, αλλά επωφελήθηκαν από αυτή.
Η μουσική διαφοροποιήθηκε σε μεγάλο βαθμό τις δεκαετίες του ’80 και ’90, στα πρώτα βήματα της χιπ-χοπ δηλαδή.
Λιγότερη μουσική ποικιλία είχαμε στις αρχές των ΄80s όταν επικρατούσαν τα μουσικά είδη του new wave, disco και hard rock.
H μουσική –ως σύνολο- εξελίχθηκε περισσότερο τις χρονιές 1964, 1983 και 1991.
Ο καθηγητής εξελικτικής Βιολογίας Armand Leroi που συμμετείχε στην έρευνα είπε ότι παρόμοιες τεχνικές μπορούν να εφαρμοστούν και σε ψηφιακά βιβλία, ακόμα και πίνακες ζωγραφικής.
H μελέτη δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Royal Society Open Science.